1. Εισήγηση του Γενικού Εισηγητού της Πλειοψηφίας Παναγιώτη (Πάνου) Παναγιωτόπουλου
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ (ΠΑΝΟΥ) ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. Θεωρώ απαραίτητο να κάνω μία ευρύτερη πολιτική αναφορά στο κλίμα, μέσα στο οποίο ξεκίνησε η Επιτροπή μας αυτήν την ουσιαστική διαδικασία.
Πρόκειται για μία κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία, που αποτελεί κομβικό σημείο για τη λειτουργία της ελληνικής πολιτείας, τη λειτουργία των πολιτειακών δομών, τη λειτουργία των θεσμών και του πολιτεύματος. Δεν θα αποφύγω, όμως, να κάνω μία γενικότερη πολιτική αναφορά. Διότι για να ξεκινήσει αυτή η διαδικασία, όπως προβλέπει το Σύνταγμα στην προαναθεωρητική φάση, συνέπραξαν και οι Βουλευτές της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, δηλαδή οι Βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ..
Κατά την παρούσα περίοδο βλέπουμε η Αξιωματική Αντιπολίτευση, με επιλογές της ηγεσίας της, να προτιμά να εμφανίζεται δια της απουσίας της, να δηλώνει την απουσία της σε όλα τα επίπεδα. Το είδαμε, κατά τη διάρκεια πρόσφατης συζήτησης στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, το βλέπουμε κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος και το βλέπουμε και σε άλλες διαδικασίες.
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι τη στάση αυτή, οι συνάδελφοι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είμαι βέβαιος ότι δεν την επέλεξαν και είναι θέμα κομματικής πειθαρχίας, είναι επιλογή της ηγεσίας της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αποτελεί μία στάση γνήσια αντικοινοβουλευτική –αυτό πρέπει να το τονίσουμε- αποτελεί μία στάση, που απάδει προς οποιαδήποτε αντίληψη θεώρησης και λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα. Είναι πρωτοφανής στάση –θα λέγαμε- για τα κοινοβουλευτικά χρονικά, με δεδομένο ότι κανείς δεν εμποδίζει τους συναδέλφους να είναι παρόντες, να καταγγέλλουν, να διαφωνούν, να απορρίπτουν, να προτείνουν. Προφανώς, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θέλει να ξεφύγει από τη δοκιμασία που σας προανέφερα, διότι το «ασκώ κριτική», το «καταγγέλλω», το «αντιπροτείνω» το «προβληματίζομαι» προϋποθέτουν θέσεις, κρίση, αξιολόγηση, δομημένη πολιτική αντίληψη, την οποία φαίνεται ότι, στην παρούσα φάση, η ηγεσία της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης δεν τη διαθέτει. Το τονίζω, το επισημαίνω, διότι η στάση, που ακολουθείται είναι πρωτοφανής και δεν είναι μόνο στη διαδικασία της Επιτροπής Αναθεώρησης, αλλά την είδαμε και την εισπράξαμε και κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, όπου η παρουσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. υποδηλώθηκε δι’ επιστολοχάρτου, δι’ επιστολής που απεστάλη στην Πρόεδρο κυρία Μαρία Κόλλια - Τσαρουχά.
Θα πω ότι είναι κρίμα, διότι εδώ δεν ήλθαμε να κάνουμε συζήτηση σε μία κλειστή λέσχη νομικών ή δημοσιολογούντων, να συζητήσουμε άνθρωποι, οι οποίοι έχουμε τελειώσει τη νομική επιστήμη ή ενδιαφερόμαστε για τα δημόσια ή για τα θεσμικά ή για τα συνταγματικά προβλήματα του τόπου. Αυτή η συζήτηση και το περιεχόμενό της, τα διεξαγόμενα αυτής της διαδικασίας αφορούν και επηρεάζουν έμμεσα τη ζωή του ‘Έλληνα και της Ελληνίδας. Βεβαίως, εάν θέλουν οι συμπολίτες μας μία απάντηση για το τι θα γίνει με την ανεργία, για το τι θα κάνουμε με το κυκλοφοριακό, για το τι θα κάνουμε με την τρύπα του όζοντος, για το τι θα κάνουμε με την ακρίβεια, η απάντηση αυτή δεν απορρέει άμεσα από το προϊόν της δουλειάς μας.
Επηρεάζεται, όμως, έμμεσα, συνολικά το επίπεδο ζωής, συνολικά το πλαίσιο ζωής, διότι το Σύνταγμα είναι η κρηπίδωση, είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα έλθει, στη συνέχεια, ο κοινός νομοθέτης να αναπτύξει τις δικές του πρωτοβουλίες, σύμφωνα με την αντίληψη που εκφράζει η εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία, για να διαμορφώσει συνθήκες, που θα επηρεάσουν και τα προβλήματα της απασχόλησης και τα προβλήματα της καθημερινότητας και της ακρίβειας, του κόστους ζωής και τα προβλήματα ποιότητας ζωής. Άρα, θέτουμε το πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο κοινός νομοθέτης θα πάρει πρωτοβουλίες για να επηρεάσει προς το καλύτερο –θέλουμε να ελπίζουμε- τα ζητήματα της καθημερινότητας του Έλληνα και της Ελληνίδας.
Αυτό το πλαίσιο τίθεται εδώ και δεν τίθεται ούτε για ένα χρόνο, ούτε για δύο χρόνια. Είναι μεσομακροπρόθεσμη η πρωτοβουλία, που ανέλαβε η Βουλή, είναι καθαρά πρωτοβουλία της Βουλής των Ελλήνων και, κατά συνέπεια, και πρέπει να προβληθεί και πρέπει να αξιολογηθεί ανάλογα και πρέπει να είναι σεβαστή από όλες τις πλευρές. Για να κάνουμε μία σύντομη αναδρομή θα πρέπει να πούμε, ότι το Σύνταγμα του 1975 με τις διαδοχικές αναθεωρήσεις, που υπήρξαν, από τότε μέχρι σήμερα, έδωσε μία στέρεη βάση για να αναπτυχθεί αυτό, που ονομάζεται μεταπολιτευτικό πείραμα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα. Παρά τα προβλήματα, που υπήρχαν εδώ και τριάντα τέσσερα χρόνια, αυτό το Σύνταγμα δημιούργησε μία στέρεη βάση για να αναπτυχθεί το πείραμα της Μεταπολίτευσης, το οποίο παρ’ ότι μπορεί να έχει ελλείψεις, παρ’ ότι μπορεί να έχει δυσλειτουργίες, παρ’ ότι ακούγονται ενστάσεις για τα ζητήματα των κοινωνικών δικαιωμάτων κ.ο.κ., οφείλουμε να πούμε ότι έδωσε στη χώρα ένα κοινοβουλευτικό και δημοκρατικό βίο αδιατάρακτο, έναν βίο πρωτόγνωρο για τα πολιτικά δεδομένα του νέου ελληνικού κράτους, όπως συγκροτήθηκε από τον αγώνα της απελευθέρωσης μέχρι σήμερα. Κατά τούτο θα πρέπει να το αξιολογήσουμε αυτό πολύ θετικά. Επίσης πρέπει να πούμε και να αξιολογήσουμε, με πολύ θετικό τρόπο, τη συμβολή όλων των πολιτικών δυνάμεων από το 1975 μέχρι σήμερα, από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά, στο κοινό γίγνεσθαι, στην από κοινού δημιουργία θεσμών που άντεξαν, που προσέφεραν και που τοποθέτησαν από πλευράς πολιτειακών δομών και πολιτικών δομών το μεταδικτατορικό ελληνικό κράτος στην πρώτη γραμμή μεταξύ των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών.
Πρέπει να πούμε –για να μην γκρινιάζουμε στην Ελλάδα- ότι σε αρκετά πράγματα μπορεί να έχουμε πρόβλημα ή να παρουσιάζουμε θεσμική υστέρηση, αλλά σε άλλα πράγματα η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος στην Ευρώπη, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η πιο πρόσφατη Αναθεώρηση, ενώ εισήγαγε σημαντικές βελτιώσεις, ταυτόχρονα εισήγαγε και ρυθμίσεις, οι οποίες στην πορεία των ετών, πολύ γρήγορα αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές ή ατελέσφορες ή ρυθμίσεις, οι οποίες δημιούργησαν πρόβλημα και θα δημιουργήσουν σοβαρότερο πρόβλημα τις επόμενες δεκαετίες στην ομαλή εξέλιξη του πολιτικού βίου. Μία χαρακτηριστική είναι η ρύθμιση για το ασυμβίβαστο, η απαράδεκτη και ολισθηρά, από συνταγματικής πλευράς, αλλά και ουσίας της πολιτικής, αυτή ρύθμιση. Άλλες, όμως, υπήρξαν κατ’ εξοχήν θετικές. Μέσω αυτής της διαδικασίας έχουμε τη δυνατότητα να κατοχυρώσουμε τις αποτελεσματικές ρυθμίσεις και της τελευταίας Αναθεώρησης, να τις εμπεδώσουμε, αλλά κυρίως να προχωρήσουμε σε αλλαγές που δεν ήταν τότε δυνατό να υιοθετηθούν και ταυτόχρονα να διορθώσουμε κάποιες ρυθμίσεις της τελευταίας Αναθεώρησης, οι οποίες αποδείχθηκαν και ατελέσφορες, αλλά και στην εφαρμογή τους αρνητικές σε αυτό το μικρό, αλλά ουσιαστικό από πλευράς συμπερασμάτων διάστημα, που διέρρευσε από τότε μέχρι σήμερα. Ακούμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται κάποια πράγματα από διαφορετικά στόματα διαφορετικών πτερύγων της Βουλής εντός και εκτός Βουλής. Αυτό που θέλω να ξεκαθαρίσω είναι ότι η Αναθεώρηση που προτείνουμε δεν συνιστά επίθεση εναντίον του δημοσίου χώρου, γιατί αυτό ακούγεται. Ακούγεται ότι στα πλαίσια του πνεύματος της παγκοσμιοποίησης, στα πλαίσια του πνεύματος κυριαρχίας των αγορών το οποίο σαρώνει την πολιτική σκέψη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, η Νέα Δημοκρατία έρχεται να προσαρμόσει και το συνταγματικό χάρτη. Ότι, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο ζητάει την ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού χώρου, ζητάει τη συρρίκνωση του δημοσίου χώρου υπέρ του ιδιωτικού. Σε καμμία περίπτωση. Η Αναθεώρηση, που προτείνουμε, ενισχύει το κοινωνικό κράτος, ενισχύει το δημόσιο χώρο και επιτρέψτε μου να πω ότι το πνεύμα και το γράμμα της είναι απόλυτα σύμφωνα με την πολιτική φιλοσοφία και τα κεντρικά πολιτικά ιδεολογήματα της Νέας Δημοκρατίας. Δηλαδή, με το γεγονός ότι ελεύθερη αγορά δεν σημαίνει ασύδοτη αγορά, με το γεγονός ότι σε μία ευνομούμενη, σύγχρονη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο ιδιωτικός χώρος υπόκειται σε νόμους και σε δομές, που αφορούν το καλό του ευρύτερου συνόλου και ακριβώς μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια κινούμαστε τόσο για την πρόταση, που κάνουμε, για το θέμα του άρθρου 24 –μιλάω για το θέμα του δασικού πλούτου της χώρας- όσο και για το θέμα των μεγάλων αλλαγών στην Παιδεία. Και αναφέρομαι ειδικότερα στην πρότασή μας για το άρθρο 16.
Για μας –το τονίζω και το επισημαίνω- η παιδεία εξακολουθεί να αποτελεί δημόσιο αγαθό, όπως, επίσης και η υγεία εξακολουθεί να αποτελεί δημόσιο αγαθό. Θεωρούμε ότι αυτά τα δημόσια αγαθά πρέπει να παρέχονται σε όλους τους πολίτες της ευνομούμενης ελληνικής δημοκρατικής πολιτείας και να μην υπόκεινται σε εμπορευματοποίηση. Η ύπαρξη του ιδιωτικού τομέα δεν εμποδίζει σε τίποτε αυτά τα οποία πιστεύουμε και αυτά τα οποία προτείνουμε.
Κάτω απ’ αυτά τα πλαίσια, ένα από τα πιο ξεχωριστά σημεία της προτάσεως της Νέας Δημοκρατίας αφορά το άρθρο 22, δηλαδή προτείνουμε να υπάρξει ρητή πρόβλεψη του ελληνικού κράτους να φροντίζει για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Γνωρίζουμε –και θα τα πούμε στην πορεία των συζητήσεων όταν θα πάμε από ενότητα σε ενότητα- ότι υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις. Υπήρξε μία προσέγγιση από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., υπάρχει μία άλλη προσέγγιση από τα Κόμματα της Αριστεράς. Θέλω να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι εμείς δεν προσήλθαμε, ως Νέα Δημοκρατία, στις εργασίες της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος της ελληνικής πολιτείας, ούτε με αγκυλώσεις, ούτε έχοντας προαποφασίσει πράγματα από την αρχή μέχρι το τέλος, ούτε με διάθεση επιβολής των πάντων στους πάντες. Πιστεύουμε στο διάλογο, πιστεύουμε στη συναίνεση. Είμαστε έτοιμοι να συνομιλήσουμε με όλες τις πτέρυγες των Κομμάτων, που εκπροσωπούνται, των Κομμάτων, που είναι παρόντα σε αυτήν την κορυφαία διαδικασία και να βρούμε λύσεις. Κομματικοί εγωισμοί, πολιτικές εγωπάθειες, κυβερνητικές αλαζονείες δεν έχουν θέση σε αυτήν την διαδικασία και δεν ταιριάζουν στο πολιτικό ήθος και στην πολιτική φιλοσοφία της Νέας Δημοκρατίας και ιδιαίτερα του Πρωθυπουργού και Αρχηγού του Κόμματος, του Κώστα Καραμανλή. Κατά συνέπεια, προς όλες τις πτέρυγες, προς όλες τις κατευθύνσεις λέμε: «Ελάτε να συζητήσουμε. Μπορεί και πρέπει να βρούμε λύση». Δεν μπορούμε με τη στάση μας, με εγωπάθειες, με μονομανίες, με το οποιοδήποτε αλαζονικό σύνδρομο να γίνουμε καταγέλαστοι στα μάτια της κοινής γνώμης ότι επιχειρούμε για να επιδοθούμε σε μία νομική και πολιτική εκζήτηση, να κάνουμε δηλαδή ένα «σαλόνι» πολιτικής παραφιλολογίας χωρίς να καταλήξουμε σε αποτέλεσμα. Θα πρέπει να υπάρξει προϊόν αυτής της διαδικασίας, διότι αλλιώς θα αναλάβει ο καθένας βαρύτατες ευθύνες. Ο Ελληνικός Λαός θα δει, ποιοί τορπίλισαν και ποιοί έλαβαν μέρος με ειλικρινή και εποικοδομητική διάθεση στη διαδικασία αυτή. Η διαδικασία αυτή δεν σηκώνει διακωμώδηση. Η διαδικασία αυτή δεν επιτρέπει μικροκομματικά και μικροπολιτικά παιχνίδια. Πρέπει να φθάσουμε σε πέρας. Πρέπει να αναθεωρήσουμε διατάξεις του παρόντος συνταγματικού χάρτη και να φθάσουμε σε αποτέλεσμα, που να δικαιώνει τις προσδοκίες του Έλληνα και της Ελληνίδας, οτιδήποτε και αν ψηφίζουν. Από αυτές τις κεντρικές πολιτικές αρχές, από τις οποίες θα εμφορούνται όλες οι προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία, με δεδομένη την πρόθεσή μας να συμμετάσχουμε με ουσιαστικό τρόπο σ’ αυτές τις διαδικασίες, να έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο αυτές οι διαδικασίες και να συνδιαμορφώσουμε το τελικό κείμενο αλλαγών στο Σύνταγμα, χωρίς να ανατρέχουμε ούτε καν στον αριθμό των Βουλευτών του κάθε Κόμματος. Εμείς θεωρούμε ότι πρέπει από κοινού να συμμετάσχουμε και αν θέλετε, θα απορρίψουμε και την κομματική αριθμητική, διότι, όπως είπα, ούτε αλαζονεία, ούτε μονομανία, ούτε κομματική και πολιτική εγωπάθεια πρέπει να υπάρξει.
2. Η διαδικασία στην Επιτροπή Αναθεώρησης άρχισε με το άρθρο 14 παράγραφος 9, ένα άρθρο, το οποίο έχει προκαλέσει, κατά καιρούς, θύελλα επικρίσεων, σε βάρος της Κυβέρνησης.«Η μεγάλη γκάφα της Νέας Δημοκρατίας, ο Βασικός Μέτοχος». «Το Βατερλώ του Καραμανλή, ο Βασικός Μέτοχος». Τα έχουμε δει να γράφονται σε εφημερίδες, να εκτοξεύονται, εν είδει αφορισμών, από τηλεοπτικούς και κοινοβουλευτικούς άμβωνες, σε βάρος του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης. Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η γκάφα, ποιο είναι αυτό το Βατερλώ του Καραμανλή και της Κυβέρνησης; Το γεγονός ότι ο κ. Καραμανλής, η Νέα Δημοκρατία σήκωσαν στην πλάτη τους ένα βάρος, που θεωρούν ότι αντιστοιχεί σε κάτι, που τους ανατέθηκε σε μια εντολή που τους δόθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού! Να ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, το θέμα: Χρειάζεται μια τέτοια πρόβλεψη στο Σύνταγμα της Ελλάδος; Υπάρχει πρόβλημα ή δεν υπάρχει πρόβλημα; Ρωτάω δημόσια: Υπάρχει πρόβλημα διαπλοκής στην Ελλάδα; Υπάρχει πρόβλημα μιας αμαρτωλής σχέσης –με την πολιτική έννοια του όρου- μεταξύ προμηθευτών του δημοσίου, εργολάβων δημοσίων έργων και ιδιοκτητών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας; Όποιος πιστεύει ότι δεν υπάρχει να σηκωθεί στο Εθνικό Κοινοβούλιο και να το πει. Την ίδια πρόκληση είχα απευθύνει υπό την ιδιότητα του Γενικού Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας και στην προαναθεωρητική φάση, αλλά ουδείς πήρε το λόγο να μου πει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα διαπλοκής στην Ελλάδα. Να το κλείσουμε αυτό το θέμα, επιτέλους. Επειδή, λοιπόν, όλοι, έστω και δια της σιωπής, συναινούμε στο ότι υπάρχει πρόβλημα και ότι είναι ίσως ένα από τα κομβικά προβλήματα της δημοκρατίας μας, που αφορά στην ποιότητα, αλλά και στην ποσότητα της δημοκρατίας σήμερα στην Ελλάδα, πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους να το ρυθμίσουμε.
Τώρα, λένε, «μα υπήρξαν προβλήματα στις Βρυξέλλες με την Επιτροπή Ανταγωνισμού τον κ. Σβάουγκ κ.λπ.». Ασφαλώς υπήρξαν. Αυτό ακυρώνει την πολιτική πρόθεση και τη γενναιότητα του κ. Καραμανλή και της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας; Ποιοι είναι αυτοί, που μόλις ο κ. Σβάουγκ έστειλε τους φετφάδες, πετάχτηκαν και άρχισαν να θριαμβολογούν; Μπορούν να μας πουν οι διάφοροι παράγοντες της Αντιπολίτευσης ή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, γιατί θριαμβολογούσαν τότε; Για τη νίκη ποίων σε βάρος ποίων; Επειδή, λοιπόν, στην Ελλάδα κάποιοι συνηθίζουν να δημιουργούν σύγχυση και λένε, «θα καθίσει τώρα ο απλός πολίτης να ψάξει μέσα στα προβλήματα της καθημερινότητας τι ισχύει και τι δεν ισχύει, τι έκανε ο κ. Σβάουγκ και τι δεν έκανε», πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Βεβαίως, υπήρξε πρόβλημα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά το πρόβλημα δεν αφορούσε ούτε ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε πολιτικά δικαιώματα. Το πρόβλημα αφορούσε ζητήματα ανταγωνισμού. Δηλαδή, έκρινε η αρμόδια διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι ο τρόπος, με τον οποίο είχε διατυπωθεί η παράγραφος 9 του άρθρου 14 δεν ήταν συμβατός με τα όσα έχουν θεσμοθετηθεί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο κοινής όδευσης και κοινής συμβίωσης στα θέματα του ανταγωνισμού. Αυτό ήταν. Είναι η πρώτη φορά, που στο εθνικό δίκαιο της Ελλάδας επισημαίνονται τέτοιου είδους ζητήματα; Όχι, βέβαια. Δεν αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, γιατί κάποιοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν και εξακολουθούν να πανηγυρίζουν. Και δεν αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, γιατί –και μιλάω για την ηγετική ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., δεν φταίνε οι απλοί Βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. οι οποίοι δεν διαχειρίστηκαν κάποια από αυτές τις σημαντικές αποφάσεις- τα μέλη της ηγετικής ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που πανηγύριζαν, όταν αποφάσισαν οι Βρυξέλλες αυτά που αποφάσισαν, δεν απολογήθηκαν για το γεγονός ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, εκρίθη από την αρμόδια Διεύθυνση των Βρυξελλών και ο νόμος Βενιζέλου. Με ποιά διαφορά όμως; Ότι εκείνοι έκαναν το νόμο Βενιζέλου για τα μάτια του κόσμου, για τα μάτια των «ιθαγενών» σαν πρόσχημα, σαν πολιτικό άλλοθι -να τι κάναμε εμείς- αλλά δεν τόλμησαν, ποτέ, να τον εφαρμόσουν. Αυτή η Κυβέρνηση δεν διεκδίκησε, ποτέ, το αλάθητο. Για το όνομα του Θεού. Στην πολιτική όποιος πράττει, μάχεται, αγωνίζεται, δημιουργεί θα κάνει και λάθη. Αυτή η Κυβέρνηση, όμως, είπε ότι έδωσε δια στόματος Πρωθυπουργού, δια στόματος όλων μας μια υπόσχεση στον Ελληνικό Λαό πριν το 2004 ότι οφείλουμε να ρυθμίσουμε το θέμα που αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα και είναι το θέμα της διαπλοκής. Το προσπάθησε αυτή η Κυβέρνηση. Υπήρξαν ζητήματα, που αφορούσαν στη συναρμογή με το ευρωπαϊκό πλαίσιο -επιχειρεί η Κυβέρνηση να τα διορθώσει- αλλά η πρόθεσή της είναι σταθερή, είναι διαρκής, αυτό το μεγάλο θέμα που απειλεί την ποιότητα της καθημερινής δημοκρατίας, να ρυθμιστεί. Και εδώ είναι η διαφορά μας με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ίσως, θα έπρεπε να είμαστε περισσότερο μαχητικοί στις Βρυξέλλες. Εγώ έχω δει το Ηνωμένο Βασίλειο ως Υπουργός Εργασίας να δίνει μάχες για να παρατείνει τη διάρκεια ισχύος του Opt-out, της περίφημης ατομικής σύμβασης εργασίας. Το έχω δει, το έχω υποστεί. Ήμουν μέλος του Συμβουλίου Υπουργών Εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έβγαινε από την αίθουσα ο κ. Μολυβιάτης, ο τότε συνάδελφος Υπουργός των Εξωτερικών, γιατί τον έπαιρνε επανειλημμένως τηλέφωνο ο κ. Τζακ Στρο, ο ομόλογός του και του έλεγε, «τι θέση θα πάρει η Ελλάδα στο Opt-out», «γιατί η Ελλάδα συμπεριφέρεται έτσι στο Opt-out». Προσέξτε, μιλάμε για μια απόφαση για την οποία η Μεγάλη Βρετανία είναι από τις ελάχιστες χώρες, που εφαρμόζει το καθεστώς αυτό. Τι σημαίνει Opt-out; Ουσιαστικά η κατάργηση της συλλογικής συμβάσεως και η δυνατότητα του εργαζομένου να συνάπτει με τον εργοδότη ατομική σύμβαση εργασίας, κάτω από τα όρια των συλλογικών συμβάσεων. Αυτό σημαίνει την κατάργηση ουσιαστικά των συλλογικών συμβάσεων στην Ευρώπη. Η Αγγλία το έχει και μια δυό χώρες ακόμη. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει αποφασίσει να καταργηθεί και η Αγγλία παλεύει, ώστε να αφεθεί το κάθε κράτος να ρυθμίζει τα εργασιακά του, όπως αυτό επιθυμεί. Δηλαδή, μια απόφαση που ξαναλέω, πηγαίνει την Ευρώπη πριν το Διαφωτισμό. Και, όμως, έρχεται και το παλεύει η Αγγλία. Ήρθε ο Υπουργός Οικονομίας της Αγγλίας σε Συμβούλιο Υπουργών Εργασίας να το παλέψει! Λοιπόν, δεν κατάλαβα γιατί αισθάνονται ορισμένοι ότι πρέπει να «βάλουμε την ουρά στα σκέλια»; Δεν το κατάλαβα αυτό. Γιατί το πνεύμα αυτό θριαμβολογίας σε βάρος μιας υπόθεσης, που αφορά τη δημοκρατία στην Ελλάδα και γιατί αυτές οι ιαχές και οι κραυγές; Προς τι; Ποιόν εξυπηρετούν; Ποιόν θέλουν να ικανοποιήσουν; Από την άλλη πλευρά η Νέα Δημοκρατία είναι φιλελεύθερο Κόμμα και εμείς δίναμε αυτήν τη μάχη, όταν κάποιοι πίστευαν στις θεωρίες του κολεκτιβισμού. Βεβαίως είμαστε φιλελεύθερο κόμμα. Δεν δαιμονοποιούμε κανέναν επιχειρηματία, διότι, όταν η Κυβέρνηση έδινε αυτή τη μάχη –και η πρόθεσή της η πολιτική είναι συνεχής- για να ξεκαθαριστεί αυτό το μείζον θέμα ποιότητος της δημοκρατίας, έλεγαν ορισμένοι, το κάνει για τον άλφα ή βήτα. Όχι. Καμμία δαιμονοποίηση κανενός επιχειρηματία. Η ιδιωτική επιχείρηση είναι κύτταρο δημιουργίας στην ελληνική οικονομία. Είναι ο βασικός μοχλός για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Αλλά ιδιωτική οικονομία δεν σημαίνει ασύδοτη οικονομία. Σημαίνει κανόνες, σημαίνει εταιρική ευθύνη, σημαίνει κοινωνική υπευθυνότητα, σημαίνει ξεκάθαρο πλαίσιο δραστηριότητας τον «κύκλο με την κιμωλία», για να παραφράσω τον Μπρέχτ. Τον θέτει το κράτος. Μέσα στο χώρο που αφήνει παίζει ελεύθερα ο ιδιώτης επιχειρηματίας αλλά δεν περνάει τον «κύκλο με την κιμωλία», δεν περνάει τα όρια της δημοκρατίας, δεν περνάει τα όρια του εθνικού και του κοινωνικού κράτους.
Βλέπω τον προβληματισμό πολλών συναδέλφων ο οποίος είναι υγιέστατος. Αυτή η διατύπωση δεν λέμε ότι αποτελεί το θέσφατο. Σε καμμία περίπτωση. Γι’ αυτό είμαστε ανοιχτοί να συνδιαμορφώσουμε την τελική διατύπωση. Δίνουμε ένα προσχέδιο και τονίζουμε το μείζον. Δεν δίνουμε εξετάσεις, νομοτεχνικό διαγώνισμα στις Βρυξέλλες ούτε στα διαπλεκόμενα, ποιος είναι ο καλύτερος μαθητής να σηκώσει το χέρι και να βαθμολογηθεί. Δίνουμε εξετάσεις ως προς την πολιτική μας πρόθεση και τη σταθερότητα της πολιτικής μας απόφασης να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Αυτό είναι όλο, χωρίς υπερβολές, χωρίς ακρότητες, χωρίς προσωποποιήσεις, χωρίς δαιμονοποιήσεις.
Είμαστε ανοικτοί λοιπόν, να συνδιαμορφώσουμε και μια άλλη διατύπωση και να καταλήξουμε σ’ ένα συμπέρασμα. Νομίζω ότι μπορούμε να συμπέσουμε και σ’ αυτά τα θέματα. Όχι μόνο μπορούμε, πρέπει να συμπέσουμε σ’ αυτά τα θέματα. Εγώ θα έλεγα να μην πέσουμε, διότι ακόμα και να αν πέσουμε ηρωικώς, θα είναι πλήγμα για την ελληνική κοινωνία να πέσει η Βουλή και τα Κόμματα σ’ ένα μέτωπο, που είναι ανοικτό.
Βλέπουμε την εξαχρείωση του καθημερινού τηλεοπτικού τοπίου και την εισπράττουμε σε μία αποκορύφωση του σχετικού τηλεοπτικού και παρατηλεοπτικού δράματος με βάση τα τελευταία γεγονότα της «Ζαχοπουλιάδας». Να μην πέσουμε, λοιπόν, να σταθούμε όρθιοι, ακόμα και αν πέσουμε ηρωικώς. Όρθιοι να σταθούμε και να δώσουμε τη μάχη μέχρι το τέλος.
Θα σταθώ -χωρίς να υποτιμώ τα θέματα της δικαστικής προστασίας- στο θέμα της κοινωνικής συνοχής. Δεν αντιλαμβάνομαι τις ενστάσεις του Εισηγητού του ΛΑ.Ο.Σ., διότι το να ταυτίσουμε, λέει, την κοινωνική πολιτική με τα όρια του έθνους είναι κάτι το οποίο μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνο. Διότι και για τις μειονότητες, αλλά και για τους μετανάστες, σ’ όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες ισχύει η αρχή της ενσωμάτωσης και όχι η αρχή της γκετοποίησης. Δεν μπορείς να ενσωματώσεις, αν δεν εφαρμόσεις πολιτικές κοινωνικής συνοχής και κοινωνικής μέριμνας προς κάθε κατεύθυνση. Δίνουμε ιδιαίτερη σημασία σ' αυτό. Και σ’ αυτό μπορεί να συμπέσουμε με τον Εισηγητή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Είναι ένα σημείο, το 21 και 22 –λέω για τις προτάσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ και της Νέας Δημοκρατίας- στο οποίο μπορεί και πρέπει να συμπέσουμε. Γιατί; Αυτόν τον καιρό, στις Ηνωμένες Πολιτείες διεξάγεται μία προεκλογική εκστρατεία στο εσωτερικό των δύο μεγάλων Κομμάτων, Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών.
Στη Μητρόπολη του καπιταλισμού, ένα από τα βασικά σημεία που συζητείται στο οικονομικό πρόγραμμα των δύο υποψηφίων του Δημοκρατικού Κόμματος είναι το αν θα πρέπει να δημιουργηθεί στην Αμερική Εθνικό Σύστημα Υγείας Πρόγραμμα της κ. Χίλαρι Κλίντον και αντιστοίχηση στο πρόγραμμα του κ. Ομπάμα, το αν θα πρέπει να ακολουθηθεί κοινωνική στεγαστική πολιτική γι’ αυτούς που χάνουν τα σπίτια τους μετά το κραχ των Τραπεζών και είχαν πάρει στεγαστικό δάνειο και τους γίνεται κατάσχεση. Πρόγραμμα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με ειδικές επιδοτήσεις για ομάδες ανέργων που βρίσκονται στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού. Όταν, λοιπόν, και στην κοιτίδα του καπιταλισμού, με την πλέον ελεύθερη ή ασύδοτη μορφή του, υπάρχει ένας σοβαρός προβληματισμός για την έννοια της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής πολιτικής, εμείς οφείλουμε στο συνταγματικό χάρτη της Ελλάδος, με έμφαση, να τονίσουμε την ανάγκη να ακολουθεί η ελληνική πολιτεία σε πολιτικές κοινωνικής συνοχής, σε πολιτικές κοινωνικής μέριμνας, σε πολιτικές εξασφάλισης κατωτάτου ελαχίστου αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Τη διατύπωση θα τη βρούμε.
Τονίζω ότι είναι ένα ακόμα σημείο στο οποίο μπορούμε να συναντηθούμε, για να δώσουμε σάρκα και οστά σ’ αυτήν την Αναθεώρηση, που ορισμένοι έσπευσαν να τη θεωρήσουν πεθαμένη, πριν καν ξεκινήσει.
3. Η δεύτερη ενότητα, ουσιαστικά, περιλαμβάνει ένα άρθρο, το περίφημο θα έλεγα –κατά άλλους περιβόητο- κατά τα προτεινόμενα ή τα προταθέντα από διαφορετικές πλευρές των κομμάτων της Βουλής, περιεχόμενο του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Κατ’ αρχάς, εγώ θα ξεκαθαρίσω το εξής: Είμαι εναντίον της κάθε είδους δαιμονοποίησης. Γι’ αυτό πρέπει να πω ότι παρακολουθώ, με πολλή προσοχή και τις προτάσεις της Αριστεράς. Δεν υπάρχουν ακατάλληλες προτάσεις. Δεν υπάρχουν προτάσεις πολιτικά ηθικές ή ανήθικες. Όλες οι προτάσεις είναι χρήσιμες και όλοι εμβολιάζουμε, μία κοινή πορεία αλλαγής στο συνταγματικό χάρτη της χώρας και την εμβολιάζουμε με θετικά αντισώματα, με θετικές σκέψεις.
Να μη δαιμονοποιούμε τίποτα, λοιπόν. Ίσως είναι το άρθρο εκείνο, το οποίο έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες αντικρουόμενες απόψεις και τις περισσότερες αντικρουόμενες προσεγγίσεις από διαφορετικές πλευρές. Θα ξεκαθαρίσω το εξής: Ακούω να εκτοξεύεται η κατηγορία ότι η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. λέει η Αριστερά, γιατί εγώ θα έλεγα ότι με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. συμπίπτουμε σε πολλά στο άρθρο 16 και είναι προς τιμήν της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ούτε συμπαιγνία σημαίνει, ούτε δικομματικό παιχνίδι σημαίνει, ουτε τίποτα. Τα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία κυβερνούν τη χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα, συμπίπτουν σ’ ένα κρίσιμο σημείο αλλαγής του συνταγματικού χάρτη της χώρας. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δεν είναι για ψόγο, είναι για έπαινο. Αλλά, δυστυχώς, δεν ήσαν παρόντες να υποστηρίξουν την άποψή τους. Και λυπάμαι γι’ αυτό.
Επειδή, ακριβώς, υπάρχει αυτή η σύμπτωση, έχουν ακουστεί πολλά. Και ορισμένα από αυτά –λυπάμαι που το λέω- αλλοιώνουν την ουσία και το περιεχόμενο των προτάσεων της Νέας Δημοκρατίας. Ακούγεται ότι δι’ αυτού, η Νέα Δημοκρατία ξεπουλάει την παιδεία, την εμπορευματοποιεί, παύει, δηλαδή, η παιδεία να είναι δημόσιο αγαθό. Ουδέν ψευδέστερον και αναληθέστερον. Αν διενοείτο να κάνει κάτι τέτοιο η Νέα Δημοκρατία, θα ήταν σε πλήρη αντίθεση με τα ιδεολογικά και πολιτικά της θεμέλια όπως τα έθεσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που την ίδρυσε, και δεν θα ήμασταν στη Νέα Δημοκρατία. Για τη Νέα Δημοκρατία, η παιδεία παραμένει δημόσιο αγαθό, υπό την εγγύηση του κράτους. Τελεία και παύλα. Εάν κάνουμε κάποια συγκεκριμένη πρόταση για τη δημιουργία μη κερδοσκοπικών κοινωφελούς χαρακτήρα, μη κρατικών πανεπιστημίων, το κράτος προχωρεί σ’ αυτήν τη διαδικασία, κατά παραχώρηση. Κατά παραχώρηση θα ασκείται από μη κρατικούς φορείς. Άρα η παιδεία, παραμένει δημόσιο αγαθό, υπό την εγγύηση του κράτους, και θεωρούμε ως πρωταρχικό στόχο της πολιτικής μας στο χώρο της παιδείας, την περαιτέρω ενίσχυση και αναβάθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου, κάτι που δεν το λέμε στα λόγια. Πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση, ξεκίνησε η διαδικασία με το νέο νόμο-πλαίσιο για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που ψηφίστηκε το 2007, πριν από τις εκλογές, ήδη εφαρμόζεται ένα μεγάλο μέρος των διατάξεών τους, ένα άλλο μέρος θα τύχει της προβλεπόμενης εφαρμογής σε λίγο καιρό, και βεβαίως υπεγράφη και υποστηρίχθηκε τότε από τη Βουλή των Ελλήνων, από τη συνάδελφο κυρία Μαριέττα Γιαννάκου.
Τι λέει η Νέα Δημοκρατία ; Η Νέα Δημοκρατία λέει απλά το εξής: Τόσα χρόνια που έχουμε ερμητικά κλείσει την υπόθεση της ανώτατης παιδείας μας στην προοπτική δημιουργίας κοινωφελούς χαρακτήρα μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, πετύχαμε το καλύτερο; Είμαστε ικανοποιημένοι με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο; Θα κάνω ορισμένες διαπιστώσεις, οι οποίες νομίζω ότι δεν υπόκεινται στον υποκειμενισμό μου, αλλά ότι είναι αντικειμενικές.
Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, μέχρι πρότινος –τώρα ξεκινάει μία προσπάθεια ανάταξης και αναβάθμισης, η οποία είναι ακόμα στην αρχή της- βρίσκεται στις πιο κακές μέρες του. Γιατί; Εγώ θα αναγνωρίσω ότι στην Ελλάδα έχουμε από τα πιο λαμπρά επιστημονικά μυαλά και ορισμένους από τους πιο λαμπρούς ακαδημαϊκούς καθηγητές. Επίσης, το σπουδαστικό επίπεδο στην Ελλάδα, είναι αρκετά υψηλό. Τι δεν πάει, λοιπόν, καλά; Ο τρόπος οργάνωσης του ελληνικού πανεπιστημίου είναι αναχρονιστικός. Το ελληνικό πανεπιστήμιο, κυριαρχείται εδώ και πολλές δεκαετίες από οργανωμένες ομάδες, που επιδιώκουν μικροκομματικά, συντεχνιακά και μικροπολιτικά συμφέροντα. Το ελληνικό πανεπιστήμιο, δεν διοικείται δημοκρατικά. Το ελληνικό πανεπιστήμιο, διοικείται από μία ολιγαρχία κομματικών και παρακομματικών συντεχνιών. Και δεν με ενδιαφέρει αν σ’ αυτήν την ολιγαρχία των συντεχνιών, μετέχουν και ορισμένοι συνδικαλιστές που πρόσκεινται στο δικό μου χώρο. Δεν με ενδιαφέρει! Ίσα-ίσα, μου είναι περισσότερο αποκρουστικό και το καταγγέλλω δημόσια. Αυτή είναι η εικόνα. Ακούω το αίτημα και από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και από την Αριστερά. Θα σας πω, εκ των προτέρων, ότι είναι σωστό το αίτημα. Η παιδεία χρειάζεται περισσότερα χρήματα. Βεβαίως. Συντάσσομαι μαζί σας. Όμως, απαντάει σωστά ο Καραμανλής. «Να τα δώσω» -λέει ο Καραμανλής- αλλά «πού να τα δώσω αυτά τα λεφτά»; Σ’ ένα σύστημα, το οποίο είναι διάτρητο; Σ’ ένα βαρέλι το οποίο δεν έχει πάτο; Διότι περί αυτού πρόκειται. Πού να δοθούν τα χρήματα για την παιδεία; Στα πανεπιστήμια, που δεν θέλουμε να αξιολογούνται; Στα πανεπιστήμια, που δεν προωθούν την έρευνα; Σε ποια πανεπιστήμια να δώσουμε περισσότερα χρήματα; Η Νέα Δημοκρατία λέει, λοιπόν, σήμερα να δοθεί προτεραιότητα και να αναβαθμιστεί το δημόσιο πανεπιστήμιο. Προχωρούμε προς αυτό. Σ’ όλον τον κόσμο, η εμμονή στο «δημόσιο» και το «κρατικό» αποδεικνύεται ατελέσφορη, εάν θέλουμε και επιθυμούμε να αναπτύξουμε τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, αν θέλουμε να δώσουμε ώθηση, στις πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών, αν θέλουμε σαν Ελλάδα, να κάνουμε το χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, χώρο προσέλκυσης σπουδαστικού δυναμικού και από χώρες πέραν των ελληνικών συνόρων και ταυτόχρονα, να επαναπατρίσουμε το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων φοιτητών και των Ελληνίδων φοιτητριών, που σπουδάζουν στις τέσσερις άκρες της γης. Γιατί να μην ανταποκριθούμε σ’ αυτό το στοίχημα; Προτείνουμε, λοιπόν, να επιτραπεί μέσω της συνταγματικής Αναθεώρησης η αλλαγή του συγκεκριμένου άρθρου και η προσαρμογή του, κατά το κείμενο των προτάσεών μας, ώστε να είναι δυνατή η δημιουργία μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Αυτό σημαίνει ότι δεν διανέμονται κέρδη.
Δίπλα, λοιπόν, στο δημόσιο αναβαθμισμένο πανεπιστήμιο –γιατί αυτή είναι η προοπτική της πολιτικής μας- να δώσουμε την ευκαιρία σε κοινωφελείς πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, αναφέρομαι στην πρόσφατη πρωτοβουλία του Ιδρύματος Νιάρχου. Γιατί να μην τους δώσουμε την ευκαιρία, από κοινού με άλλους, να δώσουν στην πολιτεία και στον Ελληνικό Λαό, τη δυνατότητα μέσω της προσφοράς τους και μιας εθνικής ευεργεσίας, να υπάρξει ένα άλλο ίδρυμα ανταγωνιστικό, υπό την εποπτεία του κράτους μη κερδοσκοπικό, κοινωφελούς χαρακτήρα, το οποίο θα αναπτύξει τις πραγματικές ακαδημαϊκές δυνατότητες του τόπου, θα επιτρέψει σε περισσότερους Έλληνες και Ελληνίδες να σπουδάσουν, θα συμβάλει αποφασιστικά στο να «σηκώσουμε» το μέσο όρο σπουδών στην Ελλάδα, ενώ επιπλέον, θα δώσει τη δυνατότητα αφ’ ενός μεν να κρατήσουμε στην Ελλάδα τα παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό και αφ’ ετέρου να προσελκύσουμε σπουδαστικό δυναμικό και από άλλες χώρες, από χώρες της γεωγραφικής περιφέρειάς μας; Γιατί όχι; Στο κάτω-κάτω, σε τι βοήθησε την παιδεία μέχρι σήμερα ο σφικτός κρατικός εναγκαλισμός; Θέλετε να σας δώσω θλιβερές εικόνες; Μέχρι να ψηφίσει η Κυβέρνηση Καραμανλή το νέο νόμο-πλαίσιο για την ανώτατη παιδεία, στην Ελλάδα τα ελληνικά πανεπιστήμια ηρνούντο, επιμόνως, να αξιολογούνται. Υπάρχει καμμιά διαδικασία στο σημερινό κόσμο, σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο, που να μην υφίσταται την αξιολόγηση; Ο αντίλογος έγκειται, στο ποιος θα αξιολογεί. Οι επιθεωρητές του Υπουργείου Παιδείας; Μα για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων, διεθνώς, υπάρχουν διεθνή στάνταρς και διεθνείς προδιαγραφές. Εμείς δεν είπαμε ότι θα πηγαίνει ο Επιθεωρητής από το Υπουργείο Παιδείας να αξιολογεί το κάθε πανεπιστήμιο. Εμείς είπαμε ότι και τα ελληνικά πανεπιστήμια, πρέπει να αξιολογούνται με τον τρόπο που αξιολογούνται όλα τα πανεπιστήμια διεθνώς, με τις ίδιες προδιαγραφές και με τις ίδιες διαδικασίες. Αυτό είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην ενίσχυση, πρώτα, του δημοσίου πανεπιστημίου. Και τι λέμε με την πρότασή μας; Με την πρότασή μας λέμε ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, θα αξιολογείται και το μη κρατικό πανεπιστήμιο. Μέσα από τις δομές και τις διαδικασίες, μέσα από τα κριτήρια που θα επιλέγεται το επιστημονικό και διδακτικό προσωπικό, οι διδάσκοντες στο δημόσιο πανεπιστήμιο, μέσα από τα ίδια κριτήρια και τις ίδιες διαδικασίες αξιολόγησης, υπό την εποπτεία πάντα του κράτους, θα επιλέγονται και οι διδάσκοντες στο μη κρατικό κοινωφελούς χαρακτήρα μη κερδοσκοπικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Να πάμε και πιο πέρα; Προβλέπουμε την ψήφιση ειδικού νόμου, ο οποίος θα ορίζει το πλαίσιο. Με πλήρεις λεπτομέρειες, θα καθοριστούν όλα μέσα από τη Βουλή των Ελλήνων, για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτό το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της νέας μορφής. Να σας πάω ακόμη πιο πέρα. Ήρθα εγώ με πρότασή μου –την κατέθεσα προσωπικά και άκουσα να συζητείται από πολλές πλευρές- να σας προτείνω να έχουμε και ad hoc νόμο, για την ίδρυση καθενός ξεχωριστά τέτοιου ιδρύματος. Δηλαδή πέραν του νόμου-πλαισίου, που θα υπάρξει κατ’ εντολή του Συντάγματος –γιατί η πρότασή μας ορίζει την ύπαρξη ειδικού νόμου- από εκεί και πέρα για το καθένα ξεχωριστά ίδρυμα που θα δημιουργηθεί, η αδειοδότησή του να γίνεται με ad hoc νόμο, ο οποίος θα συζητείται από τη Βουλή. Θα είναι τα πάντα στο φως, θα παρέχονται πλήρως οι προβλεπόμενες διαδικασίες, θα ξετινάζονται οι προϋποθέσεις, το ποιοί είναι από πίσω, ποιοί είναι μπροστά, ποιά κεφάλαια, ποιά διάρθρωση ακαδημαϊκού προσωπικού έχει, ποια προγράμματα σπουδών, τα πάντα, μέσα από ειδικό νόμο, που θα περνάει από τη Βουλή.
Για να γίνω σαφής, έχουμε, λοιπόν, πρώτα τη συνταγματική επιταγή, δεύτερον, τον ειδικό νόμο-πλαίσιο και, τρίτον, ad hoc νόμο, για την αδειοδότηση ενός εκάστου τέτοιου ιδρύματος μέσα από τη Βουλή των Ελλήνων.
Πλήρεις εγγυήσεις. Το λέω, γιατί στα πλαίσια του υπερβολικού και εξωπραγματικού αντιλόγου, έχω ακούσει ότι πάμε να κάνουμε πανεπιστήμια τα κέντρα ελευθέρων σπουδών, ότι δηλαδή, κατά το παλαιό ρητό «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» έχουμε τώρα «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και πανεπιστήμιο». Μη διακωμωδούμε έτσι μια πρόταση, η οποία είναι ειλικρινής, είναι σοβαρή, είναι συγκροτημένη και φιλοδοξεί να δώσει μια άλλη προοπτική, την προοπτική του εικοστού πρώτου αιώνα στην ελληνική παιδεία.
Βεβαίως, θα μου πείτε ότι δεν φθάνει μόνο αυτή. Ασφαλώς. Έχουν να γίνουν πολλά ακόμη για το δημόσιο πανεπιστήμιο. Πάρα πολλά. Όπως επίσης, έχουμε μπροστά μας τη μεγάλη πρόκληση της μεταρρύθμισης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, για να καθίσουμε να δούμε όλα τα Κόμματα από κοινού, τί παιδεία θέλουμε και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Να καθίσουμε να δούμε, πώς απαντά η Ελλάδα στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, πώς θέλουμε να διδάσκεται η γλώσσα μας και η ιστορία μας, με τί προσόντα θα βγάλουμε τον Έλληνα πολίτη και την Ελληνίδα σ’ ένα διεθνές ανταγωνιστικό πεδίο, ώστε να είναι και Έλληνες, να είναι και πολίτες του κόσμου. Να μπορούν να σταθούν ανταγωνιστικά σε μια εποχή, όπου όλα δείχνουν, πως οι κοινωνικές διαστρωματώσεις και οι κοινωνικές ανισότητες, δεν θα προσδιορίζονται, από την κατοχή ή όχι των μέσων παραγωγής, αλλά από τις δυνατότητες πρόσβασης στα γνωστικά πεδία, παλαιά, σύγχρονα και καινούργια. Αυτές είναι οι προκλήσεις του μέλλοντος. Θα μείνουμε έτσι, ως Ελλάδα; Θα καθόμαστε να μηρυκάζουμε τα προϊόντα, δεύτερα, τρίτα, τέταρτα και πέμπτα, των διυλιστηρίων της παγκοσμιοποίησης; Δεν έχετε τέτοιους προβληματισμούς η Αριστερά; Μας ενδιαφέρει ο προβληματισμός και του Κ.Κ.Ε. και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του ΛΑ.Ο.Σ. και του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Δεν μπορούμε να συναντηθούμε σ’ αυτά; Θέλω να εκφράσω τη λύπη μου για την επιλογή του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Όταν ξεκινούσαμε την αναθεωρητική διαδικασία –και την ξεκινήσαμε, από κοινού με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και όχι μόνο με το ΠΑ.ΣΟ.Κ., γιατί απαιτούνται ειδικές πλειοψηφίες- φαινόταν ότι το άρθρο 16, πέραν των άλλων, θα είναι η κορυφαία πρόταση των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων εξουσίας στην Ελλάδα, στην οποία θα μπορούσαμε να έχουμε συναντηθεί. Και θα έπρεπε να έχουμε συναντηθεί. Την πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα μπορούσαμε και εμείς με κάποιες αλλαγές να την ψηφίσουμε. Δεν κατάλαβα, γιατί αυτή η πρόταση αποτέλεσε τη θρυαλλίδα –διότι αυτή είναι η πικρή αλήθεια- για να τιναχτεί στον αέρα η υπόθεση της συμμετοχής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην παρούσα Επιτροπή της Αναθεώρησης του Συντάγματος και να υποχρεωθεί η ηγεσία του, να διατάξει άτακτη υποχώρηση. Δεν πρέπει ο κ. Παπανδρέου, ο οποίος δεν είναι μόνο Αρχηγός ενός Κόμματος –το λέω με πολύ σεβασμό στο πρόσωπό του- να έλθει κάποτε να αναλάβει τις ευθύνες, που του αναλογούν, ως παράγοντα του πολιτεύματος; Δεν είναι μόνο Αρχηγός κόμματος. Είναι και Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του. Εμείς του αναγνωρίζουμε ότι στα θέματα των αλλαγών στην παιδεία και στα θέματα αναθεώρησης του άρθρου 16, σε αρκετά τέτοια σημεία στο παρελθόν υπήρξε πρωτοπόρος. Εγώ έχω το θάρρος να το αναγνωρίσω. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν καταλαβαίνω τώρα, γιατί οδηγήθηκε σε άτακτη υποχώρηση. Γιατί δεν μπορεί να συγκεντρώσει και να συνενώσει το κόμμα του; Είναι αυτή εικόνα Αξιωματικής Αντιπολίτευσης; Τη μία προτείνει αλλαγές στο άρθρο 16 προς τη σωστή κατεύθυνση και την άλλη, κρύβεται από τον ίδιο της τον εαυτό και θέλει να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση και να προσφέρει πρόταση εξουσίας στον Ελληνικό Λαό, που θα πάει να ψηφίσει αύριο το πρωί στην κάλπη, μέσα στο εκλογικό παραβάν; Νομίζω ότι ιδιαίτερα, στη συζήτηση του άρθρου 16, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν έπρεπε να απουσιάσει από αυτήν τη διαδικασία. Αυτό είναι βέβαιο. Όμως, εάν έπρεπε να είναι παρόν, τουλάχιστον, σε μία συζήτηση, έπρεπε να είναι παρόν στη σημερινή συζήτηση. Η απουσία του από την συζήτηση του άρθρου 16 –κατά κυριολεξία το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έλαμψε διά της απουσίας του, γιατί εγώ πιστεύω ότι έπρεπε να ήταν παρών και ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- δεν δείχνει μόνο τα τεράστια αδιέξοδα. Δείχνει ότι αυτό το Κόμμα, δεν είναι μόνο σε πλήρη αδυναμία να κυβερνήσει. Είναι σε πλήρη αδυναμία, να ασκήσει τα καθήκοντά του, ως Αξιωματική Αντιπολίτευση. Με όλα όσα έχουν προηγηθεί και αφορούν στο άρθρο 16, νομίζω ότι αυτές οι αλήθειες έπρεπε να ειπωθούν.
4. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει άρθρα τα οποία, θα έλεγα, αφορούν και την ποιότητα, αλλά και το εύρος της Δημοκρατίας στον τόπο μας. Θα ξεκινήσω από το άρθρο 29, παράγραφος 2 του Συντάγματος. Θα έλεγα ότι, τα τελευταία χρόνια, είναι πάντοτε επίκαιρα τα θέματα, τα οποία θίγονται και ρυθμίζονται από αυτό το άρθρο. Πολλοί ομιλούν για τη χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου. Αλλοίμονο, αν το δεχθούμε ως άποψη και ως διαπίστωση. Από την άλλη, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια σε μία εντονότατη δυσπιστία, η οποία αναπτύσσεται στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης και αφορά και τα οικονομικά των Κομμάτων και τα οικονομικά των πολιτικών και τα οικονομικά της πολιτικής.
Το περίεργο είναι ότι αυτή η δυσπιστία εξαπλώνεται, όλο και περισσότερο, με τη βοήθεια και μέρους των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, οι φορείς των οποίων, όμως, όταν φτάνει η μπάλα στο γήπεδό τους, όταν πρόκειται να μιλήσουμε για θέματα διαφάνειας, ευνομίας, εύρυθμης λειτουργίας κ.ο.κ., στην περιοχή τους, εκεί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Κάποια στιγμή, λοιπόν, θα πρέπει να κάνουμε μία ευρεία συζήτηση. Και δεν εννοώ στο καφενείο, στο σπίτι μας ή στην κλαδική του Κόμματός μας ή στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματός μας. Θα πρέπει να κάνουμε μία ευρεία συζήτηση στην Αίθουσα του Εθνικού Κοινοβουλίου, για να καλύψουμε τα ζητήματα της διαφάνειας από όλες τις πλευρές και προς κάθε κατεύθυνση. Διότι είναι εύκολο να εμφανίζονται όψιμοι εισαγγελείς και τιμητές του δημοσίου βίου. Και είναι πολύ εύκολο κάποιοι να βγαίνουν στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, κουνώντας απειλητικά το δείκτη του χεριού τους και να υποδεικνύουν ως υπεύθυνους για ό,τι κακό συμβαίνει σήμερα στον τόπο τους πολιτικούς, τους Βουλευτές.
Το δύσκολο είναι -αλλά είναι και αυτό το οποίο επιθυμεί ο Ελληνικός Λαός- να ξεκαθαριστούν, σε θεσμικό επίπεδο, τα θέματα της διαφάνειας, μια κι έξω, να απαντήσουμε σε ορισμένα βασικά ερωτήματα: Πού είναι τα κέντρα ισχύος σήμερα; Είναι μέσα στα θεσμοθετημένα όργανα της πολιτείας ή ένα μέρος των κέντρων ισχύος και των κέντρων λήψεως αποφάσεων βρίσκεται εκτός Βουλής, εκτός Κυβερνήσεως, στα εξωπολιτικά και εξωκοινοβουλευτικά κέντρα, σε επιχειρηματικούς ομίλους; Και βεβαίως, δεν έχει κανείς τίποτα με την επιχειρηματικότητα. Ίσα-ίσα, για εμάς, η επιχειρηματικότητα αποτελεί τον ουσιαστικό μοχλό για να δημιουργηθεί περισσότερος πλούτος, για να μπορέσουμε να μπούμε σε πολιτικές αναδιανομής, να δημιουργηθεί κοινωνικό μέρισμα υπέρ των αδυνάτων. Πρέπει, όμως, όταν συζητούμε για κανόνες, να βάζουμε κανόνες σε όλη τη λειτουργία του συστήματος. Κι αν υπάρχουν κέντρα λήψεως αποφάσεων έξω από τα θεσμικά όργανα της πολιτείας, θα πρέπει να το δούμε. Δεν μπορεί να λειτουργούν ανεξέλεγκτα, δεν μπορεί να επηρεάζουν την πολιτική ζωή ανεξέλεγκτα, δεν μπορεί να λειτουργούν μέσα σε συνθήκες αδιαφάνειας και συνωμοτικότητας. Η Νέα Δημοκρατία με τις προτάσεις της για την αναμόρφωση του άρθρου 29, παράγραφος 2 θεωρεί ότι κάνουμε σημαντικά βήματα. Δεν λέμε ότι λύνουμε όλα τα προβλήματα. Θεωρούμε, όμως, ότι κάνουμε σημαντικά βήματα, για να αποκαταστήσουμε την εικόνα του πολιτικού κόσμου στα μάτια της κοινής γνώμης.
Προτείνουμε, λοιπόν, να ανατεθεί η ελεγκτική αρμοδιότητα τόσο για τα οικονομικά των πολιτικών Κομμάτων, για τα οικονομικά της πολιτικής συνολικότερα, όσο και για τον έλεγχο του «πόθεν έσχες» των Βουλευτών, σε Ειδικό Τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο, όπως γνωρίζετε, προβλέπεται να συσταθεί, με βάση την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι μία πρόταση, που θα τη συζητήσουμε στα πλαίσια του άρθρου 100.
Λέμε, λοιπόν, ότι ένα Ειδικό Τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα ασχολείται, πρώτον, με τον έλεγχο της διαφάνειας των οικονομικών των πολιτικών Κομμάτων -λειτουργικές, εκλογικές δαπάνες- δεύτερον με τον έλεγχο των προεκλογικών και λειτουργικών δαπανών των Βουλευτών και των υποψηφίων Βουλευτών και από εκεί και πέρα με τα θέματα του ετησίου ελέγχου του «πόθεν έσχες» των Βουλευτών και των μελών της Κυβέρνησης, με την επιβολή σχετικών κυρώσεων κ.ο.κ.. Γνωρίζω, βεβαίως, ότι εδώ υπάρχει ένας προβληματισμός και είμαι βέβαιος ότι θα εκφραστεί και από την πλευρά αρκετών συναδέλφων. Τι μπορεί να κάνει το υπό ίδρυσιν Συνταγματικό Δικαστήριο, σε σχέση με αυτά τα αιτήματα, το οποίο δεν γίνεται σήμερα, πόσο μπορεί να αποκατασταθεί η διαφάνεια σε ευρύτερο επίπεδο από την κατάσταση, που επικρατεί σήμερα; Εγώ δεν λέω ότι, σήμερα, το σύστημα δεν λειτουργεί. Θα ήταν αδικία να πούμε ότι το σύστημα του «πόθεν έσχες», όπως έχει λειτουργήσει αυτή την περίοδο, δεν λειτουργεί. Θα ήταν, πράγματι, αδικία να το πούμε. Υπάρχουν, όμως, ζητήματα, που αφορούν και στις εντυπώσεις και την ουσία και θεωρούμε ότι, κυρίως, τα θέματα της ουσίας αντιμετωπίζονται καλύτερα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας.
Το άρθρο 57, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, και η πρόταση για την αναθεώρησή του αποτελούν το χρονικό μιας μεγάλης αποτυχίας και ενός μεγάλου ολισθήματος, το οποίο έγινε κατά την προηγηθείσα διαδικασία Αναθεώρησης. Δεν θέλω να πω ότι δικαιωθήκαμε εμείς, που φωνάζαμε, τότε, μέσα στη Βουλή, προπηλακιζόμενοι και υβριζόμενοι δεξιόθεν και όχι αριστερόθεν, διότι οφείλω να πω ότι η Αριστερά, παρόλο που δεν υπερασπίζεται το αστικό πλαίσιο κοινοβουλευτικής πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, ήταν συνεπής, γιατί το δικαίωμα στην εργασία είναι βασικό ατομικό δικαίωμα, το οποίο με την προηγηθείσα συνταγματική Αναθεώρηση ήλθαμε να το περιστείλουμε. Και αυτό αναγνωρίστηκε και από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στην οποία προσέφυγε συνάδελφος. Αυτή είναι η πραγματικότητα και είναι προς τιμή των Κομμάτων της Αριστεράς που ακολούθησαν, με συνέπεια, αυτή τη γραμμή. Το θέμα είναι τώρα, τί κάνουμε. Εγώ το πολέμησα, από την αρχή μέχρι το τέλος και θα το κάνω όσο αισθάνομαι πολίτης, ούτε καν Βουλευτής. Το άρθρο 57, όπως διαμορφώθηκε, έχει ένα περιεχόμενο ντροπής, ντροπής για τον πολιτικό κόσμο, ντροπής για τον αστικό κοινοβουλευτισμό, ντροπής για το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Τί ορίζει; Ποια είναι η πεμπτουσία του συστήματος αντιπροσώπευσης στην αστική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία; Είναι ότι οι εκπρόσωποι του έθνους έρχονται εδώ για να αντιπροσωπεύσουν μία όσο το δυνατόν ευρύτατη κλίμακα ηλικιακών κατηγοριών, κοινωνικών κατηγοριών, επαγγελματικών κατηγοριών, μορφωτικών κατηγοριών, κοινωνικών ομάδων, εισοδηματικών τάξεων, παραγωγικών τάξεων. Πώς κατοχυρώνεται αυτή η αντιπροσώπευση; Με την απαγόρευση του Βουλευτή να ασκεί επάγγελμα; Δηλαδή, θέλουμε να ξεκόψουμε το Εθνικό Κοινοβούλιο από τις ζωντανές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας; Πώς θα διαμορφώσει ο πολιτικός προσωπική και, κυρίως, κοινωνική συνείδηση; Πώς διαμορφώνεται η κοινωνική συνείδηση; Μόνο στο εκπαιδευτικό σύστημα ή στον οικογενειακό περίγυρο ή μόνο στην κλαδική του Κόμματος ή στο Πολιτικό Γραφείο, που, κάποιος να παρίσταται ως παρακοιμώμενος του ενός πολιτικού, ή του άλλου; Έτσι διαμορφώνεται η πολιτική, η προσωπική, η κοινωνική συνείδηση στη σημερινή κοινωνία;
Είναι δυνατόν εδώ να εκτρέφουμε πολιτικές και ηγετικές προσωπικότητες του μέλλοντος, οι οποίες δεν θα γνωρίζουν, τί είναι η δίγραμμος επιταγή, δεν θα έχουν πάει ποτέ στο Ι.Κ.Α. να κολλήσουν ένσημα, δεν θα ξέρουν αυτά που υφίσταται ο Έλληνας πολίτης στα γκισέ των Τραπεζών, με λίγα λόγια, δεν θα έχουν βγάλει ποτέ μεροκάματο; Αυτή θα είναι η ποιότητα του πολιτικού κόσμου, την οποία θα προσφέρουμε στην σημερινή και αυριανή ελληνική κοινωνία; Νομίζω ότι χρειάστηκε πολύ λίγος χρόνος -και το είχαμε προβλέψει από τότε- πολύ λιγότερος από ό,τι προσδοκούσαμε και εμείς, για να αντιληφθούν όλοι οι συνάδελφοι το μέγιστο ολίσθημα που διεπράχθη τότε, γιατί πρόκειται για μέγιστο ολίσθημα. Δεν λέει κανένας ότι ο Βουλευτής δεν πρέπει να έχει δεσμεύσεις και περιορισμούς στην άσκηση του επαγγέλματος. Ασφαλώς πρέπει να έχει. Έχουν διατυπωθεί πολλές προτάσεις, οι οποίες θα μας είναι πολύ χρήσιμες στην πορεία αυτών των ρυθμίσεων και αυτών των αλλαγών, αλλά επαναλαμβάνω ότι είναι αδιανόητο η Ελλάδα να πρωτοπορεί σε μία θεσμική αθλιότητα σε διεθνές επίπεδο, ούσα η μόνη Χώρα, παγκοσμίως, η οποία έχει καθιερώσει, δια του συνταγματικού της χάρτη το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο. Ερχόμαστε, λοιπόν, να αλλάξουμε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση με αίσθημα ευθύνης προς το μέλλον. Τι λέμε; Λέμε ότι η συνταγματική πρόνοια, που ομιλεί περί του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των Βουλευτών καταργείται. Τελείωσε! Δεν μπορούμε να πάμε σε «μεσοβέζικες» λύσεις. Καταργείται. Από εκεί και πέρα μπορεί να υπάρξει νόμος. Ενθαρρύνεται ο κοινός νομοθέτης -πρέπει να γίνει αυτό και το λέω υπεύθυνα- να έλθει και να θεσπίσει κανόνες και διατάξεις, οι οποίες να ορίζουν ένα δεσμευτικό πλαίσιο υποχρεώσεων για την άσκηση του επαγγέλματος από τον Βουλευτή. Απλά πράγματα, καθαρά πράγματα. Μην επιβαρύνουμε το Σύνταγμα με σκοπιμότητες της συγκυρίας και της στιγμής, γιατί είδαμε τις σκοπιμότητες να έχουν παρέλθει, αλλά τις διατάξεις στο Σύνταγμα να μένουν.
Και θέλω να επισημάνω για μία ακόμη φορά, τη συνέπεια των Κομμάτων της Αριστεράς. Το ξέρετε, γιατί εγώ είμαι ιδεολογικός της αντίπαλος και ασκώ αυτό το δικαίωμα. Το ασκώ διαρκώς, γιατί δεν πιστεύω στη διαχειριστική άποψη της πολιτικής. Καλά τα νούμερα, αλλά η πολιτική θα πρέπει να παραμείνει χώρος αντιπαράθεσης ιδεών, πολιτικής, προγραμμάτων. Θέλω, όμως, να σας απευθύνω μία παράκληση, αλλά και μία πρόσκληση. Νομίζω ότι είναι αδιανόητο, τηρουμένων των διαφοροποιήσεων, τηρουμένων των διαφωνιών μας –αυτό είναι το στοιχείο που κάνει τη Δημοκρατία ενδιαφέρον, χρήσιμο για τον τόπο πολίτευμα- να γίνεται τόσο σημαντικός διάλογος, να διατυπώνεται τόσο σημαντικός αντίλογος από κάθε πτέρυγα της Επιτροπής μας και να μην φτάσουμε στο δια ταύτα, να μην φτάσουμε δηλαδή στην ψήφιση προτάσεων και διατάξεων, στις οποίες όχι μόνο μπορεί να συναντηθούμε, αλλά γνωρίζετε ότι στην ουσία συναντώμεθα.
Και το λέω και για το άρθρο 14 παράγραφος 9, το οποίο αφορά στο μείζον θέμα της Δημοκρατίας, σήμερα, στην Ελλάδα. Η Δημοκρατία μας θαμπώνεται και πολλά δικαιώματα πολιτικά και κοινωνικά βρίσκονται υπό αίρεση από αυτή την περίεργη όσμωση ιδιοκτησίας Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, πολιτικών κέντρων εξουσίας και οικονομικών κέντρων εξουσίας. Είναι αδιανόητο, λοιπόν, να έχουμε πολλά σημεία σύμπτωσης στο άρθρο 14 παράγραφος 9, είναι αδιανόητο να συμπίπτουμε στο άρθρο 57 σε πάρα πολλά σημεία και όταν έλθει η ώρα της ψήφου, να μην ψηφίσουμε.
Διατυπώνω, λοιπόν, μία παράκληση, διατυπώνω μία πολιτική έκκληση και προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, ότι, από την συζήτηση, δεν πρέπει να βγούμε με άθροισμα μηδενικό. Η Επιτροπή Αναθεώρησης της Βουλής, θα πρέπει να έχει να επιδείξει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αλλοιώς αναιρούνται, ακυρώνονται και –θα πω μία βαριά έκφραση- διακωμωδούνται, λόγω του αποτελέσματος, όλα αυτά τα οποία ελέχθησαν και είναι πάρα πολύ σημαντικά. Ως προς το άρθρο 57, νομίζω ότι είναι αυτονόητη, από κάθε άποψη, η σημασία της αλλαγής. Έχει καταρριφθεί και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω. Ακούγαμε, τότε, ότι ο Βουλευτής, ο οποίος ασκεί επάγγελμα, δεν είναι και συνεπής.
Το αν είναι συνεπής ο Βουλευτής ή όχι, πρώτον κρίνεται από τον Ελληνικό Λαό δια της ψήφου. Διότι ο Βουλευτής είναι αυτός, ο οποίος δοκιμάζεται, ο οποίος απολογείται, πράγμα που δεν κάνει, ας πούμε, ο κάθε καρεκλοκένταυρος, ο διορισθείς από τον οποιονδήποτε κομματικό μηχανισμό, πράγμα που δεν κάνει ο δημοσιογράφος, ο οποίος βγαίνει και παριστάνει τον τιμητή των πάντων. Ο Βουλευτής απολογείται στο καφενείο, απολογείται στη λαϊκή αγορά, απολογείται στο πεζοδρόμιο, απολογείται στον δρόμο, που πηγαίνει. Ένα αυτό. Και δεύτερο, για να το ξεκαθαρίσουμε: Πιστεύετε εσείς ότι οι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν αποδειχθεί χρήσιμοι στην ελληνική κοινωνία, έχουν κολλήσει ένσημα, έχουν δώσει επαγγελματικούς, προσωπικούς και κοινωνικούς αγώνες, θα μπουν στη Βουλή για να κάνουν «χαβαλέ» -για να το πω έτσι- θα μπουν στη Βουλή για να σκοτώνουν την ώρα τους, για να πίνουν καφέ στο κυλικείο;
Όποιος άνθρωπος είναι δημιουργικός και βλέπει τη ζωή και την πολιτική ως πεδίο αγώνων και σύγκρουσης ιδεών, διαλεκτικά, θα εξακολουθεί να το κάνει και μέσα στη Βουλή. Αυτή είναι η αλήθεια και αυτό αποδεικνύει και η καθημερινή πράξη.
Θα αναφερθώ δι’ ολίγων στο άρθρο 62, για το οποίο, επίσης, γίνεται αρκετός λόγος. Γιατί χρειάζεται η βουλευτική ασυλία; Ακούγονται πολλά, ότι οι Βουλευτές έχουν το ακαταδίωκτο και άλλα. Και ξέρετε, κάπου – κάπου, βολεύει και τις εκάστοτε Κυβερνήσεις. Ποιος φταίει για όλα; Οι Βουλευτές φταίνε για όλα. Κάποια στιγμή πρέπει να συζητήσουμε και για τον ρόλο του Βουλευτή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, σήμερα. Ποιά είναι η πραγματική εξουσία της Βουλής; Πώς πρέπει να ισορροπεί ο Βουλευτής μεταξύ του δικαιώματος να εκφράζει την άποψή του κατά συνείδηση, που του το κατοχυρώνει το Σύνταγμα, και της ανάγκης βεβαίως –γιατί πρέπει να ισορροπεί- να συναποτελεί μέρος του συνεκτικού ιστού ενός πολιτικού Κόμματος, διότι μέσω των πολιτικών Κομμάτων πραγματώνεται η λαϊκή κυριαρχία; Πώς, λοιπόν, πρέπει να ισορροπεί ο Βουλευτής;
Ο Βουλευτής έχει υποχρεώσεις. Βεβαίως έχει υποχρεώσεις, βαρύτατες. Δεν έχει, όμως, και δικαιώματα; Πώς θα μπορεί ο Βουλευτής να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις του, όταν δεν μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του, με αποτελεσματικότητα και όταν δεν του αναγνωρίζονται τα δικαιώματα, που πρέπει να έχει; Δεν θέλω να μιλήσω, από Κυβέρνηση σε Κυβέρνηση, για την ανάγκη αρκετών συναδέλφων να περιμένουν στον προθάλαμο και όχι, βεβαίως, των Υπουργών. Οι Υπουργοί έχουν την ευαισθησία, γιατί προέρχονται από το Εθνικό Κοινοβούλιο, υφίστανται την βάσανο της ψήφου του ελληνικού λαού και της κριτικής. Πόσες φορές, όμως, δεν έχω ακούσει για συναδέλφους, οι οποίοι υποχρεούνται να περιμένουν στον προθάλαμο ή στο Γραφείο της γραμματέως του οποιουδήποτε ημιμαθούς ή ανεγκέφαλου κρατικού αξιωματούχου, ο οποίος δεν βγαίνει με την ψήφο και διορίζεται στη θέση του και στο αξίωμά του;
Λοιπόν, η βουλευτική ασυλία, εάν υπάρχει ως θεσμός –να το ξεκαθαρίσουμε- υπάρχει όχι για να είναι επ’ ωφελεία του Βουλευτού, υπάρχει για να είναι επ’ ωφελεία του πολίτη, τον οποίο εκπροσωπεί ο Βουλευτής, για να μπορεί ο Βουλευτής να εκπροσωπεί τον πολίτη, με τέτοιο τρόπο, ώστε να φτάνουν τα αιτήματά του στην Αίθουσα του Εθνικού Κοινοβουλίου. Η βουλευτική ασυλία είναι υπέρ του πολίτη, είναι υπέρ του συστήματος αντιπροσώπευσης και όχι προνόμιο του Βουλευτή. Αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό προς κάθε κατεύθυνση.
Είναι αλήθεια, όμως, ότι τα τελευταία χρόνια η κοινή γνώμη εισέπραξε από διάφορες εκδηλώσεις του Εθνικού Κοινοβουλίου μια αρνητική εικόνα. Δηλαδή, για αρκετά χρόνια είχε εμπεδωθεί μία κακή πρακτική, ότι δεν αίρεται η βουλευτική ασυλία για τον οιονδήποτε και για οποιαδήποτε κατηγορία. Αυτή η εικόνα ήταν απαράδεκτη και πρέπει να έχουμε το θάρρος να το παραδεχτούμε. Και είναι σημαντικό ότι σε επίπεδο πρακτικής τα τελευταία χρόνια αυτή η εικόνα άλλαξε και άλλαξε άρδην.
Τί λέμε, λοιπόν, εμείς εδώ; Ότι δεν μπορεί να νοείται βουλευτική ασυλία, εάν η πράξη για την οποία κατηγορείσαι δεν έχει καμμία σχέση με την άσκηση της πολιτικής σου δραστηριότητας. Τελεία και παύλα. Εάν, όμως, έχει σχέση με την άσκηση της πολιτικής σου δραστηριότητας, η βουλευτική ασυλία πρέπει να παρέχεται.
Προτείνουμε και μία διαδικασία, για την οποία ξέρω ότι θα υπάρχουν συζητήσεις. Ξέρετε ότι συμμετέχω κι εγώ στον σχετικό προβληματισμό, αλλά δεν παύω να στηρίζω την πρότασή μας, γιατί θεωρώ ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι μία πρόταση, που προωθεί την κοινή υπόθεση του πολιτικού κόσμου της Χώρας, δηλαδή την αναβάθμιση της εικόνας της πολιτικής στην Ελλάδα, την προωθεί προς τα εμπρός.
5. Στην τέταρτη ενότητα περιλαμβάνεται ένα θέμα πάρα πολύ ευαίσθητο και πάρα πολύ κρίσιμο -θα έλεγα- για την επιβίωση και την πορεία των κοινωνιών μας, από εδώ και πέρα. Πάντως, είναι θετικό ότι όλοι οι συνάδελφοι επιχειρούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας κοινής άποψης και κοινής θετικής θέσης και γι αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα.
Τα θέματα του περιβάλλοντος, από μέρα σε μέρα και από χρόνο σε χρόνο, κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος στο πεδίο του ενδιαφέροντος και της εγρήγορσης της κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα, δημιουργούν τεράστιες ανισότητες, μεταξύ Χωρών του σημερινού κόσμου, ενώ αναδεικνύονται σε συγκριτικό πλεονέκτημα ή συγκριτικό μειονέκτημα στην πορεία διαφόρων Χωρών προς την κατάκτηση υψηλών επιπέδων ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο ότι υπερδυνάμεις - κολοσσοί, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ελέγχονται για το γεγονός ότι για πολλά χρόνια αρνούνται να συμμορφωθούν προς το πρωτόκολλο του Κυότο, υπερδυνάμεις υπό διαμόρφωση, όπως η Κίνα, δέχονται συγχαρητήρια, μεν, για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που επιτυγχάνουν -σε ορισμένες περιπτώσεις και πέραν του 10% ετησίως, ρυθμός ανάπτυξης του Α.Ε.Π.- αλλά από την άλλη, επισημαίνεται με κάθε ευκαιρία ότι αποτελούν χώρες πρωταθλήτριες στους ρυπαντές, διεθνώς.
Άλλα ζητήματα, όπως τα ζητήματα της διαχείρισης των σκουπιδιών -ο πολιτισμός μας, ένας πολιτισμός, ο οποίος δημιουργεί σκουπίδια κάθε φύσεως, κατά κυριολεξία και μεταφορικώς- έρχονται κι αυτά στο προσκήνιο και τίθενται επιτακτικά. Στην Αττική, ας πούμε -οι συνάδελφοι, που εκλέγονται στην περιφέρεια αυτή, το γνωρίζουν- έχουμε ένα τεράστιο τέτοιο πρόβλημα και τα επόμενα χρόνια, το πρόβλημα θα τίθεται όλο και περισσότερο, όλο και με μεγαλύτερη ένταση.
Το πρόβλημα είναι σύνθετο και θα ήταν υπεραπλούστευση ή διακωμώδηση του προβλήματος να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στην πρόκληση την οποία συνιστά, μέσα στις γραμμές μιας μεμονωμένης πρότασης για το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα - στο κάτω-κάτω, το έχουμε πει - δεν μπορεί να δώσει λύσεις σε όλα τα προβλήματα της καθημερινότητας του Έλληνα και της Ελληνίδας. Θα λέγαμε ότι τα προβλήματα, τα καθημερινά, δεν επιδιώκει να τα αγγίξει. Τα προσεγγίζει και τα αγγίζει έμμεσα. Δημιουργεί, δηλαδή, τις κρηπίδες, το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα έλθει ο κοινός νομοθέτης να πάρει πρωτοβουλίες, για να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικό τρόπο τα προβλήματα αυτά.
Εμείς, λοιπόν, επιχειρούμε να αναβαθμίσουμε, να εκσυγχρονίσουμε, να αναμορφώσουμε αυτό το πλαίσιο, που αφορά στην προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Θα παρακαλέσω στη συζήτηση αυτή του άρθρου -είναι μια παράκληση όχι για λόγους ρητορικούς ή για λόγους αβρότητος, αλλά για λόγους πολιτικής ουσίας, που αισθάνομαι την ανάγκη να επαναφέρω συνεχώς- να αφήσουμε τη δαιμονολογία και τη δαιμονοποίηση απ’ έξω. Έχουν γραφτεί πολλά. Έχουν ειπωθεί περισσότερα. Έχουν ακουστεί απαράδεκτοι ισχυρισμοί, κυρίως εκτός Κοινοβουλίου, ότι η Νέα Δημοκρατία, με αυτή την πρότασή της, έρχεται να ξεπουλήσει τα δάση, ότι έρχεται να ιδιωτικοποιήσει τα δάση, ότι αυτή η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί τον ενταφιασμό κάθε ουσιαστικής προοπτικής στο περιβάλλον στη χώρα μας.
Δαιμονοποίηση, δαιμονολογία, αναλήθειες, ανακρίβειες, ψεύδη, ηθελημένα και μη. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει.
Σας θυμίζω ότι η Νέα Δημοκρατία είναι το Κόμμα, του οποίου ο ιδρυτής, Κωνσταντίνος Καραμανλής, είναι εκ των θεμελιωτών, ίσως ο βασικός πρωταγωνιστής της διαδικασίας θεμελίωσης του μεταδικτατορικού θεσμικού οικοδομήματος, μιας Δημοκρατίας αδιατάρακτης και είναι εκείνος ο οποίος στο Σύνταγμα του 1975, με επιμονή έθεσε το θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος και του δασικού πλούτου της Χώρας.
Έκτοτε έγιναν πολλά. Το άρθρο 24 γνωρίζετε ότι αποτέλεσε αντικείμενο αναθεώρησης το 2001, σε μια προσπάθεια, που καταβάλαμε όλοι –και δεν εννοώ τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν, εννοώ το Εθνικό Κοινοβούλιο- για να εξισορροπήσουμε και να συγκεράσουμε, θα έλεγα, συγκρουόμενες κοινωνικές και εθνικές προτεραιότητες, να πετύχουμε μια χρυσή τομή. Από τη μιά επιδιώξαμε την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων από ανθρώπινες επεμβάσεις που τα καταστρέφουν και από την άλλη, να δώσουμε τη δυνατότητα στο νομοθέτη και στη διοίκηση να ασκήσουν ακώλυτα τις αρμοδιότητες που τους παρέχει το Σύνταγμα.
Σας θυμίζω ότι, με την αναδιατύπωση, που προωθήθηκε, επετράπη τότε, το 2001, μεταξύ των άλλων, η αλλαγή προορισμού και για τα ιδιωτικά δάση και για τις ιδιωτικές δασικές εκτάσεις, ενώ ως τότε, η δυνατότητα αυτή ίσχυε μόνο για τα δημόσια δάση, για τις δημόσιες δασικές εκτάσεις.
Από το 2001 μέχρι σήμερα, είχαμε μια πολύτιμη εμπειρία. Είδαμε μεταξύ των άλλων ότι, ενώ το πλαίσιο ήταν πολύ θετικό, ήρθε η νομολογία - κυρίως αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας - να ερμηνεύσει το άρθρο 24, σε συνδυασμό με το άρθρο 117 παράγραφος 3 και κάνοντας, με καλή πρόθεση, μια σημαντική προσπάθεια να περισώσει το δασικό πλούτο της χώρας, μας οδήγησε στην πράξη –καλές μεν οι προθέσεις, αλλά στην καθημερινότητα ελεγχόμεθα ως προς τις πράξεις, τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων ενεργειών μας- σε ανελαστικές παραδοχές, που δημιούργησαν αδιέξοδα.
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους και δεν χρειάζεται κανείς να εκλέγεται στο Λεκανοπέδιο για να έχει άποψη. Όλοι κυκλοφορείτε, όλοι γνωρίζετε. Αν ανατρέξει κανείς στις παραδοχές και στο πλαίσιο αυτού του είδους των υπερβολών, υπάρχουν περιοχές του Λεκανοπεδίου -για παράδειγμα ένα μέρος του Βύρωνα, από τα πιο πυκνοκατοικημένα που φτάνει στις υπώρειες του Παγκρατίου και περιλαμβάνει και ένα μέρος του Παγκρατίου- που θεωρούνται δάσος.
Τι θα κάνουμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Αν θέλετε, είναι από τις πιο κραυγαλέες. Στα χαρτιά θα είμαστε ευχαριστημένοι, στις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων θα είμαστε ευχαριστημένοι, στο συνταγματικό πλαίσιο θα είμαστε ευχαριστημένοι, αλλά δεν θα μπορούμε να εμπεδώσουμε ένα κράτος δικαίου και στην πράξη δεν θα μπορούμε να προστατεύσουμε, αποτελεσματικά, το περιβάλλον. Θεωρητικά θα είμαστε ευτυχείς, στην καθημερινότητα και στην πράξη θα είμαστε δυστυχείς. Αυτή είναι η αλήθεια.
Παραπλήσιο παράδειγμα: Εδώ και πολλές δεκαετίες ακούω να κανοναρχούμε τους Έλληνες πολίτες, απ’ όλες τις πλευρές της Εθνικής Αντιπροσωπείας, με τη θέση ότι η αυθαίρετη δόμηση αποτελεί έγκλημα. Συμφωνούμε. Βεβαίως, αποτελεί έγκλημα. Τη στιγμή, λοιπόν, που εμείς εξακοντίζουμε βέλη κατά της αυθαίρετης δόμησης, η αυθαίρετη δόμηση καλπάζει. Έχει νόημα αυτό; Έχει νόημα να κλεινόμαστε σ’ ένα δοκιμαστικό σωλήνα πολιτικής και - αν θέλετε - καθημερινής κοινοβουλευτικής εκζήτησης και να νομοθετούμε ερήμην της πραγματικότητας, γνωρίζοντας ότι ενδέχεται αυτά, που νομοθετήσαμε να μην τύχουν εφαρμογής;
Εδώ δεν ζητούμε να απεμπολήσουμε αρχές στο όνομα κάποιου ωμού ρεαλισμού. Εδώ ζητούμε να επιχειρήσουμε, με πρακτικό τρόπο, να εφαρμόσουμε αρχές στην πράξη για να τις καταστήσουμε, όχι κενό γράμμα, αλλά να τις καταστήσουμε αποτελεσματικές.
Ακούω από ορισμένες πλευρές «να μείνει ως έχει το άρθρο 24, διότι αν υπάρξει αλλαγή του άρθρου 24, θα καταστραφούν τα δάση».
Ερώτημα: Το άρθρο 24, όπως είναι, με τις βελτιώσεις του –ασφαλώς έχουν γίνει βελτιώσεις και η αλλαγή του 2001 υπήρξε βελτιωτική- κατάφερε να προστατεύσει αποτελεσματικά τα δάση και τις δασικές εκτάσεις; Απάντηση: «’Όχι». Όχι μόνο δεν κατάφερε, αλλά το σημερινό πλαίσιο, τί έκανε; Το σημερινό πλαίσιο έκανε κάτι ως ένα βαθμό, όχι απολύτως, γιατί υπεισέρχονται και τα προβλήματα της ελληνικής διοίκησης που λειτουργεί με δικά της φέουδα, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνάει τον τόπο και ποιος είναι ο εντολοδόχος του Ελληνικού Λαού. Πού οδηγηθήκαμε στην πράξη; Οδηγηθήκαμε στο να είναι οι Δασικές Υπηρεσίες της Χώρας, σε συνδυασμό με τις Πολεοδομικές Υπηρεσίες, φυτώριο σκανδάλων και διαφθοράς.
Γνωρίζετε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης στην Ελλάδα. Αλλά μπορείτε, ανεξαρτήτως των ερευνών, να το διαπιστώσετε - και είμαι βέβαιος ότι το διαπιστώνετε - γιατί δεν περιμένετε από τις δημοσκοπήσεις να μάθετε, τί σκέπτεται ο Ελληνικός Λαός και οι τριακόσιοι Βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων, που είναι εντολοδόχοι του Ελληνικού Λαού και τον εκπροσωπούν επαξίως, ο καθένας με τις απόψεις του και τις ιδεολογικές του αφετηρίες. Επικοινωνείτε καθημερινά με τον Έλληνα και την Ελληνίδα και γνωρίζετε, τί πιστεύουν και πώς κρίνουν αυτά που γίνονται στον τόπο μας.
Έχει πετύχει να προστατέψει το δάσος η σημερινή πολιτική; Είναι ή δεν είναι οι Δασικές Υπηρεσίες του κράτους και οι Πολεοδομικές Υπηρεσίες του κράτους στη συνείδηση του απλού πολίτη από τις πιο προχωρημένες εστίες διαφθοράς στη Δημόσια Διοίκηση, ανεξαρτήτως του ποιός κυβερνάει;
Και εγώ θα παραδεχθώ κάποια πράγματα, αν θέλετε, παρόλο που γνωρίζετε ότι είμαι σφοδρός πολέμιος των όσων έκανε, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως Κυβέρνηση. Αλλά δεν μπορεί όλα τα μέλη της ηγετικής ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και οι διατελέσαντες Υπουργοί και Πρωθυπουργοί να μην ήθελαν να περιστείλουν τη διαφθορά στους συγκεκριμένους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης. Δεν το πέτυχαν. Θα αφήσουμε την κατάσταση έτσι; Και αυτό το πλαίσιο, με τις ασάφειες και τις υπερβολές, που προέκυψαν στην πράξη, κυρίως από τη νομολογία, έχει δημιουργήσει αυτό το τέλμα.
Ερχόμαστε, λοιπόν, να εκλογικεύσουμε την κατάσταση, να την προσαρμόσουμε στις απαιτήσεις των καιρών. Και τί λέμε; Βάζουμε ένα όριο και λέμε ότι θα τυγχάνει της απολύτου προστασίας –προσέξτε ο κανόνας που μπαίνει είναι σιδερένιος κανόνας, στο πλαίσιο του Συντάγματος, αλλά, βεβαίως, και στο πλαίσιο των ειδικών νόμων, που θα προκύψουν, η έκταση εκείνη η οποία αποδεδειγμένα κατά την 11η Ιουνίου του 1975 –παίρνουμε ως αφετηρία αυτή την ημέρα, κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα που προέκυψε και συνετάγη μετά την πτώση της χούντας- ήταν δάσος ή δασική έκταση. Το βάζουμε ως όριο.
Ακούω, μεταξύ των συναδέλφων τον προβληματισμό «μήπως πρέπει να πάμε παλαιότερα;». Δεν προσέρχεται εδώ η Νέα Δημοκρατία με την απολυτότητα της γνώσης ή με την αλαζονεία του παντογνώστη. Εδώ συνδιαμορφώνουμε πολιτικές. Και είναι κρίμα που, σε μια τόσο σημαντική δουλειά, λάμπουν δια της απουσίας τους οι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όχι ηθελημένα, αλλά διότι έτσι το διέταξε η ηγεσία της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Εδώ, θα συνδιαμορφώσουμε το πλαίσιο εκείνο το οποίο θα θωρακίσει το περιβάλλον, τα δάση, τις δασικές εκτάσεις στη χώρα μας.
Εμείς, λοιπόν, βάζουμε ένα όριο, την 11η Ιουνίου 1975. Υπάρχουν προτάσεις να πάμε στο 1960; Να τις δούμε. Είπαμε ότι τα συζητούμε όλα για να βρούμε συναινέσεις, να βρούμε συγκλίσεις, αλλά δεν μπορεί –το λέω πάλι- να μετατρέψουμε τη διαδικασία Αναθεώρησης σε ένα φιλολογικό ή νομικό σαλόνι, μία λέσχη, δηλαδή, δημοσιολογούντων, όπου θα ανταλλάσσουμε προβληματισμούς, θα αντλούμε ικανοποίηση ο ένας από τον άλλο για τις επιδόσεις τις ακαδημαϊκές και τις επιστημονικές και θα κλείσουμε τα χαρτιά μας στο τέλος και θα πούμε «αποτέλεσμα μηδέν», «μηδέν εις το πηλίκον».
Πρέπει να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο καλύτερης και ουσιαστικότερης αποτελεσματικότητας για την προστασία του περιβάλλοντος, για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων στην Ελλάδα, το οποίο να επιτρέπει και την ανάπτυξη, διότι βεβαίως είναι ψευδοδίλημμα η θέση «γρήγορη ανάπτυξη ή περιβάλλον».
Το βάζουμε, λοιπόν, αυτό ως όριο χρονικό και σας καλούμε να καταθέσετε απόψεις, για να δούμε πώς μπορούμε να συνδιαμορφώσουμε αυτήν τη διάταξη που, όπως είπα, είναι κρίσιμη. Και αν δεν πείθονται κάποιοι συνάδελφοι, είναι καλό να έχουν μία επαφή με συναδέλφους από διάφορες περιοχές. Οι Ειδικοί Εισηγητές και πολλοί συνάδελφοι θα δώσουν το πραγματικό περιεχόμενο με γεγονότα, με αιτήματα, με συγκεκριμένες αναφορές και όχι με θεωρητικολογία, όχι με τον ατέρμονα κοχλία της εκζήτησης της νομικής που γυρίζει-γυρίζει, χωρίς αποτέλεσμα.
Θα επαναλάβω –γιατί ισχύει ως πάγια θέση της Νέας Δημοκρατίας- το εξής: Πρέπει να οδηγηθούμε στην Ολομέλεια με ένα κοινό συναινετικό πλαίσιο προτάσεων, το οποίο θα αναδείξει και την προσπάθειά μας, αλλά θα προσφέρει και στον Ελληνικό Λαό πραγματικές λύσεις στα προβλήματά του.
6. Το άρθρο 28, η παράγραφος 3 και η ερμηνευτική δήλωση του Συντάγματος, είναι ένα άρθρο, το οποίο έχει ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα, διότι αφορά ένα μέρος της διαδικασίας ενσωμάτωσης του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη. Αυτή η ανάγκη προκύπτει από το γεγονός ότι, δίπλα στα εθνικά κράτη, τα οποία αποτέλεσαν μετά τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τη μεγάλη ιστορική πραγματικότητα μέχρι τουλάχιστον τον 20ο αιώνα, έχουν αναπτυχθεί υπερεθνικές οντότητες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μία τέτοια υπερεθνική οντότητα. Κανείς δεν μας εξανάγκασε να είμαστε μέλη της. Με την ελεύθερη βούληση του Ελληνικού Λαού, όπως και των υπολοίπων Ευρωπαϊκών Λαών βρισκόμαστε στην κοινή ευρωπαϊκή οικογένεια.
Δεν είπε κανείς –γι’ αυτό ήθελα τις απόψεις των συναδέλφων της Αριστεράς, γιατί παρακολουθώ με πολύ προσοχή τον ευρωσκεπτικισμό που αναπτύσσεται και στην Ελλάδα από ορισμένες πλευρές- ότι ως Νέα Δημοκρατία επικροτούμε ό,τι λέγεται ή ό,τι γίνεται στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παραμένουμε το πλέον συνεπές φιλοευρωπαϊκό κόμμα στην Ελλάδα, όχι γιατί πιστεύουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δια μαγείας θα μας λύσει όλα τα προβλήματα, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι οι διαδικασίες της απομόνωσης και της περιχαράκωσης στη λογική των εθνικών συνόρων, όπως διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, είναι διαδικασίες που δεν βλέπουν στο μέλλον.
Μπορούμε να είμαστε φανατικά Έλληνες και Ελληνίδες πολίτες και ταυτόχρονα Ευρωπαίοι πολίτες και πολίτες του κόσμου. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι πρέπει να αντιληφθούμε, ποιοί είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων μπορεί η Ελλάδα να αποτελέσει έναν ισχυρό αρμό στην ευρωπαϊκή οικογένεια, χωρίς να αφαιρέσει τίποτε από την ελληνική ιδιαιτερότητα, χωρίς να χάσει τίποτε από την εθνική της προσωπικότητα, χωρίς να απεμπολήσει τίποτε από την εθνική της αξιοπρέπεια. Να κρατήσουμε τους θεσμούς μας, την παράδοσή μας, την ιστορία μας, τη γλώσσα μας, την πολύτιμη παράδοσή μας στα θέματα πολιτισμού. Άλλωστε, η Ευρώπη μας θέλει με τις αποσκευές μας γεμάτες Ελλάδα. Μία Ελλάδα κενή περιεχομένου, μία Ελλάδα με διαχειριστική σκέψη και διαχειριστική άποψη για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, είναι ένα «πουκάμισο αδειανό», για να παραφράσω τον ποιητή, για τους Ευρωπαίους.
Αλλά το να είμαι στην Ευρώπη, σημαίνει να παρακολουθώ συνειδητά και τις ευρωπαϊκές διαδικασίες, σημαίνει να αντιλαμβάνομαι, ποιές είναι οι υποχρεώσεις μου και ποιά είναι τα δικαιώματά μου. Σημαίνει, να επιλέγω το πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ένα ζωντανό πεδίο καθημερινών πολιτικών, θεσμικών και κοινωνικών αγώνων για να πείθουμε εαυτούς και αλλήλους, να βρίσκουμε συνθέσεις και συναινέσεις, μέσω των οποίων η Ευρώπη θα γίνεται θεσμικά ισχυρότερη, οι ευρωπαϊκές χώρες αναπτυξιακά θα αναβαθμίζονται, όλο και περισσότερο, η κοινωνική δικαιοσύνη θα εμπεδώνεται όλο και περισσότερο στους ευρωπαϊκούς λαούς και ο Ευρωπαίος πολίτης θα αισθάνεται περισσότερο ασφαλής, περισσότερο ευτυχής, με υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης, με περισσότερα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Αυτά δεν λύνονται, ως δια μαγείας. Δεν είπε κανείς ότι η Ευρώπη έχει το μαγικό ραβδί να δώσει λύσεις σε όλους και σε όλα. Όχι. Αλλά σκεφτείτε, τί σημαίνει να μετέχεις στην ευρωπαϊκή οικογένεια, σκεφτείτε, τι σημαίνει να είσαι απ’ έξω από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Κοιτάξτε σήμερα, πώς χώρες, οι οποίες μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκαν στο πεδίο του Ανατολικού Συμφώνου, του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ακολούθησαν τη μοίρα αυτού του χώρου στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και συνωθούνται, σήμερα, στον προθάλαμο των ευρωπαϊκών θεσμών, χτυπούν την πόρτα, πιέζουν να μπουν μέσα.
Σκεφτείτε, λοιπόν, πού θα ήταν σήμερα η Ελλάδα. Σε ποιά ταχύτητα ανάπτυξης και σε ποιες γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές σταθερές θα την είχαν υπαγάγει οι ισχυροί του κόσμου, εάν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε, δεν είχε βρει το θάρρος, την τόλμη, την παρρησία, δεν είχε την αποφασιστικότητα να εντάξει την Ελλάδα, εγκαίρως, στην πρώτη ταχύτητα – στη δεύτερη ουσιαστικά ταχύτητα, για να ακριβολογούμε ιστορικά- των εντεταγμένων χωρών στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτά για να μην ξεχνιόμαστε.
Ακούγονται πολλά στην Ελλάδα μεταξύ ευρωσκεπτικισμού και «ευρωλιγούρας». Ακούμε και την έκφραση, «οι ευρωλιγούρηδες».
Όχι, είμαστε στην Ελλάδα, είμαστε στην Ευρώπη, προβληματιζόμαστε για τα κακώς κείμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δίνουμε τη μάχη μέσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να αλλάξουν πράγματα, παρακολουθούμε τον κοινό προβληματισμό και άλλων ευρωπαϊκών λαών.
Πρόσφατα, στο Βρετανικό Κοινοβούλιο υπήρξε μία εντονότατη σύγκρουση του Πρωθυπουργού των Εργατικών, του κ. Μπράουν, με τα υπόλοιπα Κόμματα, για το πώς πρέπει να εγκριθεί και για το αν πρέπει να γίνει δημοψήφισμα, για να εγκριθεί η μεταρρυθμιστική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα παρακολουθούμε. Δεν λέμε ότι είναι θέσφατο ό,τι λέει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν λέμε ότι είναι το φάρμακο για «πάσα νόσο» η Ευρωπαϊκή Ένωση. Λέμε, όμως, ότι είναι ένα πεδίο αναβαθμισμένο για τον Ελληνικό Λαό, για να δίνουμε και να κερδίζουμε μάχες.
Είναι μία οικογένεια, στην οποία βρεθήκαμε, χάρη στην ιστορική τόλμη και την πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και βεβαίως υπηρετήθηκε - επιτρέψτε μου να πω - με αντιφάσεις και προβλήματα από ολόκληρο τον Ελληνικό Λαό και από όλες τις Κυβερνήσεις, από τότε μέχρι σήμερα και πρέπει να έχουμε το θάρρος να το πούμε. Η Ελλάδα, όμως, συμμετέχει. Η Ελλάδα δεν είναι παρακολούθημα, η Ελλάδα δεν είναι ουραγός. Η Ελλάδα δεν είναι ένα παθητικό παράρτημα, το οποίο σύρεται δεξιά-αριστερά. Η Ελλάδα έχει άποψη, έχει παρέμβαση, προβληματίζεται, παρακολουθεί, διαφωνεί, συμφωνεί, συμβάλλει στο να γίνουν αλλαγές, συμμετέχει. Αυτή, λοιπόν, η πρόταση για το άρθρο 28 αφορά, ακριβώς, αυτήν τη διαδικασία συναρμογής, θα λέγαμε, της ελληνικής εννόμου τάξεως προς το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, το οποίο παράγεται στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λέμε, λοιπόν, κάτι και είμαστε σαφείς, το εξειδικεύουμε, διότι η διατύπωση που υπάρχει σήμερα στην ισχύουσα διάταξη του άρθρου 28, παράγραφος 3, είναι πολύ γενικότερη. Το εξειδικεύουμε και λέμε ότι στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 28, προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής: «Για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των κανόνων του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου αυτής». Νομίζω ότι τα θέματα αυτά είναι σαφή.
Στο άρθρο 78, αν ανατρέξουμε στην πραγματικότητα και ιδιαίτερα στα όσα έγιναν επί των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ., θα δούμε, ποιά είναι η μοίρα των Κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας. Συνέβη, και κατά την περίοδο του 1990-1993, την περίοδο της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, τότε με Πρωθυπουργό τον Κώστα Μητσοτάκη, συμβαίνει και στις μέρες μας.
Η Κυβέρνηση ανέλαβε τα δημόσια πράγματα της Χώρας, η Κυβέρνηση έλεγχε τα δημοσιονομικά και τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και από μέρα σε μέρα, όπως έγραφαν και οι εφημερίδες, «έσκαγαν» οι εγγυήσεις που είχαν δοθεί από το ελληνικό Δημόσιο προς τρίτους και αφορούσαν, κυρίως, τις Δ.Ε.Κ.Ο., που ευρίσκοντο υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας κλοιός χρεών, επαλλήλων χρεών, διαδοχικών για το Ελληνικό Δημόσιο, που οδηγούσαν τη Χώρα σε οικονομική και σε δημοσιονομική κρίση. Αυτή, λοιπόν, η ιστορία, ότι το ελληνικό Δημόσιο παρέχει σε οποιαδήποτε Δ.Ε.Κ.Ο., προς τρίτους, οποιαδήποτε εγγύηση και στη συνέχεια οι τρίτοι κάνουν το δικό τους παιχνίδι, ξοδεύουν τα χρήματα του Ελληνικού Λαού, διαχειρίζονται εσφαλμένα την περιουσία του Δημοσίου και κάποια στιγμή καταπίπτουν οι εγγυήσεις, που έχουν δοθεί και καλείται το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή, ο Ελληνικός Λαός να πληρώσει, όλη αυτή η ιστορία, πρέπει να τελειώσει.
Γιατί; Γιατί είδατε, τί εξυπηρέτησε στην εικοσαετία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Εξυπηρέτησε μία απέραντη πελατειακή φαυλότητα, σε πολλούς κρίσιμους τομείς του Δημοσίου. Έβαζαν τις κομματικές διοικήσεις, έπαιρναν οι κομματικές διοικήσεις τις εγγυήσεις του Δημοσίου, υπέγραφαν, ξόδευαν, διόριζαν, τακτοποιούσαν ημετέρους και, κάποια στιγμή, κατέπιπταν οι εγγυήσεις υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και εκαλείτο ο Ελληνικός Λαός να πληρώσει τα πεπραγμένα της κάθε πράσινης κλαδικής και της κάθε είδους κομματικής νομενκλατούρας. Αυτά έγιναν στην Ελλάδα. Λοιπόν, η πρότασή μας είναι σαφής: Εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους παρέχονται, μόνο, με ειδικό τυπικό νόμο. Τελείωσε. Πάει η εποχή, που με μία υπογραφούλα το θέμα είχε λυθεί. Διότι αυτή η υπογραφούλα της εκτελεστικής εξουσίας ήταν μια τεράστια πύλη φαυλότητας, διαφθοράς στο δημόσιο βίο, μία ισχυρή σπονδή προς την ενίσχυση και την επέκταση του πελατειακού κομματικού κράτους των κλαδικών. Λοιπόν, σε αυτήν την ιστορία, ούτε θέλουμε, ούτε πρέπει να συμμετέχουμε. Εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους παρέχονται, μόνο, με ειδικό τυπικό νόμο.
Στο άρθρο 79 υπάρχει ένα θέμα με τον προϋπολογισμό. Χαίρομαι, γιατί παρατηρείται μία σύγκλιση σε αρκετά σημεία, σοβαρά σημεία, κατά τη γνώμη μου. Εμείς προτείνουμε η Βουλή να έχει τη δυνατότητα επιμέρους προβλέψεων του προϋπολογισμού. Γιατί πρέπει να πούμε ότι σε κάποια σημεία είναι και «παρά φύση» αυτή η διαδικασία, να ερχόμαστε, δηλαδή, εκ των υστέρων να ασχολούμεθα με τον προϋπολογισμό, τη στιγμή, που τα πάντα έχουν προαποφασιστεί.
Να το πω πολύ απλά: Δεν πρόκειται να τα χαλάσουμε, ούτε να διαφωνήσουμε σε αυτά τα σημεία, διότι πολλά απ’ αυτά αποτελούν κοινό τόπο, κοινή κατάκτηση της κοινής λογικής, πόσω μάλλον πρέπει να αποτελούν κοινή κατάκτηση και των πολιτικών δυνάμεων σε αυτό το ιερό πεδίο του Εθνικού Κοινοβουλίου.
Η τελική ευθεία της διαδικασίας αναθεώρησης στην Επιτροπή πρέπει να είναι για όλους μας –και μην παρεξηγηθώ, δεν είμαι σε θέση ούτε να συμβουλεύσω, ούτε να προτρέψω κανέναν από μας, το λέω για τον εαυτό μου πριν από όλα- μία διαδικασία ωρίμανσης των σκέψεων, προβληματισμού, περίσκεψης, για το πού πρέπει να καταλήξουμε.
Καθώς πια θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τη δρομολόγηση των σχετικών συζητήσεων και των ψηφοφοριών στην Ολομέλεια της Βουλής, η τελική αποφασιστική φάση, θα αναμετρηθούμε όλοι με τις ευθύνες μας απέναντι στους θεσμούς και –μην θεωρηθεί μεγάλη κουβέντα- με την ευθύνη που έχουμε απέναντι στον ιστορικό του μέλλοντος.
Θα πετάξουμε στα σκουπίδια αυτήν τη διαδικασία; Θα αφήσουμε κάποιους από τους ανεύθυνα δημοσιολογούντες και δημοσιογραφούντες να δώσουν την εντύπωση στον Ελληνικό Λαό ότι μαζευόμαστε κάποιες ώρες, σκύβουμε πάνω στα βιβλία, διαλεγόμεθα, συμφωνούμε και διαφωνούμε, διατυπώνουμε επιχειρήματα, βουτάμε το μυαλό μας στη νομική, ακαδημαϊκή και επιστημονική σκέψη, για να περνάει η ώρα; Μία απέραντη διαδικασία αυτοϊκανοποίησης του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών του λειτουργών; Ή θα καταλήξουμε σε αποτέλεσμα; Εμείς είμαστε εδώ ως Νέα Δημοκρατία, για να βγούμε απ’ αυτήν την αίθουσα και να πάμε στην Ολομέλεια έχοντας καταλήξει σε αποτέλεσμα. Θα είναι νίκη της Δημοκρατίας, θα είναι νίκη του πολιτικού συστήματος, θα είναι νίκη όλων των Κομμάτων από οπουδήποτε και αν το βλέπει κάποιος, από οποιαδήποτε ιδεολογική αφετηρία και αν εκκινεί. Δεν μπορούμε να βγούμε απ’ αυτήν την αίθουσα χωρίς αποτέλεσμα.
7. Γνωρίζουμε, ως μέλη της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, ότι η ψηφοφορία θα έχει συμβουλευτική μορφή, συμβουλευτικό περιεχόμενο, συμβουλευτικό νόημα, πλην όμως θα αποτελεί μία πρώτη ένδειξη γραφής, δείγμα προθέσεων για το τι θα γίνει στην Ολομέλεια.
Αντιλαμβάνεσθε ότι αυτή η διαδικασία στην οποία με σπουδή και φροντίδα έχετε προσέλθει όλοι, δεν θα έχει νόημα, εάν δεν καταλήξει, επί του πρακτέου. Εάν, δηλαδή, δεν καταλήξουμε στο τι θα κάνουμε και τι θα αλλάξουμε προσερχόμενοι στην Ολομέλεια της Βουλής, για να συζητήσουμε και να ψηφίσουμε στην τελική και πιο αποφασιστική φάση, αυτή η διαδικασία θα τιναχθεί στον αέρα.
Θεωρώ ότι όλοι οι συνάδελφοι που προσήλθαν εδώ, δεν το επιθυμούν αυτό, διότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και μία –επιτρέψτε μου να πω- διακωμώδηση εν τη πράξει της πλέον κρίσιμης και σοβαρής διαδικασίας, που προβλέπεται από το Ελληνικό Συνταγματικό πλαίσιο, της διαδικασίας αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη της Ελληνικής πολιτείας.
Ακούμε από ορισμένες πλευρές και – εξειδικεύω - από την πλευρά του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που λάμπει δια της απουσίας του ότι: «Δεν χάθηκε ο κόσμος, να το αφήσουμε έτσι και να ξαναμπούμε στη φάση την προαναθεωρητική και να θέσουμε πάλι εξ υπαρχής τη διαδικασία». Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Δεν μπορεί να δίνουμε την εντύπωση στον Ελληνικό Λαό ότι ο πολιτικός κόσμος της χώρας είναι σε διαρκή φάση αναθεωρήσεων του Συντάγματος. Το Σύνταγμα δεν είναι ούτε «μπάλα ποδοσφαίρου» ούτε «παίγνιο για μικρούς και μεγάλους», ώστε να εμπλέκεται στα μικροκομματικά παιχνίδια, στις προσωπικές στρατηγικές και στις μικροπολιτικές σκοπιμότητες και να οδηγούμεθα σε τέτοια εικόνα.
Επειδή, ακριβώς, θεώρησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ότι στα πλαίσια των εσωτερικών διαδικασιών, της πολυδιάσπασης θέσεων και στρατηγικών, δεν του πηγαίνει αυτή η διαδικασία, θέλει να την εγκαταλείψει προσωρινώς και να επανέλθουμε, λέει, από τα επόμενο φθινόπωρο. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα.
Αν πραγματικά τιμούμε τον όρκο που δώσαμε ως αντιπρόσωποι του Ελληνικού Λαού στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, αν πραγματικά εννοούμε ότι μέσα από τις διαδικασίες που καθορίζει ο Συνταγματικός Χάρτης της χώρας και ο Κανονισμός της Βουλής, φέρνουμε εδώ τη θέληση, την επιθυμία, εκφράζουμε, αντιπροσωπεύουμε τον Έλληνα και την Ελληνίδα, πρέπει αυτή η διαδικασία κάπου να καταλήξει.
Έχουμε, λοιπόν, κάποιες μέρες για την απαραίτητη περίσκεψη, για να συγκροτήσουμε τη σκέψη μας, για να συνομιλήσουμε και μέσα στα κόμματά μας, ώστε αυτή η διαδικασία να είναι λυσιτελής, να καταλήξει κάπου, να έχει αποτέλεσμα. Στο κάτω-κάτω τα θέματα που θίγονται στα πλαίσια αυτής της Αναθεώρησης και οι προτάσεις που έχουν ακουστεί από όλες τις πτέρυγες, από το Κ.Κ.Ε., από το ΣΥ.ΡΙΖ.Α., και από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., από το ΛΑ.Ο.Σ. και, βεβαίως, από τη Νέα Δημοκρατία, της οποίας έχω την τιμή να είμαι Γενικός Εισηγητής, μαζί με τους εκλεκτούς άλλους συναδέλφους, είναι θέματα σημαντικά. Δεν είμαστε φιλολογικό σαλόνι δημοσιολογούντων. Δεν αποτελούμε μία ομάδα εκζήτησης περί το δημόσιο και το συνταγματικό δίκαιο και περνάμε το χρόνο μας ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις θεσμικού περιεχομένου ή διατυπώνοντας προτάσεις θεωρητικές περί της αλλαγής ή τροποποίησης του πολιτειακού χάρτη της Ελλάδος. Αυτά μακριά από εμάς. Εδώ είμεθα, γιατί καλούμεθα να πράξουμε αποτέλεσμα. Το λέω, γιατί φθάνουμε στο τέλος αυτής της πορείας, που και δύσκολη και χρήσιμη ήταν και χαρακτηρίστηκε από τη συμβολή όλων των συναδέλφων. Μην οδηγήσουμε αυτήν τη διαδικασία σε ναυάγιο, σε διακωμώδηση, σε αυτογελοιοποίηση. Αν το θέλουν ορισμένοι, μην τους κάνουμε το χατήρι. Και στο κάτω-κάτω όποιος με τη στάση του την πολιτική ή την προσωπική, διακωμωδεί τέτοιου είδους κορυφαίες διαδικασίες, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί από αντικοινοβουλευτική νοοτροπία. Αυτή είναι η δημοκρατία. Αυτές είναι οι διαδικασίες, που προβλέπει, αυτές τις διαδικασίες πρέπει να τιμήσουμε.
Τώρα και πού θα συμπέσουμε; Μα, από όλη τη διαδικασία της συζήτησης προκύπτουν πολλά σημεία, στα οποία μπορούμε να συμπέσουμε. Οι ενότητες είναι κατ’ εξοχήν προτάσεις στις οποίες μπορούμε να συμπέσουμε, διότι αντιλαμβάνομαι την επιθυμία του Κ.Κ.Ε. και άλλων πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς να αλλάξουν το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο υπάρχει σήμερα στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπει το πολίτευμα για τέτοιου είδους αλλαγές, αλλά μέχρι να γίνουν αυτές οι αλλαγές, μπορούμε να βελτιώσουμε το υφιστάμενο πλαίσιο. Και όπως είπα μπορούμε να συμπέσουμε.
Στο άρθρο 21, στην ερμηνευτική δήλωση μπορούμε να έχουμε μία από τις συμπτώσεις μας με το Κ.Κ.Ε.. Γιατί όχι; Η έμφαση, που δίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών και ορεινών περιοχών θα έπρεπε να είναι αυτονόητες. Ας συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα. Είναι πάρα πολύ σημαντική αυτή η μνεία. Μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι χώρα αρχιπελαγική. Δεν είναι τυχαίο –και αυτό αποδεικνύεται καθημερινά- ότι οι νησιωτικές περιοχές από τη δική τους την πλευρά, αλλά και οι ορεινές περιοχές έχουν σημαντική συμβολή στην από χρόνο σε χρόνο αύξηση -κατ’ αρχάς διαμόρφωση- του Α.Ε.Π. της Χώρας. Και όσο περνάνε τα χρόνια και όσο στο διεθνή και στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας εξειδικεύεται η Ελλάδα ως Χώρα, κυρίως, υπηρεσιών, ως χώρα τουρισμού κ.ο.κ., αυτή η συμβολή θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη.
Επιπλέον, η Ελλάδα είναι μία Χώρα, που αντιμετωπίζει και θέματα εθνικής ασφάλειας σε σχέση με αμφισβητήσεις που διατυπώνονται, απαράδεκτες αμφισβητήσεις, από γειτονικές χώρες σε βάρος εθνικών, κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες και, υπ’ αυτό το πρίσμα, η έμφαση στην ανάγκη μέριμνας της ελληνικής πολιτείας διαχρονικά, στο διηνεκές για την ανάπτυξη των νησιωτικών περιοχών, καθίσταται και αυτονόητη και μεγαλύτερη.
Στο άρθρο 102 συμφωνώ με τις επιφυλάξεις που ακούστηκαν από ορισμένες πλευρές ότι με τις αρμοδιότητες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε αρκετές περιπτώσεις, το έχουμε παρακάνει. Θα συμφωνήσω επίσης, πως σε κάποιες περιπτώσεις –για να μην αδικούμε- στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ιδιαίτερα με τις ανώνυμες και θυγατρικές εταιρείες κ.ο.κ., έχουμε φυτώρια και κακοδιοίκησης και διαφθοράς και σκανδάλων. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να στερήσουμε τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από αρμοδιότητες τις οποίες πρέπει να έχει, όπως είναι ο πολεοδομικός σχεδιασμός και ιδιαίτερα η έγκριση ή η τροποποίηση σχεδίου πόλεως, εν όλω ή εν μέρει, και να μεταφέρουμε αυτές τις δραστηριότητες στο Κέντρο. Εκ των πραγμάτων η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει και καλύτερη γνώση των τοπικών συνθηκών και καλύτερη γνώση των θεμάτων περιβάλλοντος και των περιβαλλοντικών αναγκών. Πρέπει, λοιπόν, να ανταποκριθούμε σ’ αυτήν τη διαδικασία. Και η αναθεώρηση του άρθρου 102 παράγραφος 1, εδάφιο δ΄, ξεκαθαρίζει αυτήν τη διαδικασία μία και έξω, γιατί σήμερα υπάρχουν αμφισβητήσεις. Και η βασική αμφισβήτηση είναι, αν πρέπει να γίνεται με προεδρικό διάταγμα ή όχι.
Τώρα στο άρθρο 103 παράγραφοι 2, 3, 5 και 8. Είναι ένα κρίσιμο θέμα. Βλέπετε, σιγά-σιγά ότι η έννοια του δημοσίου και του ιδιωτικού χώρου αλλάζει, τροποποιείται για να ανταποκριθούμε στις καινούργιες συνθήκες που διαμορφώνονται από την αλλαγή του διεθνούς, αλλά και του περιφερειακού πλαισίου. Το βλέπετε.
Βλέπουμε σήμερα να αυξάνεται όλο και περισσότερο ο αριθμός των υπαλλήλων, που υπηρετούν και προσφέρουν στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Δεν είναι κρίμα αυτοί οι άