2. Εισήγηση του Γενικού Αγορητού του Κ.Κ.Ε. Αχιλλέα Κανταρτζή.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΓΟΡΗΤΟΥ ΤΟΥ Κ.Κ.Ε.
ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗ
A. ΓΕΝΙΚΑ
Είναι γνωστό βεβαίως ότι η διαδικασία της Αναθεώρησης του Συντάγματος δεν είναι ταυτόσημη με τη διαδικασία ψήφισης των νομοσχεδίων, δεν γίνεται, δηλαδή, η γνωστή διαδικασία συζήτησης και ψήφισης επί της αρχής, επί των άρθρων και επί του συνόλου. Παρ’ όλα αυτά, συνηθίζεται, κάθε φορά, πριν ξεκινήσουμε τη συζήτηση στα άρθρα, πριν μπούμε στη συζήτηση της αναθεώρησης των άρθρων να γίνεται μία γενικότερη συζήτηση για την αναγκαιότητα αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι δικές μας σκέψεις, οι δικές μας απόψεις, βεβαίως, δεν είναι άγνωστες, αφού, επανειλημμένα, έχουν διατυπωθεί και μέσα και έξω από τη Βουλή.
Πρώτο ερώτημα: Χρειάζεται αναθεώρηση το Σύνταγμα; Εμείς λέμε ναι, το Σύνταγμα αυτό χρειάζεται αναθεώρηση, γιατί το ισχύον Σύνταγμα –αναφέρομαι στο Σύνταγμα του 1975, με όλες τις τροποποιήσεις που έγιναν στην πορεία- είναι, κατά βάση ένα Σύνταγμα, το οποίο έρχεται να κατοχυρώσει την εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου, να διευκολύνει την πορεία ενσωμάτωσης της Χώρας μας στη νέα τάξη πραγμάτων και στις διάφορες διακρατικές ενώσεις, τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως χαρακτηρίζουμε εμείς την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και μια σειρά άλλους παρόμοιους οργανισμούς.
Η διακηρυγμένη τυπική ισότητα, που είναι χαρακτηριστικό όλων των αστικών Συνταγμάτων, αποτελεί τη βάση για την αναπαραγωγή σε όλο και μεγαλύτερη έκταση της κοινωνικής ανισότητας και για την διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Για παράδειγμα, μπαίνει το ερώτημα, πόσο ίσος μπορεί να είναι ο επιχειρηματίας με τον εργάτη στις διαπραγματεύσεις, οι οποίες έρχονται. Στην πράξη, λοιπόν, η διακηρυγμένη αυτή τυπική ισότητα αποτελεί τη βάση για την αναπαραγωγή και τη διεύρυνση της κοινωνικής ανισότητας, σε όλο και μεγαλύτερη έκταση.
Οι όποιες ειδικές διακηρύξεις υπήρχαν στο ισχύον Σύνταγμα, οι οποίες και αντανακλούσαν τον τότε συσχετισμό δυνάμεων, όταν το εργατικό κόμμα, το λαϊκό κίνημα δρούσε σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, είτε έμειναν γράμμα κενό, σε πολλές περιπτώσεις, είτε έγινε συστηματική προσπάθεια για να υποσκαφτούν, συστηματική προσπάθεια, ώστε στην πράξη να περιοριστούν και, αν είναι δυνατόν, κάποιες κατακτήσεις να εκμηδενιστούν.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, διακηρύσσεται το δικαίωμα στη συνδικαλιστική ελευθερία, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, αλλά στην πράξη, όμως, έμπαιναν τόσοι και τέτοιοι περιορισμοί και γινόταν τέτοια προσπάθεια, ώστε τα δικαιώματα αυτά να αφυδατώνονται. Υπήρχαν δικαιώματα, τα οποία, ναι μεν, αναγνωρίζονται στο Σύνταγμα, αλλά στην πράξη παραμένουν γράμμα κενό, παραμένουν ανεφάρμοστα. Αναφέρομαι, για παράδειγμα, στη διακήρυξη για τα δικαιώματα στην εργασία, το δικαίωμα στην κατοικία και σε μια σειρά άλλα κοινωνικά δικαιώματα. Πώς μπορούσαν να εξασφαλιστούν αυτά μέσα στο ισχύον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα;
Μπορεί, για παράδειγμα, να λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας, όσο η Οικονομία κινείται με κριτήριο το κέρδος, όσο τα μέσα παραγωγής δεν θα ανήκουν στην ιδιοκτησία της κοινωνίας, που θα λειτουργεί κάτω από εργατικό, λαϊκό έλεγχο και σχεδιασμό; Κατά τη γνώμη μας, δεν μπορεί να λυθεί.
Η προηγούμενη ευρεία αναθεώρηση που έγινε επί ΠΑ.ΣΟ.Κ. -γιατί ήταν ευρεία αναθεώρηση- κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα δεν είχε φυσικά να διορθώσει όλα αυτά τα προβλήματα, αλλά ήταν μία αναθεώρηση η οποία μας πήγε συνολικά προς τα πίσω και όχι μπροστά. Ήταν μία αναθεώρηση, η οποία ήθελε να διευκολύνει τη διαδικασία της ενσωμάτωσης της Χώρας μας στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατ’ επέκταση, την υλοποίηση των κοινοτικών πολιτικών.
Θυμίζω, για παράδειγμα, την αναθεώρηση του άρθρου 28 του Συντάγματος με την ερμηνευτική δήλωση, η οποία μπήκε για τη συμμετοχή της Χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θυμίζω, για παράδειγμα, την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία έγινε προς αρνητική κατεύθυνση, σε κατεύθυνση που διευκόλυνε ένα επιπλέον χτύπημα στην προστασία του περιβάλλοντος και γενικότερα με αρνητικές αλλαγές, όσον αφορά στην προστασία του δασικού πλούτου της Χώρας μας. Θυμίζω τις αλλαγές, οι οποίες έγιναν, είτε με αστερίσκους, είτε με διάφορες «ρήτρες» -σχήμα λόγου είναι αυτό- και χαλάρωναν την απόλυτη προστασία, η οποία υπήρχε σε ορισμένα βασικά ατομικά δικαιώματα, τα οποία εμπόδιζαν να υλοποιηθούν διάφορες αποφάσεις οι οποίες στρέφονταν κατά των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως, για παράδειγμα το δικαίωμα της προστασίας του απορρήτου. Η αναθεώρηση του άρθρου 9 -αν δεν απατώμαι- και μιας σειράς άλλων διατάξεων, αποτέλεσε τη βάση για να νομιμοποιηθούν και η Συμφωνία Σένγκεν και μία σειρά άλλες παρόμοιες διατάξεις.
Οι όποιες θετικές αλλαγές είχαν γίνει εκείνη την περίοδο, ήταν πίσω σε σχέση με αυτά, που, ήδη, είχαν κατακτήσει οι εργαζόμενοι στην πράξη και γινόταν και μία προσπάθεια να υπονομευθούν. Πάρτε, για παράδειγμα, το δικαίωμα της πολιτικής δραστηριότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Βεβαίως, από το Σύνταγμα του 1975 μέχρι το 2001 ήταν απαγορευμένη, στην πράξη, όμως, τι είχε γίνει; Στην πράξη το δικαίωμα αυτό είχε κατακτηθεί. Ήταν γνωστό ότι όλα τα Κόμματα μπορούσαν να έχουν, ως μέλη τους, δημοσίους υπαλλήλους και δεν περίμεναν φυσικά την Αναθεώρηση του Συντάγματος για να αναπτύξουν οι δημόσιοι υπάλληλοι την πολιτική τους δραστηριότητα. Όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, που έγιναν τέτοια βήματα, ήταν πίσω από αυτά που είχαν κατακτήσει οι εργαζόμενοι στην πραγματικότητα.
Γι’ αυτό υπενθυμίζω ότι, στην προηγούμενη Αναθεώρηση του 2001, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας είχε καταγγείλει τη συνολική κατεύθυνση, στην οποία κινούνταν, η οποία μας πήγαινε προς τα πίσω και όχι προς τα εμπρός και είχε στηριχθεί φυσικά και από τα δύο μεγάλα Κόμματα. Αλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία των διατάξεων είχε ψηφιστεί, από κοινού και από την τότε Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά και από την τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση, τη Νέα Δημοκρατία.
Επομένως, επανέρχομαι στο ερώτημα, εάν το Σύνταγμα χρειάζεται Αναθεώρηση. Εμείς λέμε, ναι, χρειάζεται, αλλά σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που κινούνται οι προτάσεις και της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Φυσικά δεν λείπουν οι διακηρύξεις και από τα δύο Κόμματα για την ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Όμως, ανεξάρτητα από το αν αλλάξουν οι διατάξεις αυτές προς θετική κατεύθυνση, στην πράξη η πολιτική τους κινείται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Όσες λέξεις και εάν υπάρξουν, όσες διατυπώσεις και αν γίνουν για τη λεγόμενη κοινωνική συνοχή και την προστασία των φτωχών στρωμάτων, η πολιτική, που ακολουθείται, αναπαράγει, συνεχώς, σε μεγαλύτερη κλίμακα και οξύνει τα προβλήματα των εργαζομένων.
Η κεντρική ιδέα και οι αλλαγές παρουσιάζονται και στις προτάσεις των δύο Κομμάτων. Θυμίζω ότι η διαδικασία αναθεώρησης προέκυψε, σχεδόν ταυτόχρονα. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε διακηρύξει, αμέσως μόλις πέρασε η πενταετία, την πρόθεσή του να ξεκινήσει. Ο Πρωθυπουργός την εξήγγειλε, κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού. Αμέσως μετά, τα δύο Κόμματα κατέθεσαν τις προτάσεις τους. Οι προτάσεις και των δύο Κομμάτων είναι σχεδόν ταυτόσημες, κινούνται, σχεδόν, στην ίδια κατεύθυνση. Αναφέρομαι στο μεγαλύτερό τους μέρος και το πιο σημαντικό. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των προτάσεων αυτών; Το κύριο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι να φύγουν από τη μέση όποια εμπόδια είχαν απομείνει από την προηγούμενη αναθεώρηση, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα, η ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση του πλούτου στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων και του μεγάλου κεφαλαίου, η πορεία ενσωμάτωσης της χώρας μας στις διαδικασίες της καπιταλιστικής ενοποίησης και η πορεία ιδιωτικοποιήσεων και εμπορευματοποίησης.
Φυσικά, δεν είναι παράξενο, που οι προτάσεις των δύο μεγάλων Κομμάτων, και της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήταν παράλληλες, ήταν σχεδόν ταυτόσημες. Αντανακλούν την ταύτιση της στρατηγικής των δύο Κομμάτων σε όλα τα μεγάλα ζητήματα, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και σε μία σειρά από άλλα παρόμοια, όπως στη διεύρυνση της εμπορευματοποίησης σε τομείς, όπως η Υγεία, η Πρόνοια και άλλοι.
Χαρακτηριστική είναι η ταύτισή τους σε κεντρικά άρθρα, σε κεντρικά ζητήματα Αναθεώρησης του Συντάγματος. Θυμίζω το άρθρο 16, όπου υπάρχει ταυτόσημη πρόταση και από τη Νέα Δημοκρατία και από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Θυμίζω το άρθρο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπου η αλλαγή του θα έχει σαν αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η πορεία εμπορευματοποίησης σε τομείς της Υγείας και της Πρόνοιας και των άλλων κοινωνικών υπηρεσιών, μέσα από τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, απαλλάσσοντας το κράτος και το μεγάλο κεφάλαιο από βασικές τους υποχρεώσεις.
Θυμίζω, ακόμη, τη σύμπτωση των δύο μεγάλων Κομμάτων -την επιμονή τους θα έλεγα καλύτερα- στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε Κυβέρνηση. Θυμίζω τη συμφωνία τους, την εμμονή τους να μην αλλάξει το άρθρο του Συντάγματος, ώστε να καταστεί δυνατό να ξεπερνώνται τα όποια συνταγματικά προβλήματα υπάρχουν, για την μονιμοποίηση, για παράδειγμα, των συμβασιούχων. Θυμίζω, επίσης, τη συμφωνία για την κατάργηση της διάταξης για τον βασικό μέτοχο. Με την ευκαιρία αυτή, επισημαίνω το εξής: Επειδή ο Γενικός Εισηγητής διετύπωσε την άποψη «ας αφήσουμε στην άκρη τις όποιες διαφορές και ας καθίσουμε να συζητήσουμε», θα ήθελα να πω ότι κανένας μας δεν προέρχεται από παρθενογένεση. Όλα τα κόμματα, κι εσείς κι εμείς και κάθε κόμμα, έχει παρελθόν, έχει διακηρυγμένες θέσεις, έχει διακηρυγμένη πολιτική και κυρίως έχει μία πρακτική. Επομένως, είναι γνωστοί οι βασικοί άξονες, γνωστές οι βασικές θέσεις, γνωστή η βασική κατεύθυνση την οποία ακολουθεί το κάθε Κόμμα.
Θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένα βασικά άρθρα, στα οποία είμαστε αντίθετοι και να εξηγήσω με δύο λόγια την αντίθεσή μας. Είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Το ζήτημα δεν αφορά, απλώς και μόνο, την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, έστω και αν βαφτίζονται «μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια». Το ζήτημα και το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο, καθώς η αλλαγή του άρθρου 16 του Συντάγματος ανοίγει το δρόμο, ώστε να λειτουργεί η ανώτατη εκπαίδευση με κανόνες της αγοράς. Έτσι, αργά ή γρήγορα, θα συμπαρασύρει και τα εναπομείναντα δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στο να λειτουργούν κάτω από τους ίδιους όρους, κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις με τις οποίες λειτουργούν και τα ιδιωτικά.
Είναι, μάλιστα, προφανές ότι αυτή η αλλαγή δεν θα περιοριστεί στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αλλά θα συμπαρασύρει στην πορεία της και τους υπόλοιπους τομείς της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Θα είναι το καθοριστικό πλήγμα για την κατάργηση των όσων έχουν απομείνει από το δημόσιο, δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 24, στο διαχωρισμό δασών και δασικών εκτάσεων. Αυτή η αλλαγή θα επιφέρει ένα ακόμα συντριπτικό πλήγμα στην προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο δοκιμάζεται από πολλούς παράγοντες. Ανοίγει το δρόμο και την όρεξη στα κερδοσκοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα, είτε αυτά ονομάζονται κατασκευαστικές επιχειρήσεις -είτε ξενοδοχειακοί όμιλοι, είτε και εγώ δεν ξέρω, πώς αλλιώς- οι οποίοι εποφθαλμιούν να αξιοποιήσουν την κάθε γωνιά και από τον κάθε ορεινό όγκο, αλλά και από άλλες περιοχές, οι οποίες αποτελούν σήμερα το «φιλέτο» για την ανάπτυξη της κερδοσκοπικής δραστηριότητας.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν συμφωνούσε στην αναθεώρηση του άρθρου 24, όχι γιατί ήταν αντίθετο σε αυτές τις επιδιώξεις, αλλά γιατί θεωρούσε ότι ήταν επαρκής η αναθεώρηση που είχε γίνει επί των δικών του ημερών, ώστε όλα αυτά τα ζητήματα να μπορούν να επιλύονται και να προωθούνται, χωρίς περαιτέρω αναθεώρηση του άρθρου 24.
Είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 28. Ήλθε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και μας έβαλε την ερμηνευτική διάταξη για τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ελληνικός λαός δεν ρωτήθηκε ποτέ με δημοψήφισμα. Παρ’ όλα αυτά, μπήκε η συνταγματική διάταξη.
Έρχεται τώρα η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας και ορίζει ότι όλες αυτές οι συμφωνίες να μπορούν να επικυρώνονται με ακόμη μικρότερη πλειοψηφία και να μην πάμε στον ελάχιστο αριθμό της αυξημένης πλειοψηφίας που απαιτούνταν μέχρι σήμερα.
Είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 29, που αναφέρεται στα οικονομικά και τη λειτουργία των Κομμάτων. Πολλή συζήτηση έγινε για τη διαφάνεια στο πόθεν έσχες των Βουλευτών, αλλά και στα οικονομικά των κομμάτων. Η πρόταση να πάει ο έλεγχος σε Δικαστικό Σώμα, βάζοντας μάλιστα και την έννοια της βασικής χρηματοδότησης από το κράτος, μπορεί να μας οδηγήσει –ας το πω καθαρά- σε επικίνδυνες καταστάσεις, ανεξάρτητα από όποιες προθέσεις μπορεί να υπάρχουν.
Υπάρχουν φωνές και στα δύο Κόμματα, οι οποίες ζητούν να καταργηθεί εντελώς η χρηματοδότηση των Κομμάτων από τα μέλη τους, από τους οπαδούς τους. Αν περάσουν τέτοιες διατάξεις, ιδιαίτερα αν ο έλεγχος γίνεται από μία χειραγωγημένη Δικαιοσύνη, μπαίνει το ερώτημα, πού θα οδηγηθούμε, σε περιόδους όξυνσης. Μπορεί να οδηγηθούμε σε διώξεις των μη αρεστών Κομμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, εμείς λέμε ότι στηριζόμαστε στις συνδρομές και τις ενισχύσεις των μελών, των φίλων και των οπαδών μας. Αυτό το δικαίωμά μας δεν το απεμπολούμε, δεν παραιτούμαστε, δεν το εκχωρούμε. Από τα λαϊκά στρώματα αντλούμε τους βασικούς μας οικονομικούς πόρους. Η κρατική χρηματοδότηση είναι ένα ελάχιστο ποσοστό στα οικονομικά έσοδα του Κόμματός μας και, επομένως, αυτό το δικαίωμα δεν μπορούμε να το διαπραγματευτούμε.
Επαναλαμβάνω ότι όσο και αν φαίνεται κάπως λογικοφανής αυτή η διάταξη, στην πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε διώξεις μη αρεστών Κομμάτων, εμποδίζοντας την ελεύθερη δραστηριότητα.
Είμαστε αντίθετοι στις διατάξεις για την κατοχύρωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που θα έχουν σαν αποτέλεσμα την κατάργηση του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας, που ίσχυε μέχρι σήμερα. Κύριος στόχος είναι να βγάλουν από τη μέση τα εμπόδια, που έμπαιναν από το Συμβούλιο της Επικρατείας, για να ξεκαθαρίζονται γρήγορα οι όποιες εκκρεμότητες, ώστε να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις που, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να δυσκολεύουν τους επιχειρηματίες.
Είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 102 του Συντάγματος για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η αναθεώρηση του άρθρου 102 για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι αναθεώρηση, που θα ανοίξει το δρόμο, ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ακόμη περισσότερο το μακρύ χέρι του κράτους, να γίνει ο φορέας για την υλοποίηση πολιτικών, που θα οδηγήσουν στην ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση στους τομείς της Υγείας και της Πρόνοιας και σε άλλες κοινωνικές παροχές. Εκεί, άλλωστε, στοχεύουν και ο «Καποδίστριας ΙΙ» και η διοικητική αναδιάρθρωση της Χώρας, για την οποία είναι ταυτόσημες και οι θέσεις των δύο μεγάλων Κομμάτων.
Για να μην σας κουράζω περισσότερο, θα σας πω ότι είμαστε αντίθετοι στην παραπέρα ολοκλήρωση της άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, που αξιοποιεί τα προηγούμενα βήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Επαναλαμβάνω ότι οι βασικές διατάξεις των δύο μεγάλων Κομμάτων ήταν ταυτόσημες στη στρατηγική τους κατεύθυνση.
Η δική μας Πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος κινείται σε μία διαφορετική κατεύθυνση. Καταθέσαμε αναλυτικά και στην προηγούμενη Βουλή –βεβαίως δεν είχαμε τον απαιτούμενο αριθμό για να μπει σε ψηφοφορία- την πρότασή μας, η οποία παραμένει και σήμερα επίκαιρη. Είναι μία πρόταση, η οποία κινείται σε κατεύθυνση διεύρυνσης της λαϊκής κυριαρχίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, στην κατάργηση των διαφόρων συμφωνιών και συμβάσεων, που επιτρέπουν τον περιορισμό της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Χώρας μας.
Η δική μας πρόταση κινείται στην κατεύθυνση της διεύρυνσης των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και στη θεσμοθέτηση μέτρων για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όσο, εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι δυνατόν στις σημερινές συνθήκες και στη δημόσια διοίκηση.
Και κυρίως, το πιο βασικό είναι ότι η δική μας πρόταση αφήνει ανοιχτό το δρόμο για τις όποιες επιλογές θέλει να αποφασίσει ο Ελληνικός Λαός. Δεν μπορεί, με τέτοιου είδους περιορισμούς, να προκαταλαμβάνεται για το μέλλον -για παράδειγμα αναφέρω την συνταγματική κατοχύρωση της συμμετοχής της Χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση- η ελεύθερη θέληση του Λαού μας. Αυτό δεν είναι το Σύνταγμα, που θα θέλαμε.
Είναι προφανές ότι οι δικές μας προτάσεις δεν μπορούν να υλοποιηθούν, με αυτό το συσχετισμό δυνάμεων. Χρειάζεται ριζική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων. Δεν είναι προτάσεις οι οποίες μπορούν να υλοποιηθούν από Κεντροδεξιές και Κεντροαριστερές κυβερνήσεις, είτε μονοκομματικές, είτε στα πλαίσια συμμαχικών Κυβερνήσεων, σαν αυτές που γνωρίσαμε στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι προτάσεις, οι οποίες προϋποθέτουν ριζική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων, προτάσεις οι οποίες θα φέρουν τον Λαό στο επίκεντρο των εξελίξεων και θα αφήνουν ανοικτό το δρόμο για την κοινωνική προκοπή.
