10. Εισήγηση του Ειδικού Εισηγητού της Νέας Δημοκρατίας Χρήστου Μαρκογιαννάκη
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΡΚΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
(ΣΤ΄ ΕΝΟΤΗΤΑ)
Έχει προταθεί, από την προηγούμενη Βουλή, η αναθεώρηση των άρθρων του Συντάγματος, που αναφέρεται στην μία εκ των τριών ανεξαρτήτων εξουσιών του κράτους: τη Δικαιοσύνη. Ποιο είναι το ζητούμενο, πάντα, όταν συζητάμε οποιονδήποτε νόμο και προπάντων όταν συζητάμε αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν στη Δικαιοσύνη; Είναι η ορθή και ταχεία απονομή της. Ορθή, ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης, η οποία, παραφράζοντας τα των Ρωμαίων, σαν την γυναίκα του Καίσαρος «δεν πρέπει μόνον να είναι, αλλά και να φαίνεται και τιμία».
Στη συζήτηση, που είχε γίνει στην προηγούμενη Επιτροπή Αναθεώρησης, της περασμένης περιόδου, κυρίως, είχαμε περιστραφεί γύρω από την αναθεώρηση του άρθρου 90 και συγκεκριμένα της παραγράφου 5, που αφορά στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της ικαιοσύνης και γύρω από το άρθρο 100, που αφορά στην ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όσον αφορά στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, που η σχετική διαδικασία αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 90, ποιό είναι το πρόβλημα; Η εμπειρία του παρελθόντος μας έχει διδάξει ότι η εκτελεστική εξουσία έκανε συνήθως κατάχρηση της ευχέρειας, η οποία της εδίδετο από το Σύνταγμα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τεράστια προβλήματα, γύρω από την επιλογή της ηγεσίας.
Παρετηρείτο το φαινόμενο, σε πάρα πολλές περιπτώσεις να παραγκωνίζονται άξιοι δικαστές, οι οποίοι είχαν μία λαμπρή πορεία, μία λαμπρή σταδιοδρομία, δικαστές οι οποίοι είχαν καθιερωθεί στη συνείδηση των συναδέλφων τους ως οι εν δυνάμει Πρόεδροι ή Αντιπρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων και εν τέλει βλέπαμε να παραλείπονται, με αποτέλεσμα, εκτός από το δικαιολογημένο παράπονο, αυτών οι οποίοι παραλείπονταν, να δημιουργείται η αίσθηση ότι με τη συμπεριφορά της η εκτελεστική εξουσία ήθελε, τρόπον τινά, να ελέγξει τον τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης. Παρετηρούντο «βουτιές» απίστευτες, δηλαδή πολλές φορές είχαμε επιλογές Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και φθάναμε στο νούμερο της επετηρίδος δεκαπέντε ή είκοσι και το χειρότερο από όλα, εκτός από την κατάφωρη αδικία, ήταν ότι παρέμεναν επί σειράν ετών, στην ηγεσία της Δικαιοσύνης οι ίδιοι άνθρωποι, με όποιες παρενέργειες είχε αυτό το πρόβλημα. Δεν είναι πολύ μακριά από σήμερα, το φαινόμενο, δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου να παραμείνει πάνω από δέκα χρόνια στην ηγεσία του. Δημιουργείται, λοιπόν, ή εδημιουργείτο η εντύπωση ότι η εκτελεστική εξουσία ήθελε να ελέγξει τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και αυτό ασφαλώς δεν είναι ό,τι καλύτερο σε μια κοινωνία, σε ένα λαό, ο οποίος θέλει τη Δικαιοσύνη ανεξάρτητη, θέλει τη Δικαιοσύνη τίμια και ελπίδα κάθε αδικημένου.
Στην Αναθεώρηση του 2001, το μόνο, το οποίο είχε επιτευχθεί, εν τέλει, ήταν ο περιορισμός στο χρόνο παραμονής στην Προεδρία των ανωτάτων δικαστηρίων και ο χρόνος αυτός είχε προσδιοριστεί στην τετραετία. Έτσι, σήμερα, ο μόνος περιορισμός ο οποίος υπάρχει για ένα Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο θέλει να επιλέξει τον Πρόεδρο ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι να έχει υπηρετήσει ως Δικαστής σ’ αυτό τουλάχιστον δύο χρόνια και από εκεί και πέρα δεν υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος περιορισμός. Με την προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 90 παράγραφος 5, αυτή η διακριτική ευχέρεια περιορίζεται δραστικά με τρεις παρεμβάσεις: Πρώτον, για να υπάρχει δυνατότητα επιλογής του οποιουδήποτε στη θέση του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, δηλαδή Προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, Αρείου Πάγου ή Ελεγκτικού Συνεδρίου, θα πρέπει να κατέχει το βαθμό του Αντιπροέδρου. Αντί, λοιπόν, να έχουμε μία γκάμα από την οποία θα γίνει επιλογή κάποιων δεκάδων, περιοριζόμαστε μόνο στους Αντιπροέδρους, οι οποίοι είναι πολύ λιγότεροι. Έτσι, δεν έχει την ευχέρεια, πλέον, η εκτελεστική εξουσία να δημιουργεί τα προβλήματα, τα οποία εδημιουργούντο στο παρελθόν.
Για τους Αντιπροέδρους, που, μέχρι τώρα, δεν υπήρχε ο οποιοσδήποτε περιορισμός προτείνονται τα εξής: Θα πρέπει ο Αντιπρόεδρος να επιλέγεται από τους δέκα αρχαιοτέρους δικαστές. Ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι έχουμε να επιλέξουμε τρεις Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου. Αυτοί θα επιλεγούν από τους δέκα αρχαιότερους Αρεοπαγίτες. Δεν μπορεί να πάει παρακάτω το Υπουργικό Συμβούλιο, στον ενδέκατο ή τον δωδέκατο. Εάν τώρα, όπως προτείνεται από τη Νέα Δημοκρατία, οι υπό επιλογή είναι πλέον των τριών, τέσσερις ή πέντε, τότε μπορεί να φθάσει μέχρι τον τριπλάσιο αριθμό, δηλαδή μέχρι το δώδεκα, εάν είναι τέσσερις και μέχρι το δεκαπέντε, εάν είναι πέντε.
Έχουμε, λοιπόν, μία πολύ δραστική μείωση της διακριτικής ευχέρειας, με στόχο, ασφαλώς, να μην παρατηρούνται τα φαινόμενα του παρελθόντος. Επίσης, περιορίζεται ο χρόνος διάρκειας της θητείας. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε ο οποιοσδήποτε περιορισμός, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυνατότητα παραμονής στη θέση του Αντιπροέδρου και της Προεδρίας στα διάφορα Τμήματα, επί δεκαετία ή και περισσότερο, με τις εντεύθεν παρενέργειες. Περιορίζεται, λοιπόν, στα έξι χρόνια και με τη μεταβατική διάταξη, η οποία τίθεται όσον αφορά στους, ήδη, κατέχοντες το βαθμό του Αντιπροέδρου, κατά κάποιο τρόπο, οι όποιες κακές σκέψεις, περί διάθεσης εκπαραθύρωσης των, ήδη, υπηρετούντων στο βαθμό του Αντιπροέδρου, φεύγουν.
Οι θέσεις των Κομμάτων της Αντιπολίτευσης, πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, διαφέρουν. Όλοι αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να γίνει. Δεν μπορούμε να παραμείνουμε στο ίδιο καθεστώς, με δεδομένα τα προβλήματα του παρελθόντος. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. απουσιάζει. Να εκφράσω και εγώ τη λύπη μου, γιατί εσωκομματικά προβλήματα του επέβαλαν να απουσιάζει από τη σημερινή διαδικασία. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., στην αναθεώρηση του 2001, είχε κάνει την πρόταση να έχουμε ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα, το οποίο θα επιλέγει την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Αυτή την πρόταση την εγκαταλείπει στην τωρινή διαδικασία και στην πρώτη φάση τουλάχιστον, που ήταν παρόν, πρότεινε η επιλογή να γίνεται με κάποια ασαφή διαδικασία από τη Βουλή, η οποία αναφέρεται στη σχετική πρόταση.
Αν ακολουθήσουμε αυτή τη διαδικασία φοβάμαι ότι θα μπούμε σε μια «μακρά και πολιτικοποιημένη» διαδικασία, διότι εκτός από το ασαφές της διατύπωσης της πρότασης, από κει και πέρα είναι δεδομένο ότι ο κάθε δικαστής θα υποστεί τη βάσανο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας με ό,τι ήθελε προκύψει από μια τέτοια διαδικασία.
Τα Κόμματα της Αριστεράς -Κ.Κ.Ε. και Συνασπισμός- μιλούν για ευρύ εκλεκτορικό Σώμα, το οποίο δεν προσδιορίζεται, αλλά και που εν πάση περιπτώσει δεν νομίζω ότι -αποκλειόμενης της λαϊκής συμμετοχής, η οποία εκφράζεται από την πολιτική ηγεσία και από την εκτελεστική εξουσία, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλείεται- είναι ο καλύτερος τρόπος.
Εάν δεν ψηφιστεί αυτό το οποίο προτείνει η Νέα Δημοκρατία, εάν δηλαδή πούμε «όχι» σε αυτόν τον περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας, τί θα συμβεί; Απλώς, θα παραμείνουμε σε αυτά, τα οποία ισχύουν σήμερα και που όλοι μας υποστηρίζουμε ότι πρέπει να αλλάξουν. Πιστεύω ότι, και αν ακόμη δεχτούμε ότι αυτό, το οποίο προτείνεται από τη Νέα Δημοκρατία δεν είναι το τέλειο, ασφαλώς σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερο απ’ αυτό που ισχύει μέχρι σήμερα. Ως εκ τούτου, αφού είναι καλύτερο και αποτελεί ένα βήμα εμπρός και αφού η διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας περιορίζεται, η άποψή μου είναι, ότι, έστω και γι’ αυτή την πρόοδο, για την οποία κατ’ αρχήν δεν συμφωνούν τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης, Κ.Κ.Ε. και Συνασπισμός, που έχουν εκφράσει άποψη και είναι παρόντα, θα έπρεπε να προσχωρήσουν σ’ αυτή την καλύτερη θέση, η οποία προτείνεται από τη Νέα Δημοκρατία.
Έρχομαι στο θέμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Πριν απ’ αυτό, θα ήθελα να επαναλάβω και να επαναφέρω αυτό, το οποίο είχα διατυπώσει, ως προσωπική άποψη και που την εκθέτω ως προσωπική άποψη και στην παρούσα φάση, σχετικά με το θέμα της επιλογής του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Μέχρι σήμερα ξέρουμε, τί ισχύει. Υπάρχει δυνατότητα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να επιλέγεται είτε από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου είτε και από Αρεοπαγίτη. Η πρακτική είχε δείξει ότι είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις, που επιλέγεται, ως Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εισαγγελικός λειτουργός. Οι μέχρι τώρα επιλογές, που έχουν γίνει, δεν νομίζω ότι έχουν καταδείξει πως υπολείπονται δυνατοτήτων και ικανοτήτων οι Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, που προέρχονται από το εισαγγελικό σώμα. Θα έλεγα το αντίθετο. Ότι οι Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι οποίοι έχουν μείνει στην ιστορία είναι εκείνοι οι οποίοι, προεχόντως, προέρχονται από τον εισαγγελικό κλάδο. Είναι, ίσως, ο μόνος Κλάδος, είναι ίσως η μόνη Υπηρεσία –ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη- όπου παρατηρείται το φαινόμενο, η ηγεσία της να προέρχεται από ένα άλλο Κλάδο, από μια άλλη Υπηρεσία.
Να έχετε υπ’ όψη σας το εξής πράγμα: Κυρίως σήμερα, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ασκεί διοίκηση και είναι καταλληλότερος εκείνος, ο οποίος έχει περάσει μια δοκιμασία κάποιων δεκαετιών σε ένα Κλάδο. Οι εμπειρίες τις οποίες έχει αποκτήσει, είναι τέτοιες, που του επιτρέπουν να ασκήσει τα καθήκοντά του κατά καλύτερο τρόπο. Πέραν, όμως, τούτου, δεν μπορούμε να στερούμε από ένα νέο επιστήμονα, ο οποίος θα επιλέξει να υπηρετήσει τον εισαγγελικό θεσμό, την ελπίδα ότι, με μια καλή πορεία, επιστημονική και δικαστική, δεν θα έχει τη δυνατότητα να καθέξει τον θώκο του ανωτάτου εισαγγελικού λειτουργού. Αντίθετα, αν αυτό είναι προβλεπόμενο, όχι ως δυνατότητα, αλλά ως βεβαιότητα, με την έννοια ότι εισαγγελικός λειτουργός είναι εκείνος, ο οποίος εν τέλει θα γίνει και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η ευγενής άμιλλα αναμφισβήτητα ενισχύεται, αλλά και η προσπάθεια του καθενός χωριστά να φανεί καλύτερος, να δείξει τον καλύτερο εαυτό του, πιστεύω ότι ενισχύεται.
Έρχομαι τώρα, στο θέμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Εγώ ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο υπάρχει η άρνηση εκ μέρους των υπολοίπων Κομμάτων για το θεσμό του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Και δεν μπορώ να το καταλάβω, όχι -αν θέλετε- διότι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές Χώρες, με την άλφα ή τη βήτα μορφή, λειτουργεί το Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά για ένα άλλο λόγο. Όπως, σήμερα, ισχύει ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, μόνο προβλήματα δημιουργεί. Αντίθετα, με την προτεινόμενη τροποποίηση του Συντάγματος και τη θέσπιση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ό,τι θετικό ισχύει σήμερα με τον διάχυτο έλεγχο, το κρατάμε. Και ό,τι αρνητικό υπάρχει το αποβάλλουμε, καθιερώνοντας έτσι ένα μεικτό σύστημα, το οποίο συμβάλλει αποφασιστικά στην ταχεία εκκαθάριση ενός ζητήματος, το οποίο έχει να κάνει με τη συνταγματικότητα των νόμων.
Τί ισχύει σήμερα; Το κάθε Δικαστήριο οποιουδήποτε βαθμού, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο, από τον Πταισματοδίκη και τον Ειρηνοδίκη μέχρι τον Αρειο Πάγο, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε αν τεθεί ζήτημα από κάποιον διάδικο, εξετάζει τη συνταγματικότητα ενός νόμου. Τί μπορεί, όμως, να συμβεί; Ας υποθέσουμε ότι το θέμα τίθεται στο δικαστήριο του Α΄ βαθμού και κρίνεται ως συνταγματικός ή μη συνταγματικός ένας νόμος. Από κει και πέρα, μέχρι να φθάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο, στον Αρειο Πάγο ή στο Συμβούλιο Επικρατείας, εν Ολομελεία, η υπόθεση θα σέρνεται μαζί με όλα τα άλλα νομικά ζητήματα ή πραγματικά προβλήματα, τα οποία έχει μια υπόθεση. Και γνωρίζουμε, πόσο χρονοβόρες είναι αυτές οι διαδικασίες, αλλά και οικονομικά επιζήμιες για κάποιον από τους διαδίκους.
Υπάρχει, εδώ, ο εξής κίνδυνος: Εν τέλει, κάποιο Δικαστήριο να κρίνει ότι ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός, να μην αχθεί το ζήτημα μέχρι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ή μέχρι την Ολομέλεια ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα ένα άλλο Δικαστήριο, την ώρα μάλιστα που δεν αποβάλλεται της εννόμου τάξεως ένας νόμος, ο οποίος θα κριθεί αντισυνταγματικός σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, σε μια άλλη υπόθεση παρόμοια -ένα άλλο δικαστήριο επαναλαμβάνω στο οποίο θα τεθεί το θέμα της συνταγματικότητας- να κρίνει αντίθετα, με αποτέλεσμα να έχουμε έκδοση αποφάσεων, που άλλες να δέχονται τη συνταγματικότητα και άλλες να μη δέχονται τη συνταγματικότητα. Και, όταν το ζήτημα, πρωτοβουλία των διαδίκων, δεν προχωρήσει μέχρι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, εν τέλει να έχουμε αυτό το φαύλο κύκλο των αντιφάσεων, των διαφορετικών ερμηνειών, αλλά και πέραν αυτού των χρονοβόρων και οικονομικά επιζήμιων διαδικασιών.
Αντίθετα με αυτό, το οποίο προτείνουμε, σήμερα, τί λέμε; Ο διάχυτος έλεγχος παραμένει για οποιονδήποτε δικαστή, σε οποιονδήποτε βαθμό. Και ο Πταισματοδίκης και ο Ειρηνοδίκης και ο Πρωτοδίκης και ο Εφέτης και ο Αρεοπαγίτης, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από κάποια πρόταση-ένσταση, θα έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν τη συνταγματικότητα ενός νόμου. Από κει και πέρα, όμως, προκειμένου να αποφύγουμε τη μακρά διαδικασία, με όλα τα μειονεκτήματα, που προανέφερα, αυτόματα ο δικαστής, που θα κρίνει, ως αντισυνταγματικό, ένα νόμο θα τον στείλει στην ολομέλεια του οικείου Δικαστηρίου. Έστω ο ειρηνοδίκης έστω ο Πρωτοδίκης θα στείλουν την υπόθεση, με κηρυγμένο τον νόμο ως αντισυνταγματικό, με την απόφαση του κατώτερου αυτού δικαστή στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο αν κρίνει κι αυτό ότι πράγματι τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας και κρίνει το νόμο αντισυνταγματικό θα στείλει την υπόθεση στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει αμετάκλητα.
Τι σημαίνει αυτό; Τεράστιο κέρδος χρόνου. Μέσα σε λίγους μήνες, θα έχει κριθεί αν ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός. Και αν είναι αντισυνταγματικός, θα αποφευχθούν χρονοβόρες διαδικασίες, αντιφατικές αποφάσεις και τόσα και τόσα προβλήματα, που έχουμε, στην πορεία εκδίκασης μιας υπόθεσης.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά εφ’ όσον κριθεί αντισυνταγματικός ένας νόμος και το Συνταγματικό Δικαστήριο καθορίσει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, είτε από την έκδοση της απόφασης, είτε και από προγενέστερο χρόνο, αυτόματα το πρόβλημα λύνεται, οριστικά και αμετάκλητα. Και δεν μπορώ να καταλάβω ειλικρινά για ποιο λόγο, δεν αποδεχόμαστε αυτή τη ρύθμιση, που είναι καθ’ όλα δημοκρατική, που είναι, προπάντων, προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης, προς την ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Δεν λέμε ότι, μόλις εκδοθεί ένας νόμος, θα πηγαίνει αυτόματα στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίζει, αν υπάρχει θέμα συνταγματικότητας, ή όχι. Όχι. Αυτό το αφήνουμε στα Δικαστήρια, στα κατώτερα Δικαστήρια, στο οποιοδήποτε Δικαστήριο επιληφθεί μιας υπόθεσης, η οποία έρχεται στον α΄ βαθμό ή στον β΄, ή οπουδήποτε αλλού. Το Δικαστήριο θα είναι εκείνο, το οποίο, εν τέλει, θα πάρει την πρωτοβουλία, θα είναι ο πρώτος θεσμός, ο οποίος θα μιλήσει περί αντισυνταγματικότητας. Αποφεύγεται, όμως, η βραδύτητα, αποφεύγεται η χρονοβόρος διαδικασία, οι αντιφατικές αποφάσεις και τα τεράστια οικονομικά προβλήματα, τα οποία δημιουργούνται στους διαδίκους, που δεν έχουν πάντοτε βαλάντιο τόσο ισχυρό.
Το ισχύον, σήμερα, σύστημα είναι υπέρ των εχόντων και κατεχόντων, υπέρ εκείνων οι οποίοι έχουν τις αντοχές να οδηγήσουν μία υπόθεση μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο θα κρίνει. Αντίθετα, ο οικονομικά ασθενής, εκείνος ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να εξαντλήσει όλους τους βαθμούς και όλες τις δικονομικές διαδικασίες και δικλείδες, ασφαλώς θα έχει πρόβλημα και, εν τέλει, μπορεί να εγκαταλείψει και την υπόθεση.
Πιστεύω ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο θεσπίζουμε με την προτεινόμενη αναθεώρηση, είναι μία καινοτομία απόλυτα σωστή και, γι’ αυτό το λόγο, εν όψει μάλιστα και του κειμένου, διατύπωσης του σχετικού άρθρου, όπου προσδιορίζεται η σύνθεση (εννεαμελής) και προσδιορίζεται το ότι θα αποτελείται μόνο από δικαστές με συγκεκριμένη θητεία, θεωρώ ότι, μετά και από αυτές τις διευκρινίσεις, θα πρέπει -έστω και με την απουσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.- να ψηφιστεί η σχετική αναθεωρητέα διάταξη και να φθάσουμε στην καθιέρωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Θα είναι μία καινοτομία και θα συμπλέουμε με τα περισσότερα Ευρωπαϊκά Κράτη, στα οποία υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο.
Τώρα, όσον αφορά στο θέμα του άρθρου 88, του οποίου ζητείται η αναθεώρηση, εγώ δεν θα πω πολλά πράγματα. Το λεγόμενο Μισθοδικείο, το οποίο ήταν το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, με προσθήκη κάποιων επιπλέον δικαστών, καταργείται και τη θέση του παίρνει το Συνταγματικό Δικαστήριο. Τα προβλήματα, τα οποία είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν και μάλιστα, στο πρόσφατο παρελθόν ήταν σημαντικά. Δεν υπάρχει λόγος να τα επαναλαμβάνω. Τα έχουμε, κατά κόρον, συζητήσει στην προηγούμενη Επιτροπή και πιστεύω ότι από την ώρα που θα ψηφιστεί και θα θεσμοθετηθεί το Συνταγματικό Δικαστήριο θα έχει την αρμοδιότητα για την επίλυση και αυτών των προβλημάτων.
Για την προσθήκη Τμημάτων στο Συμβούλιο Επικρατείας και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώ πως, παρ’ ότι υποστηρίζεται η άποψη -που δεν είναι λάθος- ότι θα μπορούσε να γίνει θεσμοθέτηση των Ειδικών αυτών Τμημάτων και με απλό νόμο, το χρονοβόρο της διαδικασίας, τα προβλήματα τα οποία υπάρχουν, οι αλληλοσυγκρουόμενες αρμοδιότητες τις οποίες επικαλούνται τα δύο Δικαστήρια, επιβάλλουν τη θεσμοθέτηση αυτών των δύο Ειδικών Τμημάτων.
632