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αρθρα 14 παρ. 9, 17 παρ.1 και προσθήκη, 20 παρ. 1, 22 παρ. 1, 117 παρ. 7
Πριν αναφερθώ αναλυτικά στις διατάξεις αυτές, θα ήθελα να υπενθυμίσω δύο βασικές επισημάνσεις της εισήγησής μας επί της αρχής, αλλά και από την πρώτη στιγμή, που ανακινήθηκε ή, εν πάση περιπτώσει, τέθηκε το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος, δηλαδή ότι στις προτάσεις οι οποίες είχαν κατατεθεί από τα δύο μεγάλα κόμματα, κατά βάσιν, υπήρχαν προτάσεις οι οποίες μας πήγαιναν προς τα πίσω. Στην πρώτη ενότητα υπάρχουν τέτοιες προτάσεις και θα αναφερθώ αναλυτικά σε αυτές. Όπως επίσης, υπήρχαν ορισμένες προτάσεις, οι οποίες ήθελαν, βέβαια, να δείξουν ένα πρόσωπο κοινωνικής ευαισθησίας, ένα πρόσωπο ευαισθησίας απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα, στα δημοκρατικά δικαιώματα, στις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, ενώ στην πράξη συνέβαινε, ακριβώς, το αντίθετο. Υπενθυμίζω αυτές τις δύο βασικές μας παρατηρήσεις γιατί θα βοηθήσουν να φανεί καλύτερα και η τοποθέτησή μας πάνω στα συγκεκριμένα άρθρα, τα οποία συζητάμε.
Έρχομαι τώρα στο άρθρο 14, παράγραφος 9. Θυμόμαστε όλοι ότι στην προηγούμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των Κομμάτων έγινε η προσθήκη της παραγράφου 9 και μπήκαν οι διατάξεις για τον βασικό μέτοχο. Θυμίζω ακόμη –όλοι μας βεβαίως το θυμόμαστε και είναι γνωστό- ότι κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου, που ακολούθησε, τέθηκε το θέμα της συμβατότητας αυτών των διατάξεων όσον αφορά το Κοινοτικό Δίκαιο. Υπήρχαν πολιτικά Κόμματα, τα οποία ευθέως έθεταν το ζήτημα –αναφέρομαι πιο συγκεκριμένα στο ΠΑ.ΣΟ.Κ.- ότι οι διατάξεις αυτές έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το Κοινοτικό Δίκαιο, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ελευθερίας δράσης των μεγάλων επιχειρήσεων –του κεφαλαίου λέμε εμείς- και συνεπώς είναι προτάσεις αντισυνταγματικές. Και είδαμε, όλοι μας, τί ακολούθησε, μετά τον νόμο, που ψηφίστηκε –αναφέρομαι στο νόμο που ψηφίστηκε επί Νέας Δημοκρατίας- ο οποίος αρχικά μεν επιχειρούσε να βάλει κάποιους περιορισμούς, αν και δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ριζικά αυτό το πρόβλημα.
Ο νόμος έθετε κάποιους περιορισμούς και δυσκόλευε αυτή την κατάσταση, η οποία υπήρχε. Δυσκόλευε, να το πω έτσι, ιδιοκτήτες Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης να είναι ταυτόχρονα και εργολάβοι σε αυτού του είδους τη διαπλοκή.
Γνωστό, επίσης, είναι και το τί ακολούθησε όσον αφορά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι ο νόμος αυτός έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες και είχαμε στη συνέχεια, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο μεγάλων Κομμάτων και της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., την ευθεία υπαναχώρηση, ουσιαστικά την αναγόρευση της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου απέναντι στο Σύνταγμά μας, με την προσαρμογή που έγινε απέναντι στο Κοινοτικό Δίκαιο.
Βεβαίως, δεν διακηρύχθηκε ως υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου απέναντι στο Ελληνικό Σύνταγμα. Βρέθηκε η νομική φόρμουλα, έτσι ώστε να περάσουν αυτές οι διατάξεις, να περάσει η ουσία αυτής της τοποθέτησης, που ήταν στο πλαίσιο της προσαρμογής στο Κοινοτικό Δίκαιο.
Έμπαινε τότε το εξής ζήτημα: Δεν πρέπει να προσαρμοστούμε οικειοθελώς στους κανόνες του Κοινοτικού Δικαίου; Και στο όνομα της προσαρμογής στους κανόνες του Κοινοτικού Δικαίου ακολούθησε η δεύτερη νομοθετική ρύθμιση, η οποία όχι μόνο εξάλειψε τις όποιες θετικές διατάξεις, οι οποίες υπήρχαν, αλλά ουσιαστικά άφησε πλήρη ασυδοσία.
Αυτές ακριβώς, τις διατάξεις, αυτή ακριβώς την αλλαγή έρχεται κατά τη γνώμη μας να θεσμοθετήσει και η αναθεώρηση της παραγράφου 9 του άρθρου 14. Ουσιαστικά, έρχεται να νομιμοποιήσει την αντισυνταγματικότητα των νόμων, που ψηφίστηκαν και όσον αφορά το ασυμβίβαστο, αλλά και όσον αφορά τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Αυτά ακριβώς, τα εμπόδια εξυπηρετεί η πρόταση αναθεώρησης που γίνεται από τη Νέα Δημοκρατία, όσον αφορά στην παράγραφο 9 του άρθρου 14.
Δεν θα σταθώ στα υπόλοιπα ζητήματα, τα οποία αναφέρονται στην πρότασή της, όσον αφορά το συγκεκριμένο άρθρο, ότι δηλαδή με τους κανόνες του υγιούς και ελεύθερου ανταγωνισμού θα προστατευθεί το δικαίωμα της διαφάνειας και της πολυφωνίας στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Δεν ζούμε σε άλλον κόσμο. Στην Ελλάδα ζούμε, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζούμε, σε μια περιοχή όπου –εν πάση περιπτώσει- κυριαρχείται από τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού. Δεν το βλέπουμε το αποτέλεσμα;
Δεν βλέπουμε ότι όσο πιο πολύ εισχωρεί η επιχειρηματική δραστηριότητα στους τομείς αυτούς, όσο περισσότερο μονοπωλούνται, ιδιαίτερα, τα μεγάλα ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης από τις μεγάλες επιχειρήσεις, τόσο περισσότερο οδηγούμαστε στην υποβάθμιση της ποιότητας σε εκπομπές και σε προγράμματα, τα οποία είναι –με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και επιεικώς- απαράδεκτα, υποτιμούν την νοημοσύνη του κόσμου, οδηγούν προς τα κάτω, εν πάση περιπτώσει, την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά, αλλά ταυτόχρονα –και το πιο βασικό- ότι όσο μπαίνει η επιχειρηματική δραστηριότητα στους χώρους αυτούς, τόσο περισσότερο περιορίζεται το δικαίωμα στην ενημέρωση;
Είναι χαρακτηριστικές όχι μόνο οι συζητήσεις, αλλά και τα στοιχεία, τα οποία έρχονται στο φως της δημοσιότητας, αλλά και η κατάσταση την οποία βλέπουμε σήμερα! Για ποια πολυφωνία μιλάμε; Συζητάμε για την ισότιμη μεταχείριση, για το δικαίωμα της ισότιμης προβολής όλων των απόψεων, όλων των Κομμάτων!
Και η απάντησή τους, ποιά είναι; Οι όποιες ρυθμίσεις γίνονται –που απέχουν από την ισότιμη μεταχείριση- αφορούν στενά στην προεκλογική περίοδο των είκοσι ημερών. Στο υπόλοιπο διάστημα, τί γίνεται; Επαναλαμβάνω ότι και εκεί, στις είκοσι ημέρες, πάλι δεν υπάρχει ισότιμη μεταχείριση. Πάλι ο βασικός κανόνας, που κυριαρχεί είναι η αρχή της αναλογικότητας, όσον αφορά στην παρουσίαση των θέσεων των Κομμάτων. Στο υπόλοιπο διάστημα της τετραετίας, τί γίνεται;
Το Κόμμα μας κυριολεκτικά έχει αφανιστεί, έχει εξαφανιστεί από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης! Ιδιαίτερα μετά τις εκλογές, η προβολή την οποία έχουμε στα κεντρικά δελτία ειδήσεων αλλά και στα πάνελ, τα οποία διοργανώνονται, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, της τάξεως του 2%-3%, ενώ το Κόμμα μας –όπως είναι γνωστό- στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές είχε λάβει πάνω από 8%. Για ποια, λοιπόν, πολυφωνία μιλάμε; Νομίζω ότι αυτές οι διατάξεις, αυτές οι διακηρύξεις είναι καθαρή υποκρισία και τίποτα περισσότερο.
Βεβαίως, όσο τα μεγάλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ιδιαίτερα τα ηλεκτρονικά, με την επιρροή την οποία μπορεί να ασκούν στη διαμόρφωση συνειδήσεων και καταστάσεων –γιατί κυρίαρχα δεν είναι- όσο θα ανήκουν στους μεγαλοεπιχειρηματίες, ριζικές αλλαγές δεν μπορεί να γίνουν. Τα συμφέροντά τους θα κοιτάξουν οι άνθρωποι να προασπίσουν. Και δεν αναφέρομαι στα στενά ατομικά ή στα επιχειρηματικά συμφέροντα του κάθε ιδιοκτήτη. Αναφέρομαι και στα συνολικότερα συμφέροντα της τάξης, που εκπροσωπούν. Έκαναν και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να πολεμήσουν τη διάδοση απόψεων, οι οποίες αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Γι’ αυτό, ακριβώς και επιβάλλουν και την τακτική της φίμωσης απέναντι στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, αλλά και απέναντι, στους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς αγώνες, απέναντι στους αγώνες του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος. Οι κινητοποιήσεις δεν προβάλλονται καθόλου. Διαδηλώσεις με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους δεν προβάλλονται καθόλου! Αυτή είναι η κατάσταση, η οποία σήμερα διαμορφώνεται, θα γίνεται όλο και χειρότερη, όσο θα μονοπωλείται αυτός ο κλάδος, όσο περισσότερο θα παραδίδεται στα χέρια αυτά.
Ακόμα και στοιχειώδεις ριζικές αλλαγές μπορούν να γίνουν όσο οι συχνότητες θα γίνονται αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας; Ριζική λύση, φυσικά, δεν μπορεί να δοθεί. Εμείς θεωρούμε ότι οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, και στοιχειώδη μέτρα προστασίας, όσον αφορά την αντιμετώπιση αυτής της αυθαιρεσίας, όσον αφορά την αντιμετώπιση του απαράδεκτου αυτού αποκλεισμού, αυτά, που θα μπορούσαν στο ελάχιστον να ληφθούν, δεν λαμβάνονται! Δεν υπάρχει πολιτική βούληση και από τη σημερινή και από τις προηγούμενες Κυβερνήσεις να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα αυτά. Είμαστε, λοιπόν, αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 14 παράγραφος 9.
Ως προς την αναθεώρηση του άρθρου 17 για τη συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, θεωρούμε -και εν πάση περιπτώσει, είναι μια γενικότερη εκτίμηση- ότι υπάρχει μια επαρκής κατοχύρωση μέσα από τη νομοθεσία. Το ερώτημα είναι το εξής: Ποιά η ανάγκη να πάμε και σε συνταγματική κατοχύρωση της πνευματικής ιδιοκτησίας; Να το βάλω αλλιώς το ερώτημα, γιατί μπορεί να ακουστεί ο αντίλογος ότι δεν πρέπει να προστατευθούν τα δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών, των καλλιτεχνών.
Αυτός είναι ο στόχος της αναθεώρησης του άρθρου 17; Αν αυτός ήταν ο στόχος, γιατί δεν γινόταν δεκαετίες ολόκληρες, για να μην αναφερθώ σε προηγούμενες εποχές; Δεν είναι, όμως, αυτό. Το κύριο, που όλοι μας το ξέρουμε και που κυριαρχεί είναι το πώς θα προστατεύσουν, το πώς θα κατοχυρώσουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν διεισδύσει και έχουν μονοπωλήσει το χώρο αυτό, τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Θυμίζω τις αντιπαραθέσεις, οι οποίες γίνονται και τις διαμάχες και τους ανταγωνισμούς, που αναπτύσσονται και σε παγκόσμιο επίπεδο. Να θυμίσω και κάτι άλλο χαρακτηριστικό; Στις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90, όταν οι αμερικάνικες επιχειρήσεις στον τομέα των οπτικοακουστικών Μέσων Ενημέρωσης ήθελαν να κυριαρχήσουν στο χώρο, τότε άφηναν ελεύθερη τη χρήση των υποπροϊόντων, τα οποία παρήγαγαν και διοχέτευαν στην αγορά, έτσι ώστε να υποσκάψουν και να καταφέρουν πλήγματα στην αντίστοιχη δραστηριότητα στην Ευρώπη. Όταν, βεβαίως, κυριάρχησαν στο χώρο αυτό, τότε ακολούθησε το επόμενο βήμα τους, η απαίτηση για την ενίσχυση της κατοχύρωσης των λεγόμενων πνευματικών δικαιωμάτων. Εκεί είναι, κατά τη γνώμη μας, η ουσία. Εν πάση περιπτώσει, σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι το θέμα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί νομοθετικά. Κανένας δεν μας εμποδίζει, αν υπάρχουν κενά ή παραλείψεις για την κατοχύρωση των δημιουργών – αναφέρομαι στους καλλιτέχνες, στους πνευματικούς δημιουργούς- να τα συζητήσουμε, να τα εξετάσουμε. Αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν με νομοθετική ρύθμιση. Δεν χρειάζεται να πάμε σε συνταγματική ρύθμιση.
Μια και αναφερόμαστε στο άρθρο αυτό, μας βρίσκει, επίσης, αντίθετους η επέκταση των διατάξεων, όσον αφορά στην αναγκαστική απαλλοτρίωση και στην πολεοδομική νομοθεσία, ουσιαστικά στους δήμους και τις κοινότητες.
Υπάρχει πρόβλημα; Βεβαίως, υπάρχει πρόβλημα, γιατί ορισμένες φορές –γνωστό σε όλους- μπορεί να οδηγούμαστε σε χρονοβόρες διαδικασίες, με ό,τι βεβαίως, αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Όμως, οι αιτίες του προβλήματος αυτού πού βρίσκονται; Βρίσκονται στον οικονομικό «στραγγαλισμό» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στο ότι δεν δίνονται τα απαραίτητα κονδύλια, έτσι ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν στην υλοποίηση αυτών των αποφάσεων, οι οποίες είναι αναγκαίες για να ανακουφιστούν οι κάτοικοι των πόλεων, για να εξευρεθούν οι κατάλληλοι χώροι για τις διάφορες χρήσεις, που προορίζονται.
Τις προηγούμενες δεκαετίες του ‘50, του ‘60, του ‘70 οι δήμοι τότε, για να βρουν λεφτά, αναγκάστηκαν να πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν από την ακίνητη περιουσία τους. Αυτό έγινε. Πωλούσαν, για να βρουν χρήματα. Σήμερα, που χρειάζονται ελεύθερους χώρους για να αναπτύξουν μια σειρά από δραστηριότητες, δεν έχουν τέτοιους χώρους και όταν, εν πάση περιπτώσει, είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν στις απαλλοτριώσεις, τότε και πάλι βρίσκουν κλειστή τη στρόφιγγα. Δεν υπάρχουν τα χρήματα, παρακρατούνται οι πόροι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και όχι μόνο παρακρατούνται, αλλά προωθούνται και πολιτικές, οι οποίες θέλουν να τη μετατρέψουν ακόμη περισσότερο στο «μακρύ χέρι» του κράτους, να μπορούν να επιβάλουν, και αυτοτελείς φόρους, χωρίς να περιορίζονται στενά στα ανταποδοτικά τέλη, τα οποία προβλέπονταν και είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν μέχρι σήμερα. Εκεί προσβλέπει η πρόταση και της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που είναι κοινή, όσον αφορά στις αλλαγές στο άρθρο περί Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Επομένως, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος όσον αφορά στην αναγκαστική απαλλοτρίωση, η λύση βρίσκεται αλλού: Το θέμα δεν αντιμετωπίζεται όσο δεν λύνεται το πρόβλημα της ιδιοκτησίας, που, κατά τη γνώμη μας, είναι επίκαιρο. Αλλά χρειάζεται άλλη εξουσία και άλλους συσχετισμούς για να λυθεί, άλλο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα. Η λύση βρίσκεται στην ενίσχυση των πόρων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για να μπορεί να επιτελέσει αυτό το έργο της.
Κοινωνική συνοχή: Έχουμε την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση του άρθρου 22 -αν δεν απατώμαι- και έχουμε την πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για το ελάχιστο εγγυημένο, όπως λέει, επίπεδο διαβίωσης. Παρόμοιες είναι οι προτάσεις τους. Το ερώτημα, το οποίο μπαίνει, είναι το εξής: Καλά, εμπόδιζε κανείς τόσα χρόνια τις Κυβερνήσεις που κυβέρνησαν την Χώρα μας να πάρουν μέτρα ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων; Δεν μπορούσαν να στηρίξουν το εισόδημα των εργαζομένων, το εισόδημα του αγρότη, του βιοπαλαιστή, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ανθρώπινες συντάξεις, αλλά τους εμπόδιζε η έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης; Όχι, βέβαια.
Αντίθετα, οι πολιτικές τις οποίες ακολούθησαν οι κυβερνήσεις –και η σημερινή και οι προηγούμενες- ήταν πολιτικές που έπαιρναν από τους πολλούς για να δώσουν στους λίγους. Ήταν πολιτικές που όξυναν, που συσσώρευαν νέα προβλήματα, με τη λιτότητα, με την ανεργία, με την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων. Αυτά, ακριβώς, ήταν τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών.
Επομένως, δεν είναι θέμα έλλειψης διάταξης. Είναι θέμα καθαρό ταξικό, είναι θέμα του ποιά πολιτική, ποια συμφέροντα θέλει να υπηρετήσει η εκάστοτε Κυβέρνηση. Όσο θα ακολουθούνται οι πολιτικές με τον σημερινό συσχετισμό, είτε με τη μια είτε με την άλλη Κυβέρνηση, είτε με κεντροδεξιές είτε με κεντροαριστερές Κυβερνήσεις, πολιτικές που υπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα πλατιά λαϊκά σώματα θα συσσωρεύονται, θα αναπαράγονται και θα διευρύνονται σε ολοένα και μεγαλύτερη έκταση. Νέα στρώματα θα κατρακυλούν στα επίπεδα της φτώχειας, θα μπαίνουν στη ζώνη της φτώχειας, αλλά και τα προβλήματα των υπολοίπων στρωμάτων θα οξύνονται.
Με την ευκαιρία, θα ήθελα, να υπενθυμίσω και κάτι άλλο. Πότε άνοιξε αυτή η περίφημη συζήτηση για τα ελάχιστα εγγυημένα εισοδήματα διαβίωσης; Αυτή η συζήτηση άνοιξε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει ή, καλύτερα, να επιχειρήσει να ελέγξει τις καταστάσεις, ώστε να μην βρεθεί μπροστά σε απρόοπτες εξελίξεις. Αυτή είναι η πρόθεσή τους και όχι, βεβαίως, κάτι άλλο και γι’ αυτό το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος είναι αντίθετο. Διαφορετικά, εάν η πρόθεσή τους ήταν να στηρίξουν το εισόδημα των εργαζομένων, θα είχαν αποδεχθεί προτάσεις, όπως αυτές, που κατέθεσε, επανειλημμένα, το Κόμμα μας. Καταθέσαμε και πρόταση νόμου για την ανακούφιση των ανέργων με την επιδότησή τους, για όσο διαρκεί η ανεργία. Εμείς δεν μιλάμε για αυτά τα επιδόματα που είναι επιδόματα-ψίχουλα. Μιλάμε για επιδόματα, που εξασφαλίζουν τις σύγχρονες ανάγκες, με βάση μισθούς 1.400 ευρώ και άρα, επίδομα ανέργων 1.120 ευρώ. Μιλάμε για κατώτερες συντάξεις στα 1.120 ευρώ, για άμεσο διπλασιασμό των αγροτικών συντάξεων. Οι προτάσεις αυτές, όμως, σκοντάφτουν στην πολιτική βούληση και στον συσχετισμό των δυνάμεων.
Για να κλείσω αυτό το κεφάλαιο, θα ήθελα να επισημάνω μόνο το εξής, ως τελευταίο ζήτημα. Κάτω από το πρόσχημα της εξασφάλισης του ελάχιστα εγγυημένου εισοδήματος, κάτω από το πρόσχημα της εξασφάλισης του ελάχιστα εγγυημένου επιπέδου διαβίωσης, θα έχουμε μια γενική ανατροπή, μια πολιτική, η οποία θα συμπαρασύρει προς τα κάτω τα εισοδήματα, τις αμοιβές των λαϊκών στρωμάτων. Αυτούς, ακριβώς, τους στόχους έρχονται να διευκολύνουν τέτοιου είδους διατάξεις. Για παράδειγμα, είναι γνωστές οι συστάσεις, που απευθύνουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Ο.Ο.Σ.Α. στις κατά καιρούς επιθεωρήσεις που κάνουν στη χώρα μας. Τί ζητούν; Η μόνιμη επωδός των τελευταίων χρόνων είναι να καταργηθούν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δηλαδή να καταργηθούν οι συλλογικές συμβάσεις, που προστατεύουν τα ελάχιστα επίπεδα των μισθών και των ημερομισθίων. Να, ποιος είναι ο καημός του μεγάλου κεφαλαίου, των μεγάλων επιχειρήσεων.
Με αυτήν την ευκαιρία θα ήθελα να πω και κάτι άλλο: Πέραν από το ότι το πρόβλημα της φτώχειας, της εξαθλίωσης, δεν αντιμετωπίζεται ακόμη και αν θεσμοθετηθούν τέτοιες διατάξεις για την εξασφάλιση του ελάχιστα εγγυημένου εισοδήματος ή της κοινωνικής συνοχής, υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής που προτείνει η Νέα Δημοκρατία μπορεί να αποτελέσει το πρόσχημα, έτσι ώστε να δρομολογηθούν καινούρια μέτρα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Κάτω από το πρόσχημα ότι αυτή η απεργία ή ετούτη ή εκείνη θίγουν την κοινωνική συνοχή, ότι οι αγώνες των εργαζομένων τινάζουν στον αέρα την κοινωνική συνοχή, μπορεί να έχουμε τη θεσμοθέτηση νέων μέτρων προς την κατεύθυνση καταστολής του λαϊκού κινήματος. Δεν συμφωνούμε, λοιπόν, με αυτήν την πρόταση. Στο κεφάλαιο αυτό έχουμε και εμείς προτάσεις αναθεώρησης. Βεβαίως, δεν έχουμε τον απαιτούμενο από το Σύνταγμα ελάχιστο αριθμό για να μπουν σε συζήτηση, αλλά υπενθυμίζω επιγραμματικά τις διατάξεις, των οποίων, κατά τη γνώμη μας, είναι επιτακτικά αναγκαία η αναθεώρησή τους.
Αναφέρομαι στην κατάργηση των περιορισμών στα συνδικαλιστικά και πολιτικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων. Γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν τέτοιοι περιορισμοί. Αναφέρομαι στην κατάργηση των περιορισμών στη συνδικαλιστική δραστηριότητα των Δικαστών και των Σωμάτων Ασφαλείας. Είναι απαράδεκτο να συνεχίζεται αυτό το καθεστώς, αυτές οι απαγορεύσεις, αυτοί οι περιορισμοί, που έχουν ως αποτέλεσμα οι δικαστές, όταν θέλουν κάτι να διεκδικήσουν, για να μπορέσουν να οργανώσουν κάποια κινητοποίηση, να αναγκάζονται να προκηρύξουν Γενική Συνέλευση, γιατί διαφορετικά, εάν την ονομάσουν απεργία ή οπωσδήποτε αλλιώς, έρχονται σε αντίθεση με την υφιστάμενη νομοθεσία. Πρέπει να καταργηθούν αυτοί οι περιορισμοί, πρέπει να διευρυνθούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και στα Σώματα αυτά.
Επίσης, πρέπει να διευρυνθούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και στα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και για τους στρατευμένους, με την ελευθερία δημιουργίας επιτροπών, έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της καθημερινότητας, τα οποία παρουσιάζονται κατά τη στράτευσή τους. Θα ήθελα, να προσθέσω επιγραμματικά ότι, σε αυτό το κεφάλαιο, εάν μπορούσε να γίνει αναθεώρηση προς θετική κατεύθυνση, όπως θα λέγαμε εμείς, θα αναφέραμε την κατάργηση της προσθήκης, που έγινε στην τελευταία Αναθεώρηση, στο άρθρο 25 με την εισαγωγή της έννοιας της αναλογικότητας η οποία, όσο εύηχα και αν ακούγεται, όσο και αν φαίνεται λογικοφανής, μπορεί εξ ίσου να οδηγήσει σε αντιδραστικές λύσεις, γιατί κάτω από το πρόσχημα της αναλογικότητας, της διακύβευσης ακόμη μεγαλύτερων συμφερόντων, μπορούν να χτυπηθούν και να αφαιρεθούν εργατικά δικαιώματα και συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Ένα τελευταίο, που θα αναφέραμε, είναι η απάλειψη διατάξεων που μπήκαν με την τελευταία Αναθεώρηση, με τις οποίες «χαλάρωσε» η απόλυτη προστασία, που υπήρχε μέχρι τότε, όσον αφορά στην προσωπική ζωή και το απόρρητο. Αναφέρομαι στο άρθρο 9 και σε άλλες διατάξεις. Με τους αστερίσκους και τις ρήτρες, οι οποίες μπήκαν, είναι γνωστό ότι άνοιξε ο δρόμος, για να «νομιμοποιηθεί» ο νόμος, που επέτρεπε το ηλεκτρονικό φακέλωμα, τη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και μια σειρά από άλλες αντιδημοκρατικές διατάξεις.
Μας βρίσκει αντίθετους και η αναθεώρηση του άρθρου, που αναφέρεται στην προσωρινή δικαστική προστασία. Θεωρούμε ότι η ισχύουσα διάταξη, σήμερα, είναι επαρκής. Η νομοθετική ρύθμιση, μπορεί να λύσει το ζήτημα αυτό. Δεν χρειάζεται να πάμε σε συνταγματική αναθεώρηση του σχετικού άρθρου.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αρθρο 16 παρ. 1,5,6,7,8 και Προσθήκη
Η εξέταση του θέματος, όντως, έχει ενδιαφέρον, έστω και αν η αναθεώρηση του άρθρου 16, κάτω από την παρέμβαση του φοιτητικού και του λαϊκού κινήματος του προηγούμενου χρόνου, έχει φράξει το δρόμο στην αναθεώρησή του, σε μια κατεύθυνση, που θα άνοιγε το δρόμο για την παραπέρα ενίσχυση της εμπορευματοποίησης της παιδείας.
Γιατί, κακά τα ψέματα, οι κινητοποιήσεις της προηγούμενης χρονιάς, οι κινητοποιήσεις των φοιτητών, των σπουδαστών, των εκπαιδευτικών και του λαϊκού παράγοντα, ήταν αυτές που ανάγκασαν σε τελευταία ανάλυση και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην αναδίπλωση την οποία έκανε, δεδομένου ότι στην αφετηρία και η δική του πρόταση προέβλεπε την αναθεώρηση του άρθρου 16, στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας.
Το θέμα της παιδείας είναι από τα κορυφαία ζητήματα. Και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας από την πρώτη στιγμή, από την ίδρυσή του ακόμα, επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στο ζήτημα αυτό. Επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στο ζήτημα της παιδείας, από μία οπτική γωνία που είχε την εξής αφετηριακή θέση: Η γνώση είναι δύναμη. Και ένα κόμμα το οποίο πάλευε για ριζοσπαστικές αλλαγές, ένα κόμμα, το οποίο ποτέ δεν έκρυψε τους στόχους του για μία κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για μία κοινωνία, όπου ο πλούτος θα ανήκει σε αυτούς που τον παράγουν, για μία κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής θα είναι κοινωνική ιδιοκτησία, δεν θα μπορούσε να έκανε διαφορετικά, εάν δεν αναδείκνυε το θέμα της παιδείας στο κέντρο της προσοχής του.
Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίοι διανοητές της δεκαετίας του ’20, του ’30, του ’40, αλλά και μεταγενέστερα, συντόνισαν το βήμα τους, τη δράση τους, με τους αγώνες και τη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Και αναφέρομαι στο Δημήτρη Γληνό, στη Ρόζα Ομηρόλη, στην Έλλη Αλεξίου και μία σειρά άλλους επώνυμους, αλλά και λιγότερο γνωστούς στο ευρύτερο κοινό, διανοητές εκπαιδευτικούς.
Ως προς την αναθεώρηση του άρθρου 16, ταυτόσημη, στην κατεύθυνσή της, ήταν και η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας και η πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Βλέπω τώρα ότι και το ΛΑ.Ο.Σ., κινείται στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, μόνο που λέει τα πράγματα πιο ανοικτά. Ενώ τα δύο κόμματα μιλάνε για δήθεν μη κερδοσκοπικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, το ΛΑ.Ο.Σ. έρχεται ακόμα πιο ανοικτά και λέει να δοθούν σε ιδιώτες, ας εγκαταλείψουμε τα προσχήματα.
Τι σημαίνει μη κερδοσκοπικά; Σημαίνει ότι παύει, πλέον, η ανώτατη εκπαίδευση να είναι υποχρέωση του κράτους. Σημαίνει, πλέον, ότι ανοίγει ο δρόμος, ώστε η ανώτατη εκπαίδευση, με ακόμα πιο γρήγορους ρυθμούς στο μέλλον, να λειτουργήσει σαν εμπόρευμα.
Όπως στα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, είτε θα λειτουργούν με κέρδη είτε θα λειτουργούν χωρίς κέρδη - είναι αδιάφορο - για να μπορέσει κάποιος να απαιτήσει να σπουδάσει σε αυτά -παρακάτω θα πούμε τι ποιότητας εκπαίδευση μπορούν να προσφέρουν αυτά τα λεγόμενα ιδρύματα- θα είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τη μόρφωση, το ίδιο με τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ελεύθερης αγοράς, θα είναι υποχρεωμένος, να πληρώσει για την απόκτηση της γνώσης, για την απόκτηση της μόρφωσης και τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα θα εξακολουθήσουν να παραμένουν και να λειτουργούν με την προηγούμενη μορφή τους.
Με άλλα λόγια, οι κανόνες της αγοράς, οι κανόνες του ανταγωνισμού, οι κανόνες, που έχουν θεσμοθετηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που καθιέρωσε την πλήρη απελευθέρωση του κεφαλαίου σε όλους τους τομείς και τις δραστηριότητες, ελευθερία κίνησης, υπηρεσιών, εμπορευμάτων και εργατικού δυναμικού - ήταν οι τέσσερις κατευθυντήριες αρχές της Συμφωνίας του Μάαστριχτ, που δεν είναι κάποια αφηρημένη διακήρυξη, είναι διακηρύξεις οι οποίες συνοδεύονται και από μέτρα, που εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση αυτών των πολιτικών.
Στο όνομα, λοιπόν, του υγιούς ανταγωνισμού, στο όνομα της ελεύθερης αγοράς, στο όνομα του ελεύθερου και ισότιμου ανταγωνισμού, ουσιαστικά ανοίγει ο δρόμος, έτσι ώστε η μόρφωση να γίνει εμπόρευμα - ακριβό μάλιστα εμπόρευμα - που για να την αποκτήσει κάποιος, θα πρέπει να την ακριβοπληρώσει, ανεξάρτητα του εάν τα λαϊκά στρώματα θα πληρώνουν τον ιδιώτη επιχειρηματία, που θα εμφανίζεται με τη μορφή της μη κερδοσκοπικής επιχείρησης ή εάν θα πληρώνουν τον συλλογικό εκπρόσωπο του κεφαλαίου του κράτους.
Πάντως, τα θεμέλια της μόρφωσης, τα θεμέλια της δωρεάν παιδείας, όσα εν πάση περιπτώσει έχουν απομείνει, δυναμιτίζονται. Λέω, όσα έχουν απομείνει. Είναι γνωστοί οι προβληματισμοί, οι οποίοι αναδείχτηκαν το προηγούμενο διάστημα και είναι γνωστές οι προτάσεις, οι οποίες ακούστηκαν και από τα δύο μεγάλα κόμματα. Για παράδειγμα, η συζήτηση για το αν θα εξασφαλιστούν φτηνά φοιτητικά δάνεια ή οι προτάσεις, οι οποίες ακούστηκαν στο παρελθόν, αν δεν κάνω λάθος από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι οποίες μιλούσαν για την πριμοδότηση των σπουδαστών με κάποιες πιστωτικές μονάδες, οι οποίες θα τους συνοδεύουν και τις οποίες θα μπορούν να πάνε να τις ακουμπούν, να τις εξαγοράζουν, στο εκπαιδευτικό ίδρυμα της αρεσκείας τους. Έτσι, για να το πούμε απλά, σαν να πηγαίνεις στο σούπερ-μάρκετ και ουσιαστικά οι κανόνες, οι επιδοτήσεις, η ενίσχυση των δημοσίων πανεπιστημίων, να μεταφέρονται και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτό είναι το ένα ζήτημα.
Το δεύτερο ζήτημα τώρα: Χρησιμοποιήθηκε σαν πρόσχημα για την αλλαγή αυτή το επιχείρημα ότι «μα δεν βλέπετε πού οδηγήθηκε η δημόσια εκπαίδευση, δεν βλέπετε πού οδηγήθηκαν τα δημόσια πανεπιστήμια;» Το ερώτημα είναι ποιος τα οδήγησε, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην κατάσταση αυτή; Δεν ήσασταν εσείς αυτοί, που κυβερνούσατε τόσα χρόνια τον Τόπο; Δεν ήσασταν εσείς αυτοί, οι οποίοι δημιουργήσατε πανεπιστήμια και σχολές, χωρίς αντικείμενο γνώσης; Δεν είναι τα δύο μεγάλα Κόμματα, τα οποία είχαν τη διακυβέρνηση, τα οποία δημιούργησαν πανεπιστημιακές σχολές, που δεν είχαν εκπαιδευτικό προσωπικό, με τα απαραίτητα προσόντα να διδάξουν; Δεν ήταν τα δύο μεγάλα Κόμματα, τα οποία δημιούργησαν σχολές, που λειτούργησαν σε καθεστώς υποχρηματοδότησης, χωρίς να μπορούν να λειτουργήσουν ουσιαστικά; Δεν ήταν τα δύο μεγάλα Κόμματα, που, με την πολιτική τους και τις αποφάσεις τους, άνοιξαν τους δρόμους για τη διαπλοκή των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με επιχειρηματικά συμφέροντα, είτε με το πρόσχημα της έρευνας, είτε με διάφορους άλλους τρόπους;
Δεν ήταν τα δύο μεγάλα Κόμματα, που άφησαν τα κοινοτικά κονδύλια να χρησιμοποιηθούν σαν μηχανισμός, για την ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση των μεγάλων επιχειρήσεων μέσα στην ανώτατη εκπαίδευση; Δεν ήταν τα δύο μεγάλα Κόμματα, εν πάση περιπτώσει, που, με την πολιτική τους, οδήγησαν την κατάσταση εδώ;
Ας αφήσουμε πλέον τα προσχήματα. Όλη αυτή η συζήτηση, όλη η επίκληση για την κατάσταση των δημοσίων πανεπιστημίων, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το άλλοθι που αναζητούν, για να μπορέσουν να προωθηθούν ακόμα πιο ανεμπόδιστα οι πολιτικές, οι οποίες έχουν αποφασιστεί στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν την εξής κεντρική αρχή, την εξής κόκκινη κλωστή, η οποία διαπερνά όλους τους χώρους της παιδείας από την τριτοβάθμια μέχρι την πρωτοβάθμια. Ότι, δηλαδή, ο χώρος αυτός, πρέπει να συνδεθεί ακόμα περισσότερο με την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Αυτή είναι η κατευθυντήρια αρχή, η οποία διαπνέει την πολιτική, τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία έχουν συμφωνήσει τα δύο μεγάλα Κόμματα και η οποία υπαγορεύει αυτές τις πολιτικές, τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Θέλουν σήμερα, ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση, για να μπορέσουν να υποτάξουν την έρευνα για τους δικούς τους σκοπούς. Θέλουν ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση, για να μπορέσουν να την υποτάξουν, όχι στα στενά συμφέροντα απλώς του κάθε επιχειρηματία, αλλά και στα συνολικά συμφέροντα του κεφαλαίου. Θέλουν μεγαλύτερη διείσδυση, έτσι ώστε να μπορέσουν να χειραγωγήσουν ακόμα καλύτερα τη μόρφωση, τις συνειδήσεις της νεολαίας και κατ’ επέκταση, να κανονίσουν το περιεχόμενο και το είδος της μόρφωσης που παρέχεται. Και, δυστυχώς, με αυτά τα μέτρα, με αυτές τις πολιτικές, δεν ξεμπερδεύουμε, επειδή δεν πρόκειται να γίνει η αναθεώρηση του άρθρου 16.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, κρατάει ανοικτό το θέμα από την εξής σκοπιά, ότι αυτές οι πολιτικές προωθούνται με πολλούς τρόπους και, ήδη, ένα μεγάλο μέρος τους, έχει προωθηθεί με διάφορους τρόπους στο παρελθόν και στην ανώτατη εκπαίδευση, αλλά και στις άλλες βαθμίδες της παιδείας. Και αναφέρομαι και στον τελευταίο νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση, ο οποίος αφήνει ανοικτή την πόρτα για τη χρηματοδότηση πανεπιστημίων και συνεπώς προγραμμάτων από ιδιώτες, από επιχειρηματίες. Ερώτημα: Αλήθεια, γιατί θα έρθουν οι επιχειρηματίες, που παράγουν τα μεταλλαγμένα, να χρηματοδοτήσουν το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο; Για να βγουν οι καθηγητές, το εκπαιδευτικό προσωπικό και να πουν ότι ξέρετε τα μεταλλαγμένα είναι κίνδυνος-θάνατος για τη ζωή μας, για το περιβάλλον μας; Γιατί οι μεγαλοεπιχειρηματίες, αυτοί που παράγουν τα συμπληρώματα διατροφής, το γνωστό ντοπάρισμα, θα χρηματοδοτήσουν Ιατρικές Σχολές ή Γυμναστικές Ακαδημίες; Για να βγουν και να πουν ότι «ξέρετε αυτές οι ουσίες είναι ουσίες που σκοτώνουν τον άνθρωπο;» Όχι, βέβαια.
Θα τα χρηματοδοτήσουν με όρους και προϋποθέσεις, που θα επιβάλουν προγράμματα, που θα επιβάλουν στους εκπαιδευτικούς να διδάξουν αυτά που συμφέρουν στους κυρίους αυτούς επιχειρηματίες, που θα εμφανίζονται μάλιστα και με το φκιασίδωμα του μεγάλου δωρητή. Δεν είναι κορόιδα, να πάνε να πετάξουν τα λεφτά τους, για να διδαχθεί η αλήθεια.
Η αλήθεια, μας φέρνει στο νου ένα προφητικό έργο, το γνωστό σε πολλούς βιβλίο του Τζακ Λόντον, που γράφτηκε στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, πριν ακόμη και από την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Τζακ Λόντον, ζώντας στη μητρόπολη του καπιταλισμού και προβλέποντας τις εξελίξεις, έγραψε το εξής χαρακτηριστικό για έναν καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος είχε προσχωρήσει στις σοσιαλιστικές ιδέες. Τον κάλεσε τότε ο πρύτανης και του είπε ορθά-κοφτά: «Ή σταματάς ή διαφορετικά θα πρέπει να φύγεις από το πανεπιστήμιο. Οι χρηματοδότες, μας κλείνουν τις στρόφιγγες. Δεν μας αφήνουν περιθώρια άλλα.». Να, λοιπόν, σε ποιες καταστάσεις οδηγούμαστε.
Αρα, πάμε σε μια απολύτως χειραγωγημένη γνώση. Αυτός είναι ο στόχος. Και οι αλλαγές αυτές, δεν σταματάνε στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Οι αλλαγές αυτές, θα διατρέξουν συνολικά το χώρο της παιδείας -όπως ελέχθη από τον Γενικό Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας, από τη δική του σκοπιά πάντα, με την οποία είμαστε ριζικά αντίθετοι- και το χώρο της πρωτοβάθμιας και το χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Θα τη συμπαρασύρουν.
Οδηγούμαστε, σε παραπέρα εμπορευματοποίηση της παιδείας με διάφορους τρόπους. Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ήδη η προσχολική αγωγή πρέπει να πληρωθεί, για να μπορεί κάποιος να την αποκτήσει. Για να λειτουργήσουν οι παιδικοί σταθμοί, δόθηκαν στους δήμους, μπήκαν τα δίδακτρα, επιβλήθηκαν δημοτικοί φόροι, δημοτικά τέλη, για να αντληθούν πόροι να λειτουργήσουν. Προετοιμάζεται το επόμενο στάδιο, με την ανάθεση αρμοδιοτήτων, όσον αφορά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. «Καποδίστριας ΙΙ», νέα διοικητική δομή και νέα διοικητική διάρθρωση της χώρας. Σε αυτόν, ακριβώς, τον στόχο αποσκοπούν, στο να διευκολυνθούν τα βήματα, τα οποία θα μπορέσουν να προετοιμάσουν το έδαφος, ώστε να υλοποιηθούν αυτές οι πολιτικές.
Και δεν είναι μόνο ότι οδηγούμαστε σε εμπορευματοποίηση, δηλαδή πληρωμή για να μπορέσεις να μορφωθείς, όπως αγοράζουμε από το σούπερ μάρκετ το γάλα, το ψωμί και τα άλλα προϊόντα. Ανάλογα με το πορτοφόλι μας, θα μπορούμε να αγοράσουμε τη γνώση. Εδώ πάμε σε κατηγοριοποίηση, πλέον, των σχολείων με πολλούς τρόπους. Σε κατηγοριοποίηση, η οποία διαπερνά και τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Θυμίζω τις θέσεις των δύο μεγάλων Κομμάτων, για να σταθώ μόνο σ’ αυτές που είναι χαρακτηριστικές.
Μα να μη συνδυάσουμε - λέει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. - τα εκπαιδευτικά προγράμματα με τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας; Η Νέα Δημοκρατία κάπως αλλιώς το χειρίστηκε, με τα λεγόμενα ευέλικτα προγράμματα διδασκαλίας, τα οποία διασπούν τον ενιαίο χαρακτήρα της παιδείας. Δεν μαθαίνουν, πλέον, όλα τα Ελληνόπουλα, όλα τα παιδιά που πάνε στο σχολείο και τα παιδιά των μεταναστών τα ίδια πράγματα. Αλλά ανάλογα σε ποιά σχολεία θα φοιτούν, είναι και το περιεχόμενο της γνώσης που θα αποκτήσουν. Αλλες γνώσεις για τα πλουσιόπαιδα, άλλες γνώσεις για τα φτωχόπαιδα, από πόλη σε πόλη, από γειτονία σε γειτονιά, από χωριό σε χωριό.
Ανοίγει ο δρόμος, για την ακόμη μεγαλύτερη διασύνδεση των σχολείων με τους μεγάλους επιχειρηματίες. Και επαναλαμβάνω το ερώτημα: Γιατί θα χρηματοδοτήσουν οι επιχειρηματίες τα σχολεία, εάν οι εκπαιδευτικοί δεν θα είναι προσαρμοσμένοι στις απαιτήσεις τις δικές τους; Και δεν χρειάζεται να τους βάλουν καθαρά και ωμά τους όρους αυτούς και να υπογράψουν συμβόλαια. Όταν η πρόσληψη και η αμοιβή ενός κρέμεται από την επιχορήγηση του άλφα και βήτα επιχειρηματία, σπεύδει οικειοθελώς να προσαρμοστεί.
Πού οδηγούμαστε, λοιπόν, με αυτές τις αλλαγές; Σε μια απόλυτα χειραγωγημένη γνώση. Σε μια γνώση, η οποία αποκτάται σε ένα πανεπιστήμιο, σε μια εκπαίδευση πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, η οποία προσλαμβάνει ακόμη πιο ταξικό περιεχόμενο με τις πολιτικές, τις οποίες προωθείτε.
Η διαχωριστική γραμμή, σε ποιον ανήκουν τα μέσα παραγωγής, που καθορίζει και την πορεία του ανθρώπου, γίνεται ακόμη πιο έντονη, βάζει ακόμη πιο αποφασιστικά τη σφραγίδα της. Από τις ίδιες προϋποθέσεις θα ξεκινήσουν τα πλουσιόπαιδα - ας το πω έτσι - τα παιδιά των εύπορων οικογενειών, τα παιδιά, που είχαν τη δυνατότητα από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκαν, να ζήσουν σ΄ ένα διαφορετικό περιβάλλον, να έχουν μια διαφορετική στήριξη, μια διαφορετική ικανότητα; Από την ίδια αφετηρία θα ξεκινήσουν τα φτωχόπαιδα; Από την ίδια αφετηρία θα ξεκινήσουν τα παιδιά των οποίων, οι γονείς δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, τα παιδιά των οποίων, οι γονείς δεν έχουν ούτε και το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα της δουλειάς, για να μπορούν να θρέψουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους, για να μπορούν να φάνε ψωμί τα παιδιά τους; Όχι βέβαια.
Είναι διαφορετικές οι αφετηρίες. Κι αυτές οι αφετηρίες, γίνονται ακόμη πιο βαθιές, βάζουν ακόμη πιο έντονη τη σφραγίδα τους, με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις πολιτικές του κεφαλαίου. Κατηγοριοποίηση των σχολείων: Δείτε χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Κατηγοριοποίηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων: Δεν είμαστε εμείς αυτοί που υπερασπιστήκαμε και σιγοντάραμε τις κινητοποιήσεις –δεν θέλω να κάνω τον χαρακτηρισμό- για τα 500 ευρώ, που θα έλειπαν. Αντίθετα, βγήκαμε και είπαμε, για ποια πανεπιστήμια γίνεται λόγος. Δεν ήμασταν εμείς αυτοί, που βγήκαμε να υπερασπιστούμε τη θέση «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και πανεπιστήμιο». Βάλαμε το ζήτημα, για ποια πανεπιστήμια γίνεται λόγος. Όμως οδηγηθήκαμε στην κατηγοριοποίηση, όπως κατηγοριοποιημένα και μάλιστα με πολύ έντονο τρόπο, θα είναι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με τις διαδικασίες της Μπολόνια και τις άλλες συμφωνίες, που προωθούνται. Για παράδειγμα –επειδή έχει τεθεί το ερώτημα- να μην έχουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα το λόγο να αποφασίσουν, ποιούς φοιτητές θα δεχθούν; Βεβαίως ένα πανεπιστήμιο, μπορεί να βάλει όρους ότι εγώ θα δεχθώ τα «εικοσάρια» μονάχα –μια και μιλάτε για την αξιολόγηση- και θα βγάλει και καλούς επιστήμονες. Αλλα πανεπιστήμια, για να μπορέσουν να αγοράσουν μεγαλύτερη πελατεία –να το πω έτσι απλά, μια και με όρους αγοράς γίνεται η συζήτηση για την παιδεία- θα κατεβάσουν τη βάση τους, θα πουν ότι εμείς θα δεχθούμε και τα «δεκαπεντάρια». Αρα τι πανεπιστήμια θα είναι αυτά; Με τί προϋποθέσεις θα ανταγωνιστούν;
Μικρότερη χρηματοδότηση: Οι επιχειρηματίες, δεν θα επιχορηγήσουν φυσικά τις κατώτερες σχολές, θα συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον τους στις μεγάλες. Αρα οι φοιτητές που θα βγουν από τα πανεπιστήμια αυτά, δεν θα έχουν τα ίδια προσόντα, τα πτυχία τους, δεν θα έχουν την ίδια αξία με τα πτυχία των λεγόμενων αριστοκρατικών πανεπιστημιακών σχολών.
Κατηγοριοποίηση πανεπιστήμιων: Εκεί είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Αρα υποβάθμιση των πτυχίων. Αρα ακόμη πιο έντονη η σφραγίδα σε αυτές τις πολιτικές, που θέλουν τη μεγάλη μάζα των αποφοίτων, τη μεγάλη μάζα των πτυχιούχων, να είναι το φθηνό αυριανό εργατικό δυναμικό. Αυτή είναι η ουσία της πολιτικής. Αυτή θα είναι η κατάληξη, στην οποία οδηγούμαστε με τις πολιτικές οι οποίες έχουν σχεδιαστεί. Αυτή είναι η ουσία. Μήπως σήμερα, δεν πληρώνουν δίδακτρα στις περισσότερες σχολές για τα μεταπτυχιακά; Δεν πληρώνουν δίδακτρα για τα διδακτορικά - έστω με τη μορφή που λειτουργούν - και μάλιστα πανάκριβα δίδακτρα; Θα έχουμε τη μεγάλη μάζα των φοιτητών, που θα περιορίζεται στα πτυχία τα οποία θα είναι υποβαθμισμένα, θα έχουμε ένα μικρότερο ποσοστό, οι οποίοι θα μπορούν να φθάσουν και στο μεταπτυχιακό, το οποίο και αυτό σιγά-σιγά υποβαθμίζεται, για να περιοριστούμε σε ένα πολύ μικρό ποσοστό με το διδακτορικό δίπλωμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το περίφημο Ευρωσύνταγμα, προέβλεπε και κάτι χαρακτηριστικό. Δεν έκανε λόγο για δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Περιόριζε την υποχρέωση του κράτους για δωρεάν παιδεία, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτές, λοιπόν, οι συντονισμένες πολιτικές, οι οποίες προωθούνται είτε μέσα από την πολιτική της Μπολόνιας είτε μέσα από τις διάφορες πολιτικές και συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν ένα και μοναδικό στόχο, την εμπορευματοποίηση της παιδείας, τη μετατροπή της σε εμπόρευμα. Θα εντείνουν τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση. Γι’ αυτό το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, συγκεντρώνει την προσοχή του και θα κάνει ό,τι μπορεί, ώστε τα σχέδια αυτά να μην μπορέσουν να προχωρήσουν στην πράξη. Οι νόμοι που έχουν ψηφιστεί, να μην εφαρμοστούν. Με όρους κινήματος, οι φοιτητές, οι σπουδαστές, ο λαϊκός παράγοντας να παρέμβει, ώστε με τη θέληση της πλειοψηφίας του Λαού, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις, αυτοί οι νόμοι να καταργηθούν, στην πράξη να μην προωθηθούν.
Εμείς δεν κάνουμε πίσω, από τη σταθερή και αταλάντευτη θέση μας: Αποκλειστικά δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες. Δεν έχει νόημα να μιλάμε για δημόσια παιδεία ή για το αγαθό της παιδείας. «Δημόσια δωρεάν παιδεία», αυτή είναι η κόκκινη κλωστή: Κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στον χώρο της εκπαίδευσης.
Εν πάση περιπτώσει, το έχουμε πει και άλλες φορές και θα το ξαναπούμε ακόμα μία: Αρκετές δραστηριότητες και αρκετές σφαίρες της οικονομίας, μπορούν να έχουν οι επιχειρηματίες στη διάθεσή τους. Δεν συμφωνούμε με αυτές, παλεύουμε για την ανατροπή τους, αλλά δεν χρειάζεται επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο της παιδείας, στο χώρο της υγείας. Σταθερή, λοιπόν, και αδιαπραγμάτευτη θέση μας είναι, πριν από όλα, αποκλειστικά δημόσια δωρεάν παιδεία, με κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 16 συνολικά.
ΤΡΙΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αρθρα 29 παρ. 2, 57, 58,62 και 115 παρ. 6 και 7
Τα συγκεκριμένα άρθρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αφορούν σημαντικά ζητήματα. Αναφέρομαι και στα θέματα που σχετίζονται με τα οικονομικά των κομμάτων και στις ασυλίες και στο ασυμβίβαστο. Πολλή συζήτηση έχει γίνει -και δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε- που γίνεται συζήτηση γι’ αυτά τα θέματα. Πολλές φορές στο παρελθόν έχουμε γίνει μάρτυρες τέτοιων συζητήσεων με τη μία ή την άλλη αφορμή, ιδιαίτερα όσον αφορά στα οικονομικά των κομμάτων. Με διάφορες αφορμές, όταν ξεσπά η σκανδαλολογία, τα ζητήματα της διαπλοκής, της διαφάνειας έρχονται και επανέρχονται στην ημερήσια διάταξη.
Τι βλέπουμε όλα αυτά τα χρόνια; Ένα πράγμα: Ότι κάθε φορά παίρνονται μέτρα όχι μόνο στη χώρα μας –εγώ αναφέρομαι και σε επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού, αλλά και στην ίδια τη μητρόπολη του καπιταλισμού, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής- υποτίθεται για να χτυπηθεί η διαφθορά, για να χτυπηθεί η διαπλοκή, για να μπουν κανόνες στη διαφάνεια, αλλά κάθε φορά τα προβλήματα αυτά έρχονται και επανέρχονται με ολοένα και οξύτερη μορφή. Δεν είναι δική μας ρήση, είναι ρήση ενός από τους κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες των Ηνωμένων Πολιτειών, που έλεγε χαρακτηριστικά –μεταφέρω το πνεύμα της δήλωσης- ότι «όσο περισσότερα μέτρα παίρνουμε για το χτύπημα της διαφθοράς, άλλο τόσο ξαναγυρίζει πιο σοβαρό και πιο οξυμμένο το πρόβλημα».
Ποιά είναι η ουσία, όσον αφορά αυτά τα ζητήματα; Το φαινόμενο της διαπλοκής πού έχει το έδαφός του; Εδράζεται σε μία κατάσταση, σε συνθήκες, όπου η συγκέντρωση του πλούτου έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις, όταν έχουμε πρωτοφανή συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων. Η ζωή έδειξε ότι όσο συγκεντρώνεται στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων, τόσο πολλαπλασιάζονται και τα φαινόμενα σήψης και διαφθοράς, που είναι παράγωγα αυτού του συστήματος. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους χρηματισμούς κάτω από το τραπέζι, προκειμένου να ανατεθούν οι μελέτες, οι έρευνες, να διευρυνθεί η αγορά, αλλά αναφέρομαι σε πολλούς τρόπους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και νόμιμα πολλές φορές, για να μπορέσει να διευρυνθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα και τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων.
Αναφέρομαι στην ίδια την πολιτική, η οποία είναι πραγματικά προκλητικό να παίρνει από τους πολλούς για να δώσει στους λίγους. Είναι η πολιτική, η οποία κάνει την αφαίμαξη του μεροκάματου, του εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων, για να συγκεντρωθεί και να επιταχυνθεί η κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι αυτή η πολιτική, επαναλαμβάνω, η οποία εκτρέφει και τα φαινόμενα σήψης και διαφθοράς. Φυσικά, και οι επιχειρηματίες στηρίζουν τα Κόμματα, που με την πολιτική τους εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα, αλλά και τους εκπροσώπους τους.
Επομένως, όσο θα συνεχίζεται αυτή η κατάσταση, με άλλα λόγια όσο θα παραμένουν οι αιτίες που δρουν, το φαινόμενο της διαφθοράς δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ριζικά, όσα μέτρα και αν παρθούν, όσες επιτροπές και αν γίνουν. Χρησιμοποιείται το πρόβλημα της διαφάνειας των οικονομικών των Κομμάτων -εδώ θα ήθελα να εστιάσουμε την προσοχή μας γιατί στα άλλα μπορεί να συμφωνούμε μπορεί και να διαφωνούμε- για να μπουν κάποιοι περιορισμοί. Προς ποια κατεύθυνση; Αναφέρεται ότι, για να κόψουμε τη διαπλοκή από τους επιχειρηματίες, θα πρέπει να περιορίσουμε την ενίσχυση των Κομμάτων από την ιδιωτική χρηματοδότηση. Μα, θα βαφτίσουμε και τις συνδρομές των μελών, των φίλων, των οπαδών που δίνονται από το υστέρημά τους ιδιωτική χρηματοδότηση; Εμάς αυτή είναι η κύρια πηγή οικονομικών του Κόμματός μας, δεν είναι η κρατική χρηματοδότηση, η οποία για τα μικρότερα κόμματα είναι ένα αμελητέο –ας το πω έτσι- συνολικά ποσό. Η κύρια χρηματοδότηση είναι οι οικονομικές ενισχύσεις των μελών, των φίλων, των οπαδών και οι οικονομικές εξορμήσεις που κάνουμε κάθε χρόνο. Μάλιστα, για να πραγματοποιήσουμε αυτές τις οικονομικές εξορμήσεις, προσπαθούμε να βάλουμε σε κίνηση πολύ περισσότερο κόσμο, αξιοποιούμε τους φίλους και τους οπαδούς μέσα από το «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ», μέσα από τα άλλα έντυπα του Κόμματος, ηλεκτρονικά έντυπα και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, για να κάνουμε όσο πιο πλατιά γίνεται γνωστή αυτή τη δραστηριότητα, για να μπορέσουμε να συγκεντρώσουμε καλύτερους πόρους και να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα. Καλλιεργούμε την άμιλλα ανάμεσα στις οργανώσεις του Κόμματός μας. Αυτή είναι η πηγή χρηματοδότησης. Δηλαδή, τι κάνουμε τώρα; Θα έρθετε να μας περιορίσετε; Γιατί εκεί κατατείνουν οι προτάσεις που ακούγονται από τα δύο μεγάλα Κόμματα. Θα πάμε σε αυτούς τους περιορισμούς, που ρίχνονται σαν σκέψεις από τα δύο μεγάλα Κόμματα, προκειμένου να περιοριστεί η ιδιωτική χρηματοδότηση με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται στην ελεύθερη δραστηριότητα των Κομμάτων; Εάν αισθάνονται τα δύο μεγάλα Κόμματα ότι έχουν πρόβλημα με τη χρηματοδότησή τους, ας απευθυνθούν –εσωκομματική λειτουργία έχουν- στις ηγεσίες, για να ρυθμίσουν το ζήτημα, ώστε να μην υπάρχει αυτή η κατάσταση της ενίσχυσης από τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Γιατί θα πρέπει να πάμε σε νομοθεσία που θα απαγορεύει τη χρηματοδότηση; Μάλιστα, σε ορισμένες χώρες έχουμε δει καταστάσεις πρωτόγνωρες, ακόμα και η συνδρομή να κατατίθεται μέσω λογαριασμού τράπεζας.
Ποιά είναι η ανησυχία μας; Σε άλλες συνθήκες, επειδή ένα Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει άλλους πόρους για να στηριχθεί, για να κινηθεί -και όχι μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά και τα Κόμματα που αντιπαλεύουν τις κυρίαρχες δυνάμεις, που δεν έχουν άλλους πόρους να ενισχυθούν και να στηριχθούν- μπορεί τέτοιου είδους διατάξεις είτε να δημιουργήσουν προσχώματα στην ελεύθερη δραστηριότητά τους είτε σε συνθήκες πιο οξυμμένης πολιτικής αντιπαράθεσης να οδηγηθούμε ακόμα και σε καθεστώς διώξεων, ανεξάρτητα από τις προθέσεις όσων σήμερα καταθέτουν τέτοιου είδους προβληματισμούς. Το ζήσαμε στο παρελθόν, σε προηγούμενες δεκαετίες. Ζήσαμε και καταδίκες ακόμη και για την οικονομική εξόρμηση, όταν το Κόμμα μας ήταν στην παρανομία.
Επομένως, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μία τέτοια διάταξη, στην αναθεώρηση μιας τέτοιας διάταξης.
Επίσης, συναφές με αυτό είναι και το άλλο ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 29 του Συντάγματος, στο να τεθούν κανόνες για την ελεύθερη δραστηριότητα των Κομμάτων. Κοιτάξτε να δείτε, τα κόμματα είναι εθελοντικές οργανώσεις και λειτουργούν με τους κανόνες, τους οποίους αυτά θέτουν. Δεν μπορεί κανένα κράτος να παρέμβει και να θέσει κανόνες, δεν μπορεί κανένα κράτος να παρέμβει και να ελέγξει τη λειτουργία των Κομμάτων. Δικό τους θέμα είναι, υπόλογα είναι απέναντι στον ελληνικό λαό και ο ελληνικός λαός κρίνει, εάν αρέσει ή δεν αρέσει η πολιτική του κάθε Κόμματος. Πάντως, δεν μπορούμε να πάμε σε Κόμματα, ελεγχόμενα από τα δικαστήρια, ελεγχόμενα από κρατικούς μηχανισμούς, όσον αφορά στη λειτουργία τους με την προσθήκη της παραγράφου, που προτείνεται. Δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο αποδεκτό. Δηλαδή θα έρθουν τα δικαστήρια –ας πούμε το Συνταγματικό Δικαστήριο, ή δεν ξέρω πως αλλιώς μπορεί να ονομάζεται- για να κρίνουν, αν η πολιτική μας ανταποκρίνεται ή όχι στα συμφέροντα του Λαού; Θα έρθει ένα δικαστήριο, ή δεν ξέρω εγώ ποιο άλλο κρατικό όργανο, για να κρίνει, αν η δραστηριότητά μας και οι αποφάσεις μας συνάδουν με τα συμφέροντα του Ελληνικού Λαού ή εναρμονίζονται με τη νομοθεσία; Αύριο, μεθαύριο δεν ξέρω σε τί περιορισμούς μπορούμε να οδηγηθούμε, όσον αφορά και στην ελεύθερη δραστηριότητα. Οι απεργίες βγαίνουν παράνομες οι κινητοποιήσεις βγαίνουν παράνομες. Σε ποιες καταστάσεις θα οδηγηθούμε; Συνεπώς, καμμία παρέμβαση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, όσον αφορά στο ζήτημα της λειτουργίας των Κομμάτων. Αλλωστε και στο Σύνταγμα –αναφέρομαι στο Σύνταγμα του 1975 επειδή ήταν νωπές, ακόμη, στις μνήμες όλων των Κομμάτων οι περιπέτειες από την επτάχρονη δικτατορία- γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και στις τότε συνθήκες, η Αναθεωρητική Βουλή ήταν πολύ φειδωλή. Δεν προχώρησε καν. Απλώς κατοχύρωσε το δικαίωμα της ελεύθερης ύπαρξης των κομμάτων, της ελεύθερης δημιουργίας και δραστηριότητας των κομμάτων, χωρίς να βάλει καν οποιονδήποτε περιορισμό.
Θα μπορούσε να πει κάποιος πολλά, αναφερόμενος στα οικονομικά των Κομμάτων και των Βουλευτών. Πάρτε, για παράδειγμα, το θέμα των οικονομικών των Βουλευτών ή των κομμάτων. Εκλογικές δαπάνες. Έχουν μεγάλη δόση υποκρισίας οι συζητήσεις που γίνονται, όσον αφορά στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Τι λέμε; Να αντιμετωπιστούν –λέει- οι εκλογικές δαπάνες. Δεν ξέρουμε ότι το κάθε κόμμα, ο κάθε υποψήφιος Βουλευτής -και αναφέρομαι στους Βουλευτές των αστικών κομμάτων, γιατί στο δικό μας δεν έχουμε τέτοιου είδους ανταγωνισμούς- για να οργανώσει την προεκλογική του δραστηριότητα, δεν δραστηριοποιείται μόνο τις τελευταίες είκοσι μέρες της προεκλογικής περιόδου, αλλά πολλά χρόνια πιο μπροστά, για να μην πω ολόκληρη τετραετία; Ελέγχουμε τις εκλογικές δαπάνες, αλλά αφήνουμε στο απυρόβλητο τις υπόλοιπες δαπάνες. Και πώς ελέγχονται αυτές οι δαπάνες; Έχουμε τη γνώμη ότι οι διατάξεις, οι οποίες υπάρχουν, δεν πρέπει να αναθεωρηθούν, δεν πρέπει να πάνε προς το χειρότερο, δεν πρέπει να αναθέσουμε τον έλεγχο των οικονομικών των Κομμάτων ή των Βουλευτών σε οποιοδήποτε δικαστικό όργανο. Είναι προτιμότερο να ελέγχονται από Επιτροπή της Βουλής -και ας πάρουν την ευθύνη τα Κόμματα και ο κάθε Βουλευτής που συμμετέχει σε αυτήν την Επιτροπή- όπως είναι σήμερα. Σημειωτέον, ότι οι Επιτροπές Ελέγχου των Οικονομικών των Κομμάτων, μετά την τελευταία αναθεώρηση, έγιναν μεικτές και συμμετέχουν εκπρόσωποι και από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας. Είναι προτιμότερο, λοιπόν, η ευθύνη για τον έλεγχο να παραμείνει στα Κόμματα, στους Βουλευτές και ας πάρει και ο καθένας την ευθύνη, όταν είναι να επιβάλλει κυρώσεις, παρά να πάμε στην ανάθεση αυτής της αρμοδιότητας σε δικαστικά όργανα και μάλιστα σε μία δικαιοσύνη, η οποία χειραγωγήθηκε από την εκάστοτε Κυβέρνηση, με τον διορισμό της ηγεσίας της και με μία σειρά άλλους τρόπους. Είμαστε, λοιπόν, αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 29.
Όσον αφορά στο ασυμβίβαστο των βουλευτών, το είχαμε ξεκαθαρίσει από την πρώτη στιγμή, στην προηγούμενη αναθεώρηση της Βουλής και είχαμε αντιταχθεί σε αυτήν τη ρύθμιση, γιατί η ρύθμιση αυτή ουσιαστικά άνοιγε το δρόμο, όσο και αν φαίνονταν -ας το πω- εύλογη, λογικοφανής, εκσυγχρονιστική. Ουσιαστικά διευκόλυνε διεργασίες, ώστε να πάμε σε μια Βουλή ακόμη πιο αριστοκρατική. Ουσιαστικά, ποιούς έπληττε; Έπληττε τους Βουλευτές, οι οποίοι ζούσαν από την εργασία τους, επαγγελματίες, αγρότες και άλλους. Αφηνε, όμως, στο απυρόβλητο -και δεν υπήρχε τρόπος να τους ελέγξει- αυτούς τους Βουλευτές, οι οποίοι είχαν εισοδήματα από διάφορους άλλους πόρους, μετοχές -ανώνυμες είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία- ή από άλλες πηγές, εισοδήματα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά άνοιγε το δρόμο για ακόμη μεγαλύτερο εναγκαλισμό, ακόμη μεγαλύτερη διαπλοκή, με τα μεγάλα συμφέροντα. Αυτά, ακριβώς, παίρναμε υπόψη μας τότε και αντιταχθήκαμε στην αναθεώρηση του άρθρου 57.
Έχουμε τη γνώμη ότι δεν χρειάζονται τέτοιου είδους περιορισμοί. Υπάρχουν άλλοι περιορισμοί, οι οποίοι είναι επαρκείς. Αν υπάρχει ζήτημα, να το αντιμετωπίσουμε με νομοθετική ρύθμιση, όπως γινόταν και στο παρελθόν. Όπου, εν πάση περιπτώσει, κρίνουμε ότι η βουλευτική ιδιότητα, σε περιπτώσεις όπου συνδέεται με δημόσιες υπηρεσίες, με δημόσια λειτουργήματα κ.λπ., μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες είτε αθέμιτου ανταγωνισμού, είτε διαπλοκής, εδώ είμαστε να το αντιμετωπίσουμε με νομοθεσία. Δεν χρειάζεται να υπάρχει τέτοιου είδους συνταγματική απαγόρευση.
Η τελευταία διατύπωση της πρότασης για την αναθεώρηση του άρθρου 57 μου δημιουργεί ερωτηματικό. Η διατύπωση έχει ως εξής: «Καθώς, επίσης, να καθορίζονται προϋποθέσεις, υπό τις οποίες οι Βουλευτές μπορούν να ασκούν επάγγελμα». Αν περάσει μια τέτοια διατύπωση, μήπως πάμε ξανά, κατά κάποιο τρόπο, να γίνεται κανόνας το ασυμβίβαστο και κατ’ εξαίρεση –ανεξάρτητα από προθέσεις, οι οποίες μπορεί να υπάρχουν- μόνο να γίνεται αποδεκτή η ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος;
Το αφήνω σαν ερώτημα, μήπως δοθεί μία τέτοιου είδους ερμηνεία από δικαστήρια, ότι εφ’ όσον δεν βάζετε απαγορεύσεις, άρα, ο νόμος ο οποίος μπορεί να ψηφιστεί έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή, η οποία θέλει κάποιου άλλου είδους περιορισμούς. Χρειάζεται σκέψη, για να μην οδηγηθούμε, παρά τη θέλησή μας, σε τέτοιου είδους περιορισμούς. Επαναλαμβάνω, όπου χρειάζεται περιορισμός στην άσκηση του επαγγέλματος, εδώ είμαστε να το συζητήσουμε, αλλά με νόμο και όχι από το Σύνταγμα.
Για την αναθεώρηση του άρθρου 62, για τη βουλευτική ασυλία. Δεν θέλω να κάνω ιστορική αναφορά στο παρελθόν. Είναι γνωστό για ποιους λόγους καθιερώθηκε η βουλευτική ασυλία. Καθιερώθηκε για να προστατευθεί η ελεύθερη πολιτική δραστηριότητα, η ελεύθερη άσκηση των καθηκόντων των Βουλευτών και των κομμάτων. Έγινε πολλή συζήτηση τα προηγούμενα χρόνια, όσον αφορά την ασυλία με πολλές και διάφορες αφορμές. Και καταλήξαμε στη γνωστή ομόφωνη τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, πριν από μία πενταετία, όπου δόθηκε και η ερμηνεία για ποιες πολιτικές δραστηριότητες μιλάμε. Νομίζω ότι αυτή η διάταξη είναι επαρκής. Δεν χρειάζεται αναθεώρηση, στο σχετικό άρθρο του Συντάγματος. Ο θεσμός της ασυλίας δόθηκε για να προστατευθεί η πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή και του κάθε κόμματος και είναι γνωστό και από προηγούμενες δεκαετίες, πως χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι τρόποι, για να παρεμποδιστεί αυτή η δραστηριότητα. Για παράδειγμα, το κόμμα μας σε προηγούμενες δεκαετίες που υπήρχε καθεστώς διώξεων, για να προστατεύσει κεντρικά στελέχη, την ελεύθερη έκδοση εφημερίδας ή άλλων εντύπων, αναγκαζόταν να εκλέγει τους επικεφαλής αυτών των τμημάτων Βουλευτές, να τους στέλνει στη Βουλή, για να μπορεί, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, να συνεχίζεται απρόσκοπτα η ελεύθερη δραστηριότητα του κόμματος.
Αν πάμε τώρα να περιορίσουμε το ποια είναι η «πολιτική δραστηριότητα», η διατύπωση η οποία προτείνεται περιορίζει κατά πολύ το τι εννοούμε ως «πολιτική δραστηριότητα». Πολλές φορές δεν φαίνεται πίσω από τη δίωξη, αν υποκρύπτεται η πολιτική δίωξη για πολιτική δράση ή όχι. Όταν, για παράδειγμα, οι συνδικαλιστές παραπέμπονταν για τη συμμετοχή τους στα αγροτικά μπλόκα, δεν παραπέμπονταν με κάποιο άρθρο, για να φαίνεται η πολιτική δίωξη, αλλά παραπέμπονταν για παρεμπόδιση κυκλοφορίας. Ή όταν, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να ασκούνται συστηματικά μηνύσεις -και δεν αναφέρομαι μόνο στις μηνύσεις σε βάρος ενός Βουλευτή, που αρχίζει το όριο της πολιτικής δραστηριότητας- που μπορεί να υποκρύπτουν άλλου είδους επιδιώξεις. Νομίζω ότι η αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής είναι επαρκής. Δεν πρέπει να πάμε σε ερμηνείες, οι οποίες μπορεί να στενέψουν αυτές τις έννοιες και, συνεπώς, να περιορίσουν ακόμη περισσότερο ή με άλλα λόγια να ανοίξουν το δρόμο, να διευκολύνουν διώξεις Βουλευτών, παρ’ όλο ότι οι διώξεις αυτές συνδέονται με την ευρύτερη πολιτική τους δραστηριότητα. Είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 62, όπως, επίσης, και στο Εκλογοδικείο, για το λόγο ότι είμαστε αντίθετοι στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Ας παραμείνει η εκδίκαση του κύρους στο Εκλογοδικείο, όπως γίνεται μέχρι σήμερα.
TΕΤΑΡΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αρθρα 24 παρ. 1, εδ. ε΄, παρ. 2 και ερμηνευτική δήλωση και 117 παρ. 3 και 4
Πραγματικά καμμία φράση δεν έχει ακουστεί περισσότερο τα τελευταία χρόνια από την προστασία του περιβάλλοντος, καμία φράση δεν έχει ακουστεί περισσότερο από την προστασία των δασών, αλλά και καμία φράση δεν κακοποιήθηκε περισσότερο από αυτές, τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι καθόλου υπερβολή, αυτό που λέω. Κάθε φορά, που γίνεται λόγος για την προστασία του περιβάλλοντος, για την προστασία των δασών και του δασικού πλούτου, κάθε φορά συνοδευόταν με μέτρα, τα οποία κινούνταν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, ενώ άλλες φορές υπήρχαν μέτρα στα οποία περιεχόταν μεγάλη δόση υποκρισίας, όπως για παράδειγμα με τη Σύμβαση του Κυότο, η οποία υποτίθεται ότι προσπαθεί να βάλει κανόνες στη ρύπανση του περιβάλλοντος, αλλά την ίδια ώρα που –υποτίθεται, πάντα- προσπαθεί να βάλει κανόνες και περιορισμούς στη ρύπανση του περιβάλλοντος, την ίδια ώρα επιτρέπει το εμπόριο ρύπων.
Να, λοιπόν, που έχουμε φθάσει! Οι πλούσιες χώρες να εμπορεύονται και να αγοράζουν ποσοστώσες από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, έτσι ώστε να χρησιμοποιούν αυτές τις διατάξεις για τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Νομίζω ότι είναι περισσή η υποκρισία, η οποία υπάρχει σε πολλές απ’ αυτές τις συμφωνίες, σε πολλές απ’ αυτές τις συνθήκες.
Και, φυσικά, το πρόβλημα με τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τον ορεινό όγκο δεν είναι τωρινό. Είναι διαχρονικό το πρόβλημα. Και αναφέρομαι στις τελευταίες δεκαετίες, για να μην πάω πιο πίσω. Αναφέρομαι, ιδιαίτερα, στις τελευταίες εξελίξεις που, με ιδιαίτερη επιτάχυνση, δρομολογήθηκαν την τελευταία εικοσαετία, όταν για το κεφάλαιο και τις μεγάλες επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν, πλέον, προϋποθέσεις κερδοσκοπίας –«κερδοφορία» την ονομάζουν πάντα- με την επένδυσή τους στη γη, στο περιβάλλον, στις δασικές εκτάσεις.
Το κεφάλαιο δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα. Τα κέρδη αναζητά και γι’ αυτό και κάθε ρύθμιση που ερχόταν ήταν ρύθμιση απ’ αυτές τις ρυθμίσεις που πάντα προκαλούσαν ρήγμα, για να εισχωρήσουν αυτές οι δυνάμεις της αγοράς, να αξιοποιήσουν το έδαφος που άνοιγε αυτό το ρήγμα και πάνω σ’ αυτό το έδαφος, σ’ αυτά τα προγεφυρώματα, να διεκδικήσουν, στη συνέχεια, νέα διείσδυση.
Αυτή είναι όλη η ιστορία, η οποία επαναλαμβάνεται, κατά κύκλους, όταν θέλουμε να μιλάμε για τα δάση και για το περιβάλλον. Βιομηχανικά πάρκα, βιοτεχνικές περιοχές –ιδιωτικές πλέον- τουριστικές επιχειρήσεις, διείσδυση από παντού.
Με άλλα λόγια, αυτό που έγινε, στη θάλασσα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, με τις παραλίες και τα νησιά, επιχειρείται να γίνει και στον ορεινό όγκο της πατρίδας μας. Δάση, δασικές εκτάσεις, ορεινός όγκος. Έχει γίνει «καραμέλα» στο στόμα τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη του ορεινού όγκου.
Τυγχάνει, όπως ειπώθηκε, να είμαι από ορεινό χωριό, να κατάγομαι από το Περτούλι, το γνωστό, σήμερα, σε πολλούς και στη δεκαετία του 1970 πολύ λιγότερο γνωστό. Σε εκείνες τις δεκαετίες, λοιπόν, ο ορεινός όγκος, ο ορεινός πληθυσμός ήταν τελείως παραμελημένος. Τα χωριά εκκενώθηκαν. Πότε μπήκαν πάλι στο προσκήνιο; Όταν, πλέον, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις κερδοφορίας, αλλά όχι για τον ορεινό πληθυσμό, όχι για τους κατοίκους των ορεινών περιοχών, αλλά προϋποθέσεις κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο.
Τα δάση και ο ορεινός όγκος, με άλλα λόγια, είναι η «κότα με τα χρυσά αυγά». Γι’ αυτό, ακριβώς και βλέπουμε να συγκεντρώνεται η προσοχή διαφόρων επιχειρηματικών ομίλων, είτε αυτό λέγεται εμπόριο υγείας, είτε λέγεται κατασκευαστικές επιχειρήσεις για τη δημιουργία οικισμών, παραθεριστικών κατοικιών, δασικών χωριών ή δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορούν να ονομάζονται όλα αυτά, είτε λέγονται αξιοποίηση και εκμετάλλευση –δεν το λένε έτσι, αλλά χρησιμοποιούν εύσχημους όρους- είτε λέγεται διαχείριση των δασών, είτε λέγεται τουριστική αξιοποίηση.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες έχουν έναν κοινό στόχο, την ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Και με την ευκαιρία αυτή, θα πω το εξής: Στο χώρο του πολιτισμού, τα τελευταία χρόνια, είδαμε πολλούς μεγαλοσχήμονες, πολλούς μεγαλοεπιχειρηματίες, ξαφνικά να ερωτεύονται άλλος τη μουσική, άλλος τη ζωγραφική, άλλος τον τομέα του χορού. Ο καθένας επέλεγε από ένα τομέα για να επιδείξει τις φιλοπολιτισμικές κλίσεις του.
Το ίδιο, ακριβώς, πράγμα επιχειρείται με άλλους τρόπους, με άλλα μέσα και όσον αφορά στον ορεινό όγκο και όσον αφορά στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, γιατί δεν είναι μόνο ο ορεινός όγκος, αλλά είναι και άλλες περιοχές.
Ξαφνικά γεμίσαμε -και θα δούμε τα τελευταία χρόνια αυτό να συμβαίνει ακόμα περισσότερο- από διάφορους φιλοπεριβαλλοντολόγους, οι οποίοι ζητάνε ή θα ζητήσουν εκτάσεις για να διαχειριστούν προγράμματα, για να διαχειριστούν κονδύλια. Θα δούμε τη διαχείριση των δασών και όλου αυτού του πλούτου μας να παραδίδεται στο μεγάλο κεφάλαιο.
Γίνεται λόγος για τη διαφθορά. Έγινε λόγος για τη διαφθορά και από τον εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας, όπως ακούσθηκε και ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε, κατά κόρον, στο παρελθόν.
Αλήθεια, πού εδράζονταν και σε ποιο έδαφος μπορούσαν να αναπτυχθούν όλα αυτά τα φαινόμενα διαφθοράς; Μήπως η έλλειψη δασικών χαρτών, η έλλειψη δασικού κτηματολογίου, δεν αποτελούσαν το έδαφος το οποίο «λίπαινε», το οποίο, προετοίμαζε, το οποίο τροφοδοτούσε όλα αυτά τα απαράδεκτα φαινόμενα; Και ποιος ευθύνεται γι’ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση; Δεν ευθύνονται οι Κυβερνήσεις, που είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης της Χώρας μας την τελευταία εικοσαετία; Το ένα είναι αυτό.
Δεύτερον: Ποιος ευθύνεται γι’ αυτές τις απαράδεκτες ελλείψεις, οι οποίες υπάρχουν σήμερα στις δασικές υπηρεσίες της χώρας; Να μιλήσουμε για τα τεράστια κενά, που υπάρχουν, σε επιστημονικό προσωπικό, σε δασολόγους; Να μιλήσουμε για τις ελλείψεις που υπάρχουν, σε προσωπικό, το οποίο θα έπρεπε να έχει προσληφθεί και θα έπρεπε να δραστηριοποιείται για τον καθαρισμό των δασών, για τις αναδασώσεις και για την περιποίηση και φροντίδα του δάσους; Και βλέπουμε τα αποτελέσματα. Οι ελλείψεις στον καθαρισμό των δασών αποτελούν την εύφλεκτη ύλη, με αποτέλεσμα οι πυρκαγιές να παίρνουν τις διαστάσεις, οι οποίες οδηγούν στον αφανισμό των δασών μας, προετοιμάζοντας, ταυτόχρονα, το έδαφος για την αλλαγή της χρήσης σε όλες αυτές τις εκτάσεις.
Ας έλθουμε τώρα στους νόμους, στις «επεμβάσεις» που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Θυμίζω το ν. 996/1979, επί Νέας Δημοκρατίας, που αφορούσε τον αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων, κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών, των δασολόγων. Αποχαρακτηρίστηκαν πάνω από είκοσι πέντε εκατομμύρια στρέμματα, με πρόσχημα ότι αυτές οι εκτάσεις ήταν χορτολιβαδικές. Ο νόμος αυτός κρίθηκε αντισυνταγματικός, αλλά η ζημιά έγινε σε περιοχές, όπου ο αποχαρακτηρισμός μπόρεσε να γίνει πράξη. Φυσικά, τα αποτελέσματα δεν ανατράπηκαν και παρέμειναν.
Στη συνέχεια, θυμίζω τον ν. 1734/1987, επί ΠΑ.ΣΟ.Κ, με τον οποίο άλλα σαράντα πέντε εκατομμύρια στρέμματα -πάλι κατά τις εκτιμήσεις ειδικών- αποχαρακτηρίζονται από δάση σε δασικές εκτάσεις, ενώ εφευρίσκεται και ο νέος όρος «βοσκοτόπια». Οι όροι «δάσος», «δασική έκταση», «χορτολίβαδο» μπορεί να υπήρχαν σαν επιστημονικοί όροι στα πλαίσια του δασικού οικοσυστήματος, αλλά υπήρχαν σαν όροι και όχι ως μέσο για να αλλάζει η χρήση και να χαλαρώνει η προστασία, όπως επιχειρείται να γίνει με αυτούς τους νόμους. Και αυτός ο νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός, αλλά τα αποτελέσματά του δεν ανατράπηκαν. Επαναλαμβάνω, ευτυχώς που υπήρχε το Συμβούλιο της Επικρατείας και έβαζε εμπόδιο σε όλες αυτές τις αντισυνταγματικές διατάξεις. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ανοίξω μια παρένθεση. Ένας από τους λόγους, που ο διάχυτος έλεγχος της αντισυνταγματικότητας αφαιρείται από τα δικαστήρια για να δοθεί στο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι, ακριβώς, για να παρακαμφθούν οι αντιστάσεις αυτές και όχι μόνο. Το κεφάλαιο «επιχειρηματίες» δεν επενδύει αν δεν υπάρχουν ξεκάθαροι όροι. Δεν είναι κορόιδα να πετάξουν έτσι τα λεφτά τους. Θέλουν, λοιπόν, καθαρούς κανόνες παιχνιδιού, θέλουν να ξεκαθαρίζονται γρήγορα αυτές οι καταστάσεις και γι’ αυτό, ακριβώς, προχωρεί η κατάργηση του διάχυτου ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων και πάμε στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Εκεί, ακριβώς, στοχεύει αυτή η συνταγματική αλλαγή.
Επανέρχομαι, όμως, στα μέτρα τα οποία ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Έχουμε την Αναθεώρηση, που έγινε επί ΠΑ.ΣΟ.Κ., η οποία, όμως, ψηφίστηκε με τη σύμφωνη γνώμη και της Νέας Δημοκρατίας.
Το 2001 έχουμε αλλαγή του άρθρου 24 και δίνεται η δυνατότητα να γίνει αλλαγή της χρήσης στα ιδιωτικά δάση, κάτι που μέχρι τότε δεν επιτρέπονταν. Σε αυτή την Αναθεώρηση έχουν και την εισαγωγή του όρου για την επιστημονική έννοια του δάσους. Φυσικά, οι προθέσεις ήταν πολύ χειρότερες. Όμως, κάτω από τις αντιδράσεις που υπήρχαν, όχι μόνο από το οικολογικό κίνημα, αλλά και από τις λαϊκές οργανώσεις, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν και κινητοποιήθηκαν, περιορίστηκαν οι αρνητικές αλλαγές, οι οποίες επιχειρήθηκαν στην Αναθεώρηση του 2001. Παρ’ όλα αυτά, όμως, έγιναν. Η αλλαγή της έννοιας του δάσους, νομοθετήθηκε με τον εκτελεστικό νόμο. Βέβαια, τότε η Νέα Δημοκρατία χαρακτήριζε εκείνο το νόμο ως «δασοκτόνο» -φαίνεται ότι σήμερα ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα- και υπόσχονταν την κατάργησή του, όταν θα γινόταν κυβέρνηση. Όμως, τον εφαρμόζει και κάνει ακόμα περισσότερα βήματα, υπερακοντίζοντας αυτές τις έννοιες. Τι έγινε, λοιπόν, με εκείνο το νομοσχέδιο; Από το 15% που ήταν η προϋπόθεση δασοκάλυψης για να χαρακτηριστεί μία έκταση ως «δασική», ανέβηκε στο 30%. Αρα, διευκολύνθηκε η διαδικασία αποχαρακτηρισμού νέων δασικών εκτάσεων, έτσι ώστε να παραδοθεί στο μεγάλο κεφάλαιο.
Και ερχόμαστε στη σημερινή Αναθεώρηση του Συντάγματος, στη σημερινή Αναθεώρηση που προτείνει η Νέα Δημοκρατία, αξιοποιώντας, ακριβώς, τα «ρήγματα», που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια.
Μην χρησιμοποιείτε, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας και όσοι άλλοι «ερωτοτροπείτε» με τη χαλάρωση της προστασίας –αναφέρομαι και στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και σε όλους εκείνους που «ερωτοτροπούν» με τη χαλάρωση της προστασίας- υπαρκτά προβλήματα, σαν το παράδειγμα της περιοχής του Βύρωνα ή άλλα. Δεν εμπόδιζε κανένας να πάρετε μέτρα, για να λυθούν αυτά τα προβλήματα. Κανένα Κόμμα δεν ζήτησε να παρθούν μέτρα σε βάρος αυτών των κατοίκων. Μη χρησιμοποιείτε, λοιπόν, τέτοια υπαρκτά παραδείγματα.
Αυτά χρησιμοποιούνται σαν άλλοθι για να γίνουν τομές σαν αυτές τις οποίες επιχειρείτε, όπως τη διευκόλυνση αλλαγής χρήσης γης στις δασικές εκτάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, διασπάται η ενότητα των όρων «δάσος» και «δασικές εκτάσεις» και πάμε, πλέον, στο να έχουμε άλλη προστασία για τα δάση και άλλη προστασία για τις δασικές εκτάσεις. Χαλαρώνουν, λοιπόν, οι προϋποθέσεις προστασίας και, επομένως, μπορούν να παραδοθούν στην κερδοσκοπική δραστηριότητα. Τι συνέπειες θα έχει όλο αυτό το πράγμα; Δεν θέλει και πολύ κανένας για να το φανταστεί.
Υπενθυμίζω –και θα αναφέρω από την περιοχή μου ένα παράδειγμα- για όσους έχουν επισκεφθεί τα περτουλιώτικα λιβάδια ότι στη δεκαετία του ’80, όταν κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας-ιδιοκτήτης ομάδας τα ήθελε για αθλητικό κέντρο, «γλύτωσαν» γιατί αποκαλύφθηκαν τα σκάνδαλα κι αυτός οδηγήθηκε στη φυλακή. Δεν ξέρω, όμως, τι θα γίνουν όλες αυτές οι περιοχές με τις αλλαγές, οι οποίες δρομολογούνται τώρα, με τον αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων και την παράδοσή τους στην κερδοσκοπική δραστηριότητα. Αναφέρομαι στο σύνολο του ορεινού όγκου της πατρίδας μας και όχι μόνο του ορεινού, γιατί δάση δεν υπάρχουν μόνο στο ορεινό όγκο, αλλά και σ’ άλλες περιοχές.
Λέτε ότι, με την αλλαγή του άρθρου 117, θέλετε να ενισχύσετε τις κυρώσεις για τις αναδασώσεις. Η έλλειψη ποινικών κυρώσεων ήταν αυτή που εμπόδιζε τις αναδασώσεις; Απαντήστε μας, έτσι απλά. Η έλλειψη ποινικών κυρώσεων ήταν που είχε σαν αποτέλεσμα από τα έντεκα καμένα στρέμματα να αναδασώνεται μόνο το ένα, όπως δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία από τις υπηρεσίες; Και μη μου πείτε ότι, όταν καίγονται για πρώτη φορά, δεν χρειάζονται αναδάσωση, γιατί καρπίζουν, φυτρώνουν μόνα τους τα δέντρα και ότι θα πρέπει οι αναδασώσεις να χρησιμοποιούνται με πολλή φειδώ και εκεί, ακριβώς, που χρειάζονται.
Αναδασώσεις –το ξέρετε πολύ καλά- δεν έγιναν, ούτε με φυσικό, ούτε με τεχνητό τρόπο και τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι, από τα έντεκα στρέμματα, που κάηκαν, μόνο το ένα, τελικά, αναδασώθηκε, είτε με φυσικό, είτε με τεχνητό τρόπο. Σας εμπόδιζε η έλλειψη ποινικών κυρώσεων ή χρειάζεται η αλλαγή του Συντάγματος, για να βάλετε ποινικές κυρώσεις για την Πεντέλη και για μια σειρά άλλες περιοχές; Η έλλειψη του Συντάγματος σας εμπόδιζε να επιβληθούν ποινικές κυρώσεις; Και πριν απ’ όλα, σε ποιούς έπρεπε να επιβληθούν ποινικές κυρώσεις; Ήταν οι υπηρεσίες, οι οποίες ξαρματώθηκαν; Ήταν οι Υπηρεσίες, οι οποίες έμειναν χωρίς Προσωπικό; Ήταν οι Υπηρεσίες που λειτούργησαν χωρίς κονδύλια; Ή ήταν η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία εφάρμοζαν οι κυβερνήσεις, η πολιτική που έλεγε ότι τα δάση πρέπει να λειτουργήσουν με κανόνες αγοράς, πολιτική, που χαράχθηκε το 1993, μετά την ψήφιση του Μάαστριχτ; Έτσι είναι! Εκμετάλλευση του δάσους με κανόνες αγοράς!
Να, λοιπόν, ποιο ήταν το πλαίσιο, που διευκόλυνε και οδήγησε στα σημερινά καταστρεπτικά αποτελέσματα, είτε αυτά προκαλούνται με πυρκαγιές, είτε με «πολιτικές πυρκαγιές» - όπως θα τις έλεγα - δηλαδή, με τη νομοθεσία και με την αλλαγή του Συντάγματος.
Το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό. Δεν αλλάζει! Δεν είναι η έλλειψη συνταγματικής πρόβλεψης και η έλλειψη ποινικών κυρώσεων, που σας εμπόδιζε. Αλλο είναι το πρόβλημα.
Δεύτερον, αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του δημοσίου. Μόνο υπέρ του δημοσίου! Προβλέπονταν η δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μόνο υπέρ του δημοσίου στα ιδιωτικά δάση και σε δάση, που ανήκαν στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου.
Τώρα ανοίγει η δυνατότητα να γίνεται αναγκαστική απαλλοτρίωση, για να παραδίδεται, στη συνέχεια, ο πλούτος αυτός στα μεγάλα κερδοσκοπικά συμφέροντα. Να σας το πω καθαρά; Κάθε φορά, που ακούμε για τέτοιου είδους προστασία, κάθε φορά θα πρέπει να αναρωτιόμαστε ποιου ορεινού όγκου, ποιού δάσους, ποιάς δασικής έκτασης, ποιάς περιοχής έρχεται η σειρά, για να παραδοθεί στην επιχειρηματική δραστηριότητα, έτσι ώστε να είναι μια, ακόμη, «κότα, που γεννά χρυσά αβγά» στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων.
Είμαστε, λοιπόν, κάθετα και κατηγορηματικά αντίθετοι σε κάθε αναθεώρηση του άρθρου 24, όπως, επίσης, και του άρθρου 117. Η προστασία των δασών, η προστασία των δασικών εκτάσεων απαιτεί μια ριζικά διαφορετική πολιτική.
Απαιτεί μια πολιτική, που θέλει τα δάση και τις δασικές εκτάσεις έξω από την κερδοσκοπική δραστηριότητα. Θέλει τα δάση και τις δασικές εκτάσεις να γίνονται λαϊκή περιουσία. Τότε μόνο μπορούν να δημιουργηθούν και προϋποθέσεις για την αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας, όχι μόνο για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, αλλά και για την αναψυχή των εργαζομένων. Θα μου πείτε: Μα, δεν πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα να μπορούμε να απολαύσουμε αυτόν τον ορεινό όγκο, να μπορούμε να απολαύσουμε τα δάση κι αυτές τις ομορφιές; Όμως, με την παράδοση στην επιχειρηματική δραστηριότητα, πόσοι και ποιοί έχουν αυτή τη δυνατότητα; Να μην πω περισσότερα.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, που δημοσιεύονταν το καλοκαίρι, λιγότεροι από τους μισούς Έλληνες είχαν τη δυνατότητα να πάνε κάπου, έστω και ολιγοήμερες διακοπές. Θα έχουν αυτό το δικαίωμα οι εργαζόμενοι, με τα 500-600 ευρώ τον μήνα; Θα έχουν τη δυνατότητα και το δικαίωμα αυτό οι άνεργοι, με τα 330 ευρώ τον μήνα; Θα έχουν τη δυνατότητα αυτή οι συνταξιούχοι, με τις συνάξεις πείνας; Όχι, βέβαια!
Να, γιατί λέμε ότι η αποτελεσματική προστασία των δασών, η διευκόλυνση και η κατοχύρωση του δικαιώματος στην ανάπαυση, που είναι λαϊκό δικαίωμα και πρέπει να ασκηθεί στην πράξη, προϋποθέτουν μια ριζικά διαφορετική πολιτική, προϋποθέτουν τα μεγάλα μέσα παραγωγής να γίνουν λαϊκή περιουσία και, σε κάθε περίπτωση, δάση, δασικές εκτάσεις, μακρά από την κερδοσκοπική εκμετάλλευση. Όχι μόνο είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 24 και του άρθρου 117, αλλά θα κινητοποιηθούμε και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, ώστε ο λαός μας, τα λαϊκά στρώματα να πάρουν την υπόθεση στα δικά τους χέρια. Αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση, ώστε, και σήμερα ακόμη, να υπάρχει αποτελεσματική προστασία, ακόμη και από περιπτώσεις, τέτοιες, σαν αυτές των πυρκαγιών.
Διαφορετικά, τέτοιου είδους φαινόμενα, τέτοιου είδους καταστάσεις, ακόμη και όταν δεν προκαλούνται με πρόθεση, αλλά από τυχαία γεγονότα και από αμέλεια, χρησιμοποιούνται, ως άλλοθι, για να χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματά τους στην επέλαση του κεφαλαίου και στην, ακόμη, μεγαλύτερη επιδείνωση των όρων ζωής και του περιβάλλοντος, γενικότερα, για τα λαϊκά στρώματα.
ΠΕΜΠΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αρθρα 28 παρ. 3 και ερμηνευτική δήλωση, 78 και 79
Το άρθρο 28 είναι γνωστό σε όλους, πώς διαμορφώθηκε ιστορικά. Διαμορφώθηκε στη Μεταπολίτευση και οικοδομήθηκε σε συνδυασμό με τις παραγράφους 2 και 3. Στη συνέχεια, προχώρησε και η ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι γνωστό ότι με τις διατάξεις του άρθρου 28, σε συνδυασμό πάντοτε με τις παραγράφους 2 και 3, που πάντα χρησιμοποιήθηκαν σαν βάση για την κύρωση των διαφόρων συμφωνιών, όσον αφορά την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προβλεπόταν η αυξημένη πλειοψηφία για την κύρωση αυτών των συμφωνιών.
Βεβαίως, η θέση του Κόμματός μας σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι γνωστή: Η πλήρης αντίθεση στην ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς, επίσης, και η πάγια διατυπωμένη θέση μας να ζητείται η γνώμη για την ανάγκη λήψης καίριων αποφάσεων, για καίρια ζητήματα. Θυμίζω και την τοποθέτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος στην Κύρωση της Συμφωνίας του Μάαστριχτ, όπου ήταν το μόνο κόμμα που καταψήφισε τη Συμφωνία αυτή και ζήτησε να ενημερωθεί ο λαός, να γίνει δημοψήφισμα, ώστε να τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού εάν πρέπει ή όχι η χώρα μας να συμμετάσχει σε αυτές τις διαδικασίες, οι οποίες, ολοφάνερα, στόχευαν στην ενίσχυση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, στην εδραίωση της θέσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Βεβαίως, η τότε Βουλή, αγνοώντας τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας προχώρησε στην Κύρωση της Συμφωνίας του Μάαστριχτ με τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και του τότε Συνασπισμού.
Την ίδια θέση επαναλάβαμε και στην Κύρωση των Συμφωνιών του Αμστερνταμ. Την ίδια θέση επαναλαμβάνουμε και σήμερα, για την ανάγκη να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός, όσον αφορά το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα, τη λεγόμενη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, ζητώντας δημοψήφισμα για να ακουστεί η θέση του Ελληνικού Λαού με ένα διπλό «όχι», δηλαδή «όχι στην Ευρωσυνθήκη», «όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση», γιατί από αυτήν την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να προκύψει μία συνθήκη, σε φιλολαϊκή κατεύθυνση.
Ανεξάρτητα, όμως, από αυτά εδώ, με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, όχι απλώς παραγνωρίζεται, όχι απλώς μπαίνει στο περιθώριο η προσφυγή του Ελληνικού Λαού, αλλά η Κύρωση αυτών των Συμφωνιών θα γίνεται με ακόμα μικρότερη πλειοψηφία, με την πλειοψηφία των 151 ψήφων.
Από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη; Αυτή η ανάγκη, προφανώς, πηγάζει από τις διεργασίες, οι οποίες γίνονται στις διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέσα στην ίδια τη χώρα μας, φυσικά με μία ολοένα αυξανόμενη αντίδραση των εργαζομένων σε αυτά τα σχέδια, τα οποία προωθούνται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντίθεση, την οποία έχουν επιδείξει με διάφορες αφορμές.
Υπενθυμίζω ότι, όσον αφορά στο Ευρωσύνταγμα, σε όσες χώρες έγινε δημοψήφισμα και στην Γαλλία και στην Αγγλία, παρ’ όλο που η μεγάλη πλειοψηφία και των Κομμάτων τάχθηκε υπέρ της Συνθήκης, ο Γαλλικός Λαός την απέρριψε. Το ίδιο συνέβη, επίσης, και στην Ολλανδία, γεγονός, που ανάγκασε τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να σταματήσουν αυτές τις διαδικασίες, να κερδίσουν χρόνο, να ανασυνταχθούν και να επανέλθουν με τη νέα, τη λεγόμενη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, η οποία φυσικά δεν είναι τίποτα άλλο και κινείται στη γραμμή του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος. Αυτή, λοιπόν, είναι η ανησυχία τους, από εκεί πηγάζει αυτή η ανησυχία, έτσι ώστε να πάμε, με ακόμα μικρότερες πλειοψηφίες, για την κύρωση αυτής της Συνθήκης.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μία τέτοια λογική. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μία λογική, η οποία θέλει την κύρωση αυτών των Συμβάσεων, οι οποίες προβλέπουν και την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, με τέτοιες οριακές πλειοψηφίες. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στην αναθεώρηση του άρθρου 28, συνεπώς, να πάμε σε ακόμα μικρότερες πλειοψηφίες.
Και με την ευκαιρία, εδώ μπαίνουν μία σειρά ζητήματα και θα ήθελα να τα αναδείξω:
Έγινε πολλή συζήτηση, όσον αφορά στην κύρωση των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φτάσαμε, μάλιστα, στο σημείο να αναγορεύεται η υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου, απέναντι στο Ελληνικό Σύνταγμα, άλλοτε ευθέως και άλλοτε εμμέσως. Σε ποιά βάση στηριζόταν όλη αυτή η φιλολογία; Από πού και ως πού η υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου απέναντι στο Ελληνικό Σύνταγμα, από πότε θεσμοθετήθηκε και, μάλιστα, ερήμην του Ελληνικού λαού μία τέτοια εξέλιξη;
Βεβαίως, σαν δικαιολογητική βάση, στο τέλος-τέλος, εμφανίστηκε η άποψη ότι, ναι μεν, τυπικά δεν υπερισχύει το Κοινοτικό Δίκαιο, αλλά πρέπει, όμως, η χώρα μας να σπεύσει να εναρμονίσει το Δίκαιό της προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αντίθεση και με την επιταγή συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων. Και αναφέρομαι στο άρθρο 14, όσον αφορά τον Βασικό Μέτοχο και τα Μ.Μ.Ε..
Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τέτοιες λογικές και –επαναλαμβάνω- δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στην αναθεώρηση του άρθρου 28, γιατί μας πάει σε ακόμα πιο αντιδραστική κατεύθυνση.
Όσον αφορά, τώρα, στα άλλα δύο άρθρα, που αναφέρονται στα ζητήματα οικονομικής διαχείρισης και προϋπολογισμού του κράτους, δηλαδή, στα άρθρα 78 και 79:
Το άρθρο 78 θέλει την Κύρωση Παροχής Εγγυήσεων, με ειδικούς τυπικούς νόμους, που θα ψηφίζονται από τη Βουλή. Γίνεται μία προσπάθεια να εμφανιστεί ότι είναι ένα άρθρο, το οποίο θα συμβάλει και στον εξορθολογισμό των οικονομικών της διαχείρισης, αλλά και ένα άρθρο, το οποίο θα συμβάλει στη βελτίωση του κλίματος της διαφάνειας, όσον αφορά στην οικονομική διαχείριση.
Εδώ μπαίνουν ζητήματα. Αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι; Ο εξορθολογισμός των δαπανών και της διαχείρισης; Εδώ έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένες πολιτικές, δηλαδή, πού, κατά κύριο λόγο, κατευθύνονταν οι εγγυήσεις του δημοσίου. Να βάλουμε αυτό το ερώτημα. Κατά κύριο λόγο, δίνονταν σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή σε δημόσιες επιχειρήσεις, στα νοσοκομεία, στις λεγόμενες Δ.Ε.Κ.Ο., δηλαδή, στις επιχειρήσεις οι οποίες παρείχαν ένα κοινωνικό έργο ή στα Ασφαλιστικά Ταμεία. Και δίνονταν εγγυήσεις όχι για να λύσουν φυσικά το πρόβλημα, αλλά γιατί με συγκεκριμένες πολιτικές οδηγήθηκαν είτε η Τοπική Αυτοδιοίκηση, είτε τα ασφαλιστικά ταμεία στο δανεισμό, γιατί το κράτος δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της χρηματοδότησης.
Συγκεκριμένη ιστορία για το κάθε ένα ζήτημα: Για παράδειγμα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση παρακάμπτονταν αυθαίρετα οι πόροι και όλα αυτά τα χρόνια μεταβιβάζονταν αρμοδιότητες. Συνεπώς, αυξάνονταν οι υποχρεώσεις της στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων έγιναν φύλλο και φτερό, αφού, για δεκαετίες, κυριολεκτικά ξεζουμίστηκαν από το μεγάλο κεφάλαιο, είτε με τις χαμηλότοκες καταθέσεις, είτε μέσα από το Χρηματιστήριο, με την επένδυσή τους σε μετοχές. Αφού, λοιπόν, το κράτος δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του, για να μπαλώσει κάποιες τρύπες, έσπρωχνε τους οργανισμούς αυτούς στη δανειοδότηση και έμπαινε το ίδιο σαν εγγυητής.
Επομένως, δεν είναι το ζήτημα του εξορθολογισμού των δαπανών, αλλά άλλες είναι οι σκοπιμότητες, οι οποίες υποκρύπτονται μέσα από αυτήν τη διάταξη. Στην πραγματικότητα, θα δυσκολέψει, θα περιοριστεί στο ελάχιστο η όποια χρηματοδότηση, έστω και με τη μορφή της κρατικής εγγύησης προς αυτούς τους οργανισμούς, αφού οι αλλαγές, οι οποίες δρομολογούνται, κινούνται προς μία κατεύθυνση, που στοχεύουν στην παραπέρα εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών που παρέχονται είτε από τις πρώην Δ.Ε.Κ.Ο., είτε από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως ανάθεση αρμοδιοτήτων, απαλλαγή του κράτους από υποχρεώσεις του σε τομείς της πρόνοιας, της υγείας και των άλλων κοινωνικών τομέων. Με την ανάθεσή τους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση τα βάρη πηγαίνουν στους οργανισμούς αυτούς.
Αυτός είναι βασικά ο λόγος. Να κλείσει, δηλαδή, ακόμα περισσότερο, η στρόφιγγα χρηματοδότησης και όχι, φυσικά, ο εξορθολογισμός των δαπανών.
Όσον αφορά στο ζήτημα της διαφάνειας, αν θέλαμε μέτρα που θα συνέβαλαν, ουσιαστικά, στην κατοχύρωση και στη διεύρυνση της διαφάνειας, θα θεσμοθετούνταν μέτρα, που θα ενίσχυαν τον κοινωνικό, λαϊκό έλεγχο απέναντι σε όλους αυτούς τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις, όπως, επανειλημμένα, έχει ζητήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Επειδή, λοιπόν, η αλλαγή αυτή εναρμονίζεται με γενικότερες πολιτικές, που θέλουν την εμπορευματοποίηση αυτών των τομέων, την παράδοσή τους και τη λειτουργία τους με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στην αναθεώρηση του άρθρου 78.
Για την αναθεώρηση του 70 έχει γίνει πολλή συζήτηση στο παρελθόν και ήταν ένα από τα ζητήματα, που κι εμείς, ως Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, είχαμε αναδείξει. Ποιο δηλαδή; Να μπορεί η Βουλή να μην περιορίζεται σε μία τυπική κύρωση του προϋπολογισμού του κράτους με τη διαδικασία των κωδίκων, αλλά να γίνεται μία πιο ουσιαστική συζήτηση και να μπορεί με τη θέλησή της η Βουλή να διαμορφώνει και τα σχετικά κονδύλια.
Βεβαίως, δεν έχουμε αυταπάτες ότι θα λυθεί το πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής, δεδομένου ότι η οικονομική πολιτική καθορίζεται από άλλες παραμέτρους, με βάση άλλα κριτήρια και είναι πριν απ’ όλα η πολιτική και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν καθορίσει και τους βασικούς άξονες της οικονομικής πολιτικής, αλλά και τις επιμέρους πλευρές. Είναι τα σύμφωνα σταθερότητας και μία σειρά από άλλες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, ουσιαστικά, έχουν προδιαγράψει και προδιαγράφουν τον τρόπο, με τον οποίο θα καταρτίζονται οι προϋπολογισμοί του κράτους. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η αναθεώρηση αυτής της διάταξης, ώστε να μπορεί η Βουλή με τη θέλησή της να διαμορφώνει τα κονδύλια.
Από την άλλη μεριά, δεν παραβλέπουμε δύο άλλα ζητήματα: Πρώτον, ότι με τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, που ισχύουν στη χώρα μας και, συνεπώς, με την ανάδειξη της μειοψηφίας σε πλειοψηφία, επί της ουσίας δεν θα αλλάξουν και πολλά πράγματα, δεδομένου ότι η κυβερνητική πλειοψηφία, πάντα, θα καθορίζει και τα επιμέρους κονδύλια, όπως, επίσης, και το ζήτημα ότι, ακόμα και αν από τη Βουλή διαμορφωθούν κονδύλια έστω σε επιμέρους πλευρές, που θα έλυναν κάποια ζητήματα, πάλι είναι στην κρίση της εκτελεστικής εξουσίας να εφαρμοστούν ή να μην εφαρμοστούν αυτοί οι προϋπολογισμοί, όπως δείχνει και η εμπειρία άλλων χωρών.
Τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπου η Βουλή έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει τέτοιου είδους κονδύλια; Η Βουλή μπορεί να ψηφίζει, για παράδειγμα, αυξημένες δαπάνες για τον τομέα της υγείας ή της παιδείας, όμως, στην πραγματικότητα, η Κυβέρνηση, ο Υπουργός Οικονομικών, ο Υπουργός Παιδείας να μην υλοποιούν αυτού του είδους τις δεσμεύσεις.
Μήπως αυτό δεν συμβαίνει και σήμερα στον κρατικό προϋπολογισμό; Είναι κοινό μυστικό σε όλους ότι σε μεγάλο βαθμό ο κρατικός προϋπολογισμός είναι πλασματικός. Με ποιά έννοια το λέω αυτό; Ότι πάντα σε τομείς κοινωνικής ευαισθησίας ή, καλύτερα, όπου η κοινωνία μας δείχνει μία αυξημένη ευαισθησία στα λαϊκά στρώματα –και αναφέρομαι στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας, της παιδείας- πάντα εγγράφονται περισσότερα κονδύλια, από αυτά που δαπανώνται στο τέλος. Είναι γνωστή η μέθοδος των συγκρίσεων, που γίνονται. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις για να ωραιοποιήσουν την πολιτική τους, για να εμφανίσουν ένα πρόσωπο κοινωνικής ευαισθησίας, ότι, δήθεν, έχουν ένα αυξημένο ενδιαφέρον, συγκρίνουν αυτά, που εγγράφουν στον προϋπολογισμό μ’ αυτά που εκτέλεσαν την προηγούμενη χρονιά -όχι με αυτά, που είχαν εγγράψει, αλλά μ’ αυτά που είχαν εκτελέσει- έτσι ώστε να εμφανίζουν μία πλασματικά μεγαλύτερη αύξηση αυτών των κονδυλίων.
Επίσης, δεν μας διαφεύγει από την προσοχή ότι δίπλα στον κρατικό προϋπολογισμό υπάρχει ένας άλλος προϋπολογισμός, ο οποίος διακινείται μέσω των ειδικών λογαριασμών των διαφόρων Υπουργείων.
Τα λέω όλα αυτά, γιατί, βεβαίως, δεν πρόκειται η αλλαγή αυτή να επιφέρει κάτι το ριζικό, όμως επαναλαμβάνω ότι το ίδιο ζητούσαμε και συμφωνούμε στην αναθεώρηση του άρθρου 79, ώστε να έχει η Βουλή τη δυνατότητα να διαμορφώνει επιμέρους κονδύλια και να είναι στην κρίση του Ελληνικού Λαού να ασκεί πίεση προς αυτήν την κατεύθυνση. Συνεπώς, συμφωνούμε με την αναθεώρηση του άρθρου 79.
ΕΚΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αρθρα 88 παρ. 2, εδ. γ΄, δ΄ και ε΄, 90 παρ. 5 , 95, 98 παρ.1, εδ. β΄, 100, 115 παρ. 2 και 118 παρ. 5
Είναι γνωστή και κατανοητή από όλους η σημασία των άρθρων, τα οποία συζητάμε, σήμερα. Αναφερόμαστε στη δικαστική εξουσία, που είναι ένας βασικός κρίκος μέσα στο πολιτικό σύστημα σε κάθε κοινωνικό, οικονομικό σχηματισμό και με δεδομένο τον ρόλο του.
Κατ’ επανάληψη, στο παρελθόν, έχουν γίνει συζητήσεις, πότε με τη μια και πότε με την άλλη αφορμή, ειδικά όσον αφορά στα κορυφαία ζητήματα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Και κάθε φορά θυμάμαι ότι είτε από τη μια, είτε από την άλλη κυβέρνηση, όταν νομοθετούνταν μέτρα, νομοθετούνταν όλα στο όνομα της ενίσχυσης της ανεξαρτησίας, ενώ, ταυτόχρονα, σε καμία περίπτωση δεν κόβονταν όλοι εκείνοι οι ομφάλιοι λώροι -να το πω έτσι απλά χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό- και οι προσπάθειες για τον ακόμη μεγαλύτερο και πιο ασφυκτικό εναγκαλισμό του ευαίσθητου αυτού χώρου της δικαιοσύνης.
Θα ήθελα να πω, εξ αρχής, ότι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας μπορεί, βέβαια, να περιορίζει τον κύκλο των προσώπων, μεταξύ των οποίων επιλέγεται η ηγεσία της δικαιοσύνης, όμως και πάλι διατηρεί άθικτη τη βασική ιδέα, τη βασική αρχή, που είναι η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την εκάστοτε κυβέρνηση. Πιστεύουμε ότι είναι ένας καθοριστικός κρίκος, ένα καθοριστικό βήμα στην προσπάθεια της διατήρησης του ισχύοντος καθεστώτος, της ισχύουσας κατάστασης, που θέλει τη δικαιοσύνη να βρίσκεται σε ένα ασφυκτικό εναγκαλισμό από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία. Δεν είναι μόνο ο διορισμός της ανώτατης ηγεσίας της δικαιοσύνης. Είναι η συμμετοχή του Προέδρου ex officio στο Δικαστικό Συμβούλιο που κρίνει την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών, είναι κι η συμμετοχή του στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η επιθεώρηση των δικαστηρίων γίνεται από τους διορισμένους αντιπροέδρους κι έτσι έχουμε ένα ολόκληρο πλέγμα μέτρων, τα οποία, με τη σειρά τους, μπορούν να επιδρούν μέχρι και στις κατώτερες βαθμίδες της δικαιοσύνης, σε μια προσπάθεια να διαμορφώνουν καταστάσεις, που βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις εκάστοτε κυρίαρχες επιδιώξεις.
Γι’ αυτόν, ακριβώς, το λόγο δεν συμφωνούμε με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, όπως, επίσης, και με την πρόταση, που είχε παρουσιάσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Αναφέρω ότι και το ΠΑ.ΣΟ.Κ., είχε πρόταση, όσον αφορά στην αναθεώρηση του σχετικού άρθρου. Η πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ενώ προέβλεπε συζήτηση στη Βουλή, πάλι άφηνε άθικτο το δικαίωμα της επιλογής των προσώπων από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Θεωρούμε ότι για να υπάρξουν βήματα σε μια κατεύθυνση χαλάρωσης αυτού του ασφυκτικού εναγκαλισμού θα έπρεπε, πριν απ’ όλα, να υπάρχουν μέτρα, τα οποία θα ενισχύουν την προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, να καταργηθεί, για να το πω έτσι απλά, η ex officio συμμετοχή των διορισμένων στα διάφορα πειθαρχικά ή υπηρεσιακά συμβούλια και, σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της ηγεσίας των δικαστηρίων να γίνεται είτε από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, είτε από τους ίδιους τους δικαστές. Είναι η πρόταση την οποία, επανειλημμένα, είχαμε παρουσιάσει, είναι, όμως, πρόταση η οποία σκοντάφτει στην άρνηση των δύο μεγάλων Κομμάτων, που δεν θέλουν να κόψουν αυτόν τον ομφάλιο λώρο του ασφυκτικού εναγκαλισμού. Και με την ευκαιρία, μια και πολλή συζήτηση γίνεται για την περίφημη «ανεξαρτησία της δικαιοσύνης», υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Αυτά τα μέτρα θα περιορίσουν, ή θα ανατρέψουν την κατάσταση; Φυσικά και δεν θα την ανατρέψουν, γιατί και η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί σε κενό. Οι δικαστές δεν νομοθετούν από μόνοι τους. Εφαρμόζουν νόμους, οι οποίοι έχουν ψηφιστεί από τη εκάστοτε Βουλή, από τα εκάστοτε αρμόδια πολιτειακά όργανα. Επομένως, η όλη συζήτηση για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, με την έννοια αυτή, έχει, σε ένα μεγάλο βαθμό, μεγάλη δόση και υποκρισίας, με την έννοια ότι η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί σε κενό, αλλά λειτουργεί και εφαρμόζει νόμους, ψηφισμένους από τις εκάστοτε κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις.
Αναφέρθηκα στην πρότασή μας για την ανάγκη επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων είτε από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, είτε από τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς. Αναφέρθηκα, επίσης, και σε μέτρα, τα οποία πρέπει να θεσμοθετηθούν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών. Μέσα στα πλαίσια αυτά, αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα των Μισθοδικείων. Ήμασταν αντίθετοι με την καθιέρωση των Μισθοδικείων και, γι’ αυτό το λόγο, είμαστε αντίθετοι και με την πρόταση αναθεώρησης του σχετικού άρθρου. Η όλη συζήτηση για τα Μισθοδικεία ξεκινά από μία –θα έλεγα- αντίστροφη βάση, από μια αντίστροφη αφετηρία, η οποία συσκοτίζει το πραγματικό πρόβλημα. Βεβαίως και στα μάτια της κοινής γνώμης, που ζει με τους μισθούς των πεντακοσίων και εξακοσίων ευρώ, ή, μερικές φορές, και με ακόμη λιγότερα, φαίνονται προκλητικά μεγάλες οι αμοιβές. Και αναφέρομαι, ιδιαίτερα, στις αμοιβές -που μπορεί να φαντάζουν προκλητικές- ενός περιορισμένου κύκλου ηγετικών παραγόντων. Όμως, εμείς απορρίπτουμε κάθε προσπάθεια, που στρέφει τον ένα κλάδο εναντίον του άλλου και απορρίπτουμε όλη αυτήν την τακτική, που θέλει το διαχωρισμό των εργαζομένων σε «υπόγεια» και σε «ρετιρέ». Και εν πάση περιπτώσει, υπάρχει όσον αφορά στο ζήτημα των αμοιβών των δικαστικών λειτουργών, ένα ολόκληρο πλαίσιο, ερωτήματα τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν μόνο με τον τρόπο επίλυσης των διαφορών αυτών. Πού αναφέρομαι συγκεκριμένα; Είναι γνωστό και απ’ όλους ομολογείται ο μεγάλος φόρτος εργασίας, που έχουν. Την ίδια, ακριβώς, στιγμή έχουν περιορισμένα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Δεν έχουν τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, που έχουν οι άλλοι κλάδοι των εργαζομένων, έτσι ώστε να διεκδικήσουν αμοιβές, να διεκδικήσουν την επίλυση των όποιων προβλημάτων τους απασχολούν. Επομένως, εάν θέλουμε, πραγματικά, να συζητήσουμε, πώς θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, θα πρέπει να ξεκινήσουμε, πριν απ’ όλα, από την κατοχύρωση και τη διεύρυνση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και συνδικαλιστικών ελευθεριών και στο χώρο των δικαστικών λειτουργών, για να καθίσουμε να συζητήσουμε, πώς θα αντιμετωπιστούν και τα υπόλοιπα ζητήματα. Σε καμμία, όμως, περίπτωση δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τα λεγόμενα «Μισθοδικεία», που μεταφέρεται η αρμοδιότητά τους πλέον σήμερα, με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ως προς τις διοικητικές συμβάσεις θα ήθελα να πω ότι, ενώ είναι γενικά ανάγκη να υπάρχει κάποια εξειδίκευση και των δικαστών όσον αφορά το αντικείμενο το οποίο εκδικάζουν, από την άλλη μεριά είναι φανεροί οι κίνδυνοι, οι οποίοι δημιουργούνται από τη δημιουργία μόνιμων ειδικών δικαστηρίων, που θα στελεχώνονται μ’ ένα περισσότερο ή λιγότερο μακροχρόνια μόνιμο προσωπικό, που θα εκδικάζει υποθέσεις με το ίδιο πάντα αντικείμενο.
Παίρνοντας υπ’ όψιν την περιοχή αυτή, στην οποία αναφερόμαστε για τις διοικητικές συμβάσεις, έχουμε και τη σύγκρουση των μεγάλων συμφερόντων και, κατά συνέπεια, τις μεγάλες πιέσεις, οι οποίες θα ασκούνται με διάφορους τρόπους. Για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την ίδρυση Ειδικών Τμημάτων και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Τέλος, ως προς το Συνταγματικό Δικαστήριο, έγινε, επίσης, πολλές φορές λόγος στο παρελθόν –υπενθυμίζω- και στην προηγούμενη αναθεώρηση της διάταξης.
Έχουμε σήμερα το σύστημα του διάχυτου ελέγχου. Με την πρόταση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, ουσιαστικά καταργείται ο διάχυτος έλεγχος και οι όποιες αμφισβητήσεις, οι όποιες διαφορές, όσον αφορά στην αντισυνταγματικότητα των νόμων, παραπέμπονται και κρίνονται στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο –όπως αποδεικνύεται και από την πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας- αν δεν βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο, θα βρίσκεται, ουσιαστικά, κάτω από την επιρροή της εκάστοτε κυβέρνησης.
Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι από τα εννέα μέλη, οι τρεις διορίζονται από την Κυβέρνηση, οι τρεις διορίζονται από τη Βουλή και στη Βουλή είναι γνωστό ότι την πλειοψηφία την έχει η εκάστοτε κυβέρνηση. Συνεπώς, είτε με τον ένα τρόπο, είτε με τον άλλο τρόπο, ουσιαστικά θα έχουμε ένα όργανο, που θα επιλύει τις διαφορές αντισυνταγματικότητας νόμων, προσαρμοσμένο στη θέληση της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Γιατί γίνεται αυτή η αλλαγή; Βεβαίως, μπορεί να ακούγονται διάφοροι λόγοι, όπως, για παράδειγμα, η ανάγκη ταχύτερης επίλυσης αυτών των διαφορών, η ανάγκη ταχύτερης επίλυσης των διαφορών, έτσι ώστε να είναι πιο καθαρό, τί ισχύει και τί δεν ισχύει.
Όμως, η πραγματικότητα –κατά τη γνώμη μας- πρέπει να αναζητηθεί, κυρίως, σε άλλους λόγους και δεν είναι η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης. Αν το πρόβλημα ήταν η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα, έτσι ώστε να επιλύονται και αυτές οι αμφισβητήσεις, χωρίς να καταργείται ο διάχυτος έλεγχος αντισυνταγματικότητας.
Πιστεύω, όμως, ότι πίσω από αυτό –γιατί δεν είναι τωρινή η προσπάθεια για να καταργηθεί ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας, παρόμοια προσπάθεια έγινε και με την προηγούμενη αναθεώρηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ανεξάρτητα αν δεν προχώρησε μέχρι εκεί που θα ήθελε η τότε κυβέρνηση- βρίσκεται η προσπάθεια να παρακαμφθούν τα όποια εμπόδια και αντιστάσεις υπήρχαν σε, ιδιαίτερα, κρίσιμους τομείς, με την αμφισβήτηση και τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων για να παρακαμφθούν τα εμπόδια από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ιδιαίτερα, στα ζητήματα του περιβάλλοντος και, φυσικά, όχι μόνο εκεί. Είναι πρόταση, με την οποία δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε.
Θα ήθελα να πω και κάτι ακόμα, με αφορμή την πρόταση για ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ανάμεσα στις άλλες αρμοδιότητες, τις οποίες θα έχει, θα είναι και ο έλεγχος των οικονομικών των Κομμάτων, ο έλεγχος του «πόθεν έσχες» των Βουλευτών.
Όταν συζητούσαμε τα σχετικά άρθρα –και αναφέρομαι στο άρθρο 29- είχαμε τοποθετηθεί, γιατί ήμασταν αντίθετοι στις προτάσεις που γίνονταν, όσον αφορά και στους περιορισμούς στη χρηματοδότηση των Κομμάτων, αλλά και όσον αφορά στη μετάθεση του ελέγχου από την Επιτροπή της Βουλής σε αμιγώς Δικαστικό Σώμα.
Θα ήθελα, απλώς, με την ευκαιρία αυτή, να αναφέρω ως προς τις βαθύτερες ανησυχίες που είχαμε, όσον αφορά τις αλλαγές, οι οποίες επιχειρούνταν στην οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων –και με αφορμή την οικονομική τους δραστηριότητα- ότι παρόμοιες αλλαγές δρομολογούνται και σε άλλες χώρες.
Για παράδειγμα, στην Πορτογαλία, πρόσφατα, υιοθετήθηκαν τέτοια μέτρα. Εκεί και το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας και όχι μόνο αυτό, αλλά και άλλες οργανώσεις προχώρησαν σε κινητοποιήσεις, γιατί με αφορμή τη λήψη μέτρων με στόχο την καλύτερη κατοχύρωση και διεύρυνση της διαφάνειας στα οικονομικά και τη λειτουργία των Κομμάτων, δρομολογήθηκαν μέτρα, τα οποία οδηγούν σε απαράδεκτες, αντιδημοκρατικές παρεμβάσεις στην ίδια τη λειτουργία των Κομμάτων. Απλώς, υπενθυμίζω τη στάση μας αυτή, γιατί την είχαμε αναφέρει και στο άρθρο 29, όταν γινόταν η συζήτηση στο σχετικό κεφάλαιο. Είμαστε, λοιπόν, αντίθετοι στις προτάσεις, οι οποίες γίνονται για την αναθεώρηση αυτών των άρθρων.
ΕΒΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΓΔΟΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αρθρα 101 (ερμηνευτική δήλωση), 102 παρ.1, εδ. δ΄, 103 παρ. 2,3,5 και 8, 104, 118 παρ. 7, 101Α, 108 παρ. 1 και 2, 111 παρ. 6 και άρθρο 5 ( 24Α)
Θα ξεκινήσω με το πρώτο άρθρο της ενότητας, με το άρθρο που αναφέρεται στα ειδικά μέτρα για τις νησιωτικές και ορεινές περιοχές της χώρας μας. Βεβαίως, είναι, γενικά, γνωστό ότι οι περιοχές αυτές είναι περιοχές, οι οποίες έχουν υποστεί περισσότερο τα πλήγματα σε σχέση με άλλες περιοχές τα τελευταία χρόνια και δεν αναφέρομαι στην τελευταία πενταετία – δεκαετία, αλλά σε βάθος χρόνου. Ακούγεται, φυσικά, θετική σαν διακήρυξη ότι θα πρέπει να ληφθούν θετικά μέτρα, ειδικά μέτρα για τη βελτίωση και για τη βιώσιμη ανάπτυξη των ορεινών και των νησιωτικών περιοχών της πατρίδας μας. Το ερώτημα, όμως, που προκύπτει είναι το εξής: Ήταν η έλλειψη συνταγματικής διάταξης, που μας εμπόδιζε να πάρουμε ειδικά μέτρα, που θα τόνωναν τον πληθυσμό που ζούσε σε αυτές τις περιοχές; Ήταν η έλλειψη συνταγματικής διάταξης, που μας εμπόδισε να πάρουμε όλα εκείνα τα μέτρα που θα έλυναν τα προβλήματα, που θα εξασφάλιζαν ένα βιώσιμο εισόδημα, γιατί χωρίς εισόδημα δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος; Ήταν η έλλειψη συνταγματικής διάταξης, που μας εμπόδισε να αναπτύξουμε όλες αυτές τις υποδομές που χρειάζεται να αναπτυχθούν και που θα συνέβαλαν στη βελτίωση του επιπέδου ζωής, με υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας κ.λπ.; Δεν είναι αυτά.
Νομίζω ότι κανένας δεν μπορεί να κάνει σοβαρή συζήτηση, εάν περιοριστεί στα ζητήματα αυτά, γιατί, πριν από όλα, είναι φανερό ότι τα πλήγματα, που δέχθηκαν οι περιοχές αυτές είναι απόρροια των γενικών πολιτικών, που έχουν ακολουθηθεί. Για παράδειγμα, η Κοινή Αγροτική Πολιτική ήταν που έπληξε, κυρίως, τους κατοίκους των περιοχών αυτών, σε συνδυασμό, βέβαια, και με μία σειρά από άλλα μέτρα. Η υπαγωγή –ας το πω- του δάσους στους κανόνες της αγοράς, η δασική εκμετάλλευση με κανόνες της αγοράς ήταν, επίσης, ένα μέτρο, το οποίο συνέβαλε στο να επιδεινωθούν αυτά τα προβλήματα για τους κατοίκους των ορεινών περιοχών. Η απελευθέρωση στις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, η άρση του καμποτάζ, ήταν, επίσης, ένα μέτρο που συνέβαλε στο να δυσκολέψουν οι συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων των νησιωτικών περιοχών, να αραιώσουν τα δρομολόγια, να γίνουν πιο ακριβά, με ό,τι άλλες αρνητικές επιπτώσεις έχουν επισημανθεί επανειλημμένα, εντός και εκτός του Κοινοβουλίου.
Επομένως, δεν είναι η έλλειψη συνταγματικής πρόβλεψης αυτή η οποία οδήγησε στο αποτέλεσμα οι περιοχές αυτές να υποβαθμιστούν, οι περιοχές αυτές να υποστούν μεγαλύτερα πλήγματα. Είναι δεκαετίες, τώρα -για να μην πάω πιο πίσω, τουλάχιστον, τρεις δεκαετίας- που οι ορεινές περιοχές υφίστανται, συνεχώς, πλήγματα. Αντίστοιχη είναι η πορεία στις νησιωτικές περιοχές. Και πάλι ο όρος «βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη» από μόνος του δεν λέει τίποτα. Ανάπτυξη μπορεί να γίνει, αλλά το ζήτημα είναι ποιος θα την καρπωθεί. Σήμερα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, ώστε οι περιοχές αυτές να μετατραπούν σε «κότα με τα χρυσά αυγά» και έχουν, ήδη, μετατραπεί πολλές περιοχές. Είναι η γνωστή τουριστική αξιοποίηση από τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Σήμερα, έχουν μπει στο στόχαστρο διάφορες περιοχές. Αρα, από μόνη της η βιώσιμη ανάπτυξη δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα. Είναι, επομένως, πριν από όλα, ζήτημα πολιτικών και όχι συνταγματικής ρύθμισης.
Το δεύτερο άρθρο αναφέρεται στα ζητήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Θα ήθελα να θυμίσω ότι, στο σημείο αυτό, έχουμε δυο προτάσεις, και από τη Νέα Δημοκρατία –παράλληλες προτάσεις, μπορεί να μη ταυτίζονταν σε όλα τα σημεία- αλλά και από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι οποίες, όμως, παρά τις μεταξύ τους ενδεχόμενες διαφορές, κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Ποιά είναι η ουσία, που διαπερνά, σαν κόκκινη κλωστή, και τις δυο προτάσεις; Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα μετά το 1990, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν, είδαμε την με γοργούς ρυθμούς, μετατροπή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε μακρύ χέρι του κράτους, ώστε να διευκολυνθεί και η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση υπηρεσιών, να γίνει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός, ο οποίος θα προωθεί αυτές τις πολιτικές επιλογές. Και είδαμε όλα αυτά τα χρόνια, είτε με το ένα Κόμμα στην Κυβέρνηση, είτε με το άλλο, να μεταφέρονται αρμοδιότητες του κράτους, το κράτος να απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του στους τομείς της υγείας, της πρόνοιας και σε μία σειρά άλλες κοινωνικές παροχές, έτσι όπως επιζητούσε και το μεγάλο κεφάλαιο, διευκολύνοντας, με άλλα λόγια, την υλοποίηση αυτών των πολιτικών. Η φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων μειώνεται από 45% την δεκαετία του 1990. Επί ΠΑ.ΣΟ.Κ. η φορολόγηση των ανωνύμων εταιρειών κατέβηκε στο 35% και, στη συνέχεια, επί Νέας Δημοκρατίας μειώθηκε στο 25%. Δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο χάνει το κράτος από τις φορολογικές αυτές μειώσεις και από τα προνόμια στο μεγάλο κεφάλαιο. Από την άλλη μεριά, μεταφέρονται αρμοδιότητες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και το κράτος απαλλάσσεται από την ευθύνη του. Το κόστος μετακυλίεται στους δημότες.
Τώρα έχουμε δύο προτάσεις. Η μία πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, συνεχίζοντας και αξιοποιώντας τη διάταξη που τέθηκε σε ισχύ, στην προηγούμενη αναθεώρηση, με την ψήφο των δύο μεγάλων Κομμάτων, αναφέρεται στη μεταφορά άσκησης αρμοδιοτήτων, που συνιστούν αποστολή του κράτους, ώστε να διευρυνθεί και να εξειδικευθεί πιο συγκεκριμένα στον πολεοδομικό σχεδιασμό και στο χωροταξικό σχεδιασμό των σχεδίων πόλεως. Ανησυχούμε απ’ αυτήν τη διάταξη. Δεν ξέρουμε, πού θα οδηγήσει. Μέχρι τώρα η ευθύνη ήταν στην Κυβέρνηση. Ασκούνταν κοινοβουλευτικός έλεγχος και η Κυβέρνηση είχε το πολιτικό κόστος από τις επιλογές, που θα έπαιρνε. Θα μου πείτε, η Δημοτική Αρχή δεν θα είχε αυτές τις επιλογές; Παρενέβαινε το Συμβούλιο Επικρατείας. Εν πάση περιπτώσει, ήταν περισσότερα τα εφόδια και οι δυνατότητες, έτσι ώστε να μην υπάρχουν αυθαιρεσίες και να μη δρομολογούνται λύσεις σαν αυτές, που θα ήθελαν, με την άνεσή τους, οι διάφοροι μεγάλοι.
Παίρνοντας υπ’ όψιν και το νέο θεσμικό πλαίσιο με τις συμπράξεις του ιδιωτικού τομέα, τα Σ.Δ.Ι.Τ., κανένας δεν μπορεί να ξέρει, τί θα προκύψει από τέτοιου είδους ανάθεση αρμοδιοτήτων. Είναι γνωστό σε όλους, τί τεράστιες πιέσεις ασκούνται και πόσο ιδιαίτερη ανάμειξη δείχνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις και στην ίδια την εκλογή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεν αναφέρομαι στα διαφορετικά Κόμματα μόνο, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και σε υποψηφίους του ιδίου Κόμματος -όταν υπάρχουν τα γνωστά αντάρτικα ψηφοδέλτια- που επιδεικνύουν την ιδιαίτερη προτίμησή τους για τον άλφα ή τον βήτα, ανάλογα με το τι επαφές ή διασυνδέσεις μπορεί να υπάρχουν. Είναι μεγάλο το φιλέτο σε πολλές περιοχές. Συνεπώς, έχουμε πολλούς λόγους να ανησυχούμε από μία τέτοια διάταξη και από τις επιπτώσεις, στις οποίες μπορεί να μας οδηγήσει.
Επαναλαμβάνω την αντίθεσή μας στην πρόταση που ήταν μεν πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με την οποία, όμως, δεν διαφωνούσε και η Νέα Δημοκρατία. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην πρότασή του για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, έλεγε να υπάρχει και δυνατότητα επιβολής τοπικής φορολογίας. Είναι γνωστό, ότι μέχρι τώρα, δεν μπορούσαν οι δημοτικές αρχές να επιβάλουν φόρο, πέραν από τα ανταποδοτικά τέλη. Η πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. έδινε τη δυνατότητα, άνοιγε το δρόμο να μπορούν οι Δήμοι να επιβάλουν πρόσθετη φορολογία. Έτσι οι εργαζόμενοι, πέραν από τη φορολογική αφαίμαξη, που υφίστανται από τη φορολογία του κράτους, από το άδικο αντιλαϊκό φορολογικό σύστημα, που φορολογεί τους μικρούς και δίνει παροχές στους μεγάλους στις μεγάλες επιχειρήσεις, θα είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα πρόσφατο βραχνά. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με αυτές τις αλλαγές, που προτείνονται για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Το άλλο άρθρο αναφέρεται στους εργαζόμενους στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Εδώ υπάρχουν δύο κεντρικά ζητήματα. Το ένα είναι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και το δεύτερο, το πρόβλημα των συμβασιούχων. Σταθερά και πάγια έχουμε διακηρύξει τη θέση μας για σταθερή και πλήρη απασχόληση. Είμαστε υπέρ της μονιμότητας. Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί σε ποιες καταστάσεις οδηγούμαστε με την άρση της μονιμότητας και με την επιλογή του προσωπικού, ανάλογα με το ποιοί θα βρίσκονται στην εκάστοτε Κυβέρνηση. Αυτή είναι η μία πλευρά και ίσως είναι και η πιο ανώδυνη, γιατί το δεύτερο και το πιο ουσιαστικό είναι ότι η άρση της μονιμότητας, η γενίκευση της απασχόλησης με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου, ή αορίστου χρόνου, ή με τις άλλες ευέλικτες μορφές απασχόλησης δρομολογούν καταστάσεις, που οδηγούν σε ακόμα φθηνότερο εργατικό δυναμικό και έχουν σαν στόχο και αποτέλεσμα να ρίξουν ακόμα περισσότερο την τιμή της εργατικής δύναμης. Απόδειξη, το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης ήταν το πειραματικό εργαστήριο, στο οποίο άνθισαν και ευδοκίμησαν οι νέες εργασιακές μορφές απασχόλησης που ήθελαν τον εργαζόμενο λάστιχο, τα διάφορα προγράμματα «STAGE», δηλαδή εργαζόμενους χωρίς ασφάλιση, χωρίς δικαιώματα. Ήταν το θερμοκήπιο, που άνθισαν οι νέες μορφές, η μερική απασχόληση, η μερική ζωή κ.ο.κ. και ουσιαστικά εργαζόμενοι, χωρίς δικαιώματα.
Στην προηγούμενη αναθεώρηση, τί είχαμε; Με την κοινή ψήφο των δυο Κομμάτων, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., είχαμε τη δυνατότητα να προσλαμβάνονται σε ορισμένες ειδικότητες του Δημοσίου –οργανικές θέσεις, δεν ξέρω, πώς θα το πείτε- όπως για παράδειγμα το ειδικό επιστημονικό προσωπικό και το τεχνικό βοηθητικό προσωπικό, με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Έρχεται τώρα η Νέα Δημοκρατία, η οποία διευρύνει αυτό το ρήγμα, που έγινε στην προηγούμενη αναθεώρηση και το γενικεύει σε όλο το Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Δεν το περιορίζει μόνο σε εκείνες τις θέσεις και δεύτερον, δίνει τη δυνατότητα της βαθμολογικής εξέλιξης. Έτσι θέλει να το παρουσιάσει, σαν δήθεν χάρισμα στους υπαλλήλους, που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σαν παροχή προς αυτούς, δηλαδή τη δυνατότητα να εξελίσσονται ιεραρχικά.
Εγώ βάζω το εξής ερώτημα: Γιατί πρέπει να προσλαμβάνονται εργαζόμενοι ιδιωτικού δικαίου, που ανακαλύπτουν αυτές τις θέσεις και να μην προσλαμβάνονται μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Ας αφήσουμε τα προσχήματα. Θα μου πείτε τα προηγούμενα χρόνια, πριν από την ψήφιση αυτής της συνταγματικής διάταξης, δεν είχαμε προσλήψεις με εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με συμβάσεις έργου και μία σειρά άλλες συμβάσεις, οι οποίες καταστρατηγούσαν και υπονόμευαν τη μονιμότητα. Βεβαίως, γίνονταν με την ανοχή και με τις επιλογές των Κομμάτων, που διακυβέρνησαν αυτό τον Τόπο.
Έγινε η συνταγματική ρύθμιση και, επομένως τώρα, πάμε σε μία ακόμη κατάσταση, που θα οδηγήσει στον ακόμη μεγαλύτερο περιορισμό της μονιμότητας. Αρα, στη γενίκευση των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, με άλλα λόγια στη «ντε φάκτο» κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Μιλάω για τη μεγάλη πλειοψηφία. Δεν λέω ότι θα τους καταργήσετε όλους. Βεβαίως, σε κάποιες θέσεις - κλειδιά, σε κάποιους στρατηγικούς τομείς, θα διατηρηθεί και η μονιμότητα, σε κάποιους -ας πούμε- μηχανισμούς, που θα ήθελαν να είναι, επτασφράγιστα, κλειστοί. Όμως, η μεγάλη πλειοψηφία θα απασχολείται με τις λεγόμενες ευέλικτες εργασιακές μορφές απασχόλησης.
Κάποτε, πριν από λίγα χρόνια, πριν από δεκαπέντε χρόνια, κοιτώντας κάποιος τον προϋπολογισμό για παράδειγμα στο Υπουργείο Παιδείας, έβλεπε ότι διατίθενται μεγάλα κονδύλια για την πρόσληψη αναπληρωτών. Αντί να προβλεφθούν κονδύλια για την πρόσληψη μονίμων, προβλέπονταν για την πρόσληψη αναπληρωτών καθηγητών. Τώρα, τα τελευταία χρόνια, είχαμε μία αλλαγή και αναφέρομαι στην τελευταία δεκαετία. Από τους αναπληρωτές πήγαμε πλέον στους ωρομίσθιους, δηλαδή σ’ αυτούς που μπορούν να δουλεύουν για τρεις, για τέσσερις, για πέντε ώρες -ή δεν ξέρω και εγώ πόσο- πάντως όχι με πλήρη, σταθερή απασχόληση. Επομένως, το μέλημα τους ήταν το πώς θα μοιράσουν την ανεργία ανάμεσα στους εργαζόμενους με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο περιορισμό και στην υπονόμευση των δικαιωμάτων τους. Αυτό είναι το ένα, για το οποίο δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στη συγκεκριμένη διάταξη, που προτείνετε.
Το δεύτερο: Υπάρχει σε εκκρεμότητα το μεγάλο πρόβλημα των συμβασιούχων. Ψηφίσατε στην προηγούμενη Αναθεώρηση –και αναφέρομαι στα δύο κόμματα- τη διάταξη, που έλεγε ότι δεν μπορούν να μετατραπούν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε αορίστου χρόνου. Το αποτέλεσμα, ποιό ήταν; Να συνεχίζεται η ομηρία και χιλιάδες εργαζόμενοι μετά από πολλά χρόνια εργασίας να βρεθούν στο δρόμο και να χάσουν τη δουλειά τους. Οι όποιες απόπειρες να δοθεί λύση στο πρόβλημα έγιναν στα λόγια και από την Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Δεν το έλυσαν, παρά μόνο για ένα ελάχιστο αριθμό εργαζομένων. Η μεγάλη τους πλειοψηφία έμεινε έξω από αυτές τις ρυθμίσεις. Είναι μία απαράδεκτη ρύθμιση. Και τα δύο Κόμματα φέρουν ευθύνη, όχι μόνο, γιατί ψήφισαν εκείνη τη διάταξη, αλλά και γιατί επιμένουν στην εφαρμογή της και δεν πήραν μέτρα για την αλλαγή της, έτσι ώστε να μπορέσει να βρεθεί λύση στο πρόβλημα. Επαναλαμβάνω, η θέση μας είναι μία σχέση εργασίας και μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, για κατεπείγουσες απρόβλεπτες ανάγκες θα μπορούσαν να γίνονται προσλήψεις ιδιωτικού δικαίου, όχι όμως να γενικεύονται αυτές οι μορφές απασχόλησης.
Για την Αναθεώρηση του άρθρου 104, πραγματικά δημιουργείται ένα ερώτημα. Τι αλλαγή χρειάζεται; Υποτίθεται ότι θέλει να τονώσει την προσωπική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων από παράνομη υπαίτια συμπεριφορά. Ο αστικός κώδικας το έλυνε αυτό το ζήτημα. Υπάρχει καμία ανάγκη να γίνει και συνταγματική αλλαγή, να μπει και στο Σύνταγμα μία τέτοια διάταξη; Δεν μπορώ να καταλάβω τη σκοπιμότητα αυτής της διάταξης. Νομίζω ότι οι διατάξεις που υπήρχαν και στον Αστικό Κώδικα ήταν αρκετές.
Είμαστε αντίθετοι στην υπαγωγή της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις διατάξεις για τις Ανεξάρτητες Αρχές. Έτσι και αλλοιώς, οι Ανεξάρτητες Αρχές στα λόγια είναι Ανεξάρτητες Αρχές. Το έχουμε πει, κατ’ επανάληψη, δεν χρειάζεται να επαναλάβω το σκεπτικό και για ποιο λόγο θεωρούμε ότι αυτές οι Αρχές δεν μπορεί, ουσιαστικά, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των ανθρώπων, που μπορεί να τις στελεχώνουν, να παίξουν κάποιο ουσιαστικό ρόλο. Το βασικό είναι ότι κινούνται σε ένα θεσμικό πλαίσιο, το οποίο έχει καθοριστεί από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Η όποια ανεξαρτησία τους περιορίζεται στο θεσμικό πλαίσιο, που έχει ψηφιστεί από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είναι Επιτροπές, οι οποίες ασχολούνται με τον έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, όπως μπορεί να ασχολείται ο Συνήγορος του Πολίτη και οι άλλες αρχές. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Επιτροπή Ανταγωνισμού -ας το πω απλά- παίζουν τον ρόλο του τροχονόμου, στο πώς θα μοιραστεί η πίττα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και Επιτροπή Ανταγωνισμού γενικότερα ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Υπάρχει καμία σκοπιμότητα να ενταχθούν αυτές οι Επιτροπές στις λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές;
Τί κάνει η Ρ.Α.Ε.; Από πού προέκυψε η ανάγκη να δημιουργηθεί αυτή η Αρχή; Προέκυψε, από τότε, που αποφασίστηκε η απελευθέρωση της αγοράς, που είχε σαν αποτέλεσμα να καταργηθεί το κρατικό μονοπώλιο, να δοθεί η δυνατότητα να μπουν και άλλες επιχειρήσεις, συνεπώς να υπάρχει ανταγωνισμός στον κλάδο και θα έπρεπε να ρυθμιστούν όλα αυτά τα ζητήματα. Έχει καμία σχέση με τις υπόλοιπες Ανεξάρτητες Αρχές και θα πρέπει να υπαγάγουμε αυτές τις επιτροπές –αναφέρομαι και στις δύο, και στη Ρ.Α.Ε. και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού- στο Σύνταγμα; Να κατοχυρώσουμε και συνταγματικά ότι εσαεί, δηλαδή, θα είναι έτσι η κατάσταση, με το χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας πάντα στα χέρια της απελευθέρωσης της αγοράς; Είμαστε αντίθετοι.
Δεν βλέπουμε σκοπιμότητα να μπει και η άλλη διάταξη για την υπαγωγή των ζώων. Δηλαδή, η έλλειψη συνταγματικής διάταξης ήταν αυτό που εμπόδισε να παρθούν κάποια μέτρα για την προστασία των ζώων; Ας κρατήσουμε τη συζήτηση σε ένα επίπεδο. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε τέτοια ζητήματα. Το τελευταίο άρθρο αναφέρεται στους Απόδημους. Πιστεύουμε ότι η προηγούμενη διατύπωση ήταν καλύτερη. Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται αλλαγή. Η προηγούμενη διατύπωση μιλούσε για τους Απόδημους. Αλλο ο «Απόδημος» και άλλο ο «Ελληνισμός» ο οποίος μπορεί να παραπέμπει σε άλλες έννοιες. Δεν ξέρω ο καθένας, τί διάσταση μπορεί να δίνει. Η προηγούμενη πάντως διατύπωση με τους Απόδημους, που υπονοούσε τους μετανάστες ήταν πιο πρακτική και ήταν καλύτερη.
Πιστεύω ότι θα έπρεπε να παραμείνει εκείνη η διάταξη.
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΗΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Πριν από την ψηφοφορία το Κ.Κ.Ε. εξέφρασε ένα προβληματισμό, που αφορούσε την παρούσα, αλλά και κάθε μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε, στο κατά πόσο είναι σύμφωνο με το άρθρο 110 του Συντάγματος, που ορίζει τη διαδικασία της Αναθεώρησης, να ψηφίζονται από προηγούμενη Βουλή οι προς αναθεώρηση διατάξεις και να ψηφίζεται στην Αναθεωρητική Βουλή το περιεχόμενο αυτών των διατάξεων. Αναφέρθηκε σε κάποιες περιπτώσεις, όπου προτείνονται για ψήφιση άρθρα, που δεν έχουν ψηφιστεί από την προηγούμενη Βουλή. Συγκεκριμένα,
Α) Στο άρθρο 29 του Συντάγματος, είχε ζητηθεί με πρόταση της Νέας Δημοκρατίας η αναθεώρηση της παραγράφου 2, που αφορά τα οικονομικά των Κομμάτων.
Τώρα, χωρίς να έχει συζητηθεί και να ψηφιστεί από την προηγούμενη Βουλή, έρχεται και συζητείται προσθήκη νέας παραγράφου, η παράγραφος 3, η οποία, μάλιστα, έχει και πολύ ουσιαστικό περιεχόμενο και αφορά παρέμβαση στη λειτουργία των Κομμάτων.
Β) Η δεύτερη περίπτωση είναι ότι στο άρθρο 103 του Συντάγματος ζητήθηκε η τροποποίηση των παραγράφων 2, 3, 5 και 8, με αντικείμενο την εξέλιξη των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Στην Επιτροπή Αναθεώρησης, μένουν άθικτες οι πιο πάνω παράγραφοι του άρθρου 103 και ζητείται η προσθήκη νέας παραγράφου 9 στο άρθρο 103, με το πιο πάνω περιεχόμενο.
Γ) Αρχικά ζητήθηκε από ένα αριθμό Βουλευτών, που απαιτείται σύμφωνα με το Σύνταγμα και ψηφίστηκε από την προηγούμενη Βουλή, η προσθήκη στο άρθρο 5 του Συντάγματος διάταξης για την προστασία των ζώων.
Τώρα, με τις τελικές διατυπώσεις, ζητείται η προσθήκη νέου άρθρου, του άρθρου 24 Α, με περιεχόμενο την προστασία των ζώων, προσθήκη άρθρου, δηλαδή, που δεν είχε ψηφιστεί από την προηγούμενη Βουλή.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
Αρθρο 14 παρ. 9 ΟΧΙ
(Κατάργηση βασικού μετόχου)
Αρθρο 16
Παρ. 1 (Ευρωπαϊκή διάσταση παιδείας) ΟΧΙ
Παρ. 5 (Δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών Α.Ε.Ι.) ΟΧΙ
Παρ. 7 (Επαγγελματική εκπαίδευση-ιδιωτικοποίηση) ΟΧΙ
Παρ. 8 (Δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών Α.Ε.Ι.) ΟΧΙ
Προσθήκη 2 παραγράφων (10 και 11). ΟΧΙ
(Αξιολόγηση στα ΑΕΙ και Εθελοντισμός, αλλά
και Κοινωνία Πολιτών, Μ.Κ.Ο.)
Αρθρο 17
Παρ. 1 (Κατοχύρωση πνευματικής Ιδιοκτησίας) ΟΧΙ
Προσθήκη παραγράφων (Για ρυμοτομικές ΟΧΙ
απαλλοτριώσεις)
Αρθρο 20 παρ. 1 (Προσωρινή δικαστική ΟΧΙ
προστασία)
Αρθρο 22 παρ. 1(Κοινωνική συνοχή - ΟΧΙ
ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα)
Αρθρο 24 παρ.1 (Δάση-περιβάλλον) ΟΧΙ
Αρθρο 24Α (Προστασία των ζώων) ΟΧΙ
Αρθρο 28 παρ.3 και ερμηνευτική δήλωση ΟΧΙ
(Κύρωση συνθηκών Ε.Ε.με 151 βουλευτές)
Αρθρο 29 παρ. 2 (Οικονομικά Κομμάτων) ΟΧΙ
Αρθρο 29 προσθήκη παραγράφου ΟΧΙ
(Λειτουργία Κομμάτων)
Αρθρο 57 (επαγγελματικό ασυμβίβαστο) ΠΑΡΩΝ
Αρθρο 58 (Έλεγχος κύρους των εκλογών ΟΧΙ
από Συνταγματικό Δικαστήριο)
Αρθρο 62 (Αρση ασυλίας βουλευτών) ΟΧΙ
Αρθρο 78 παρ. 6 (Εγγυήσεις Δημοσίου) ΟΧΙ
Αρθρο 79 παρ.1 (Τροποποίηση κονδυλίων ΠΑΡΩΝ
Προυπολογισμού)
Αρθρο 88 παρ.2 εδ, γ΄, δ΄ και ε΄ ΟΧΙ
(Μισθοδικείο δικαστών-Συνταγμ. Δικαστήριο)
Αρθρο 90 παρ.5 (Διορισμός ηγεσίας ΟΧΙ
Δικαιοσύνης)
Αρθρο 95 Προσθήκη διάταξης (Ειδικό τμήμα ΟΧΙ
στο Σ.τ.Ε. για διοικητικές συμβάσεις)
Αρθρο 98 παρ.1 εδ. β΄(Ειδικό τμήμα Ε.Σ.) ΟΧΙ
Αρθρο 100 (Συνταγματικό Δικαστήριο) ΟΧΙ
Αρθρο 101 (Νησιωτικές και ορεινές περιοχές) ΠΑΡΩΝ
Αρθρο 101Α (Συνταγματοποίηση Α.Δ.Α. ΟΧΙ
Επιτροπή Ανταγωνισμού και Ρ.Α.Ε.)
Αρθρο 102 παρ. 1 εδ. δ΄(Αρμοδιότητα Ο.Τ.Α. ΟΧΙ
σε πολεοδομικά θέματα)
Αρθρο 103 παρ. (2,3,5,8)9 (Εξέλιξη υπαλλήλων ΟΧΙ
αορίστου χρόνου)
Αρθρο 104 παρ. 3 (Ατομική ευθύνη υπαλλήλων) ΟΧΙ
Αρθρο 108 παρ. 1,2 (Μετονομασία Απόδημου ΟΧΙ
Ελληνισμού σε Ελληνισμό Διασποράς)
Αρθρο 111 παρ. 2 ΑΠΟΣΥΡΘΗΚΕ
Αρθρο 111 παρ. 6 (Διάταξη άρθρου 19 ΠΑΡΩΝ
Κώδικας Ιθαγένειας)
Αρθρο 115 παρ.2 (Μεταβατική για ΠΑΡΩΝ
αρμοδιότητα Α.Ε.Δ.)
Αρθρο 115 παρ.7 (Έναρξη ισχύος ΠΑΡΩΝ
επαγγελματικού ασυμβίβαστου)
Αρθρο 117 παρ.3 (Κυρώσεις για ΟΧΙ
παραβάσεις)
Αρθρο 117 παρ.7(Έναρξη ισχύος ΟΧΙ
άρθρου 17 παρ. 4 Συντάγματος)
Αρθρο 118 παρ.5 (Μεταβατική για ΟΧΙ
αποχώρηση Αντιπροέδρων)
Αρθρο 118 παρ. 7(Μεταβατική για ΟΧΙ
Συμβασιούχους).
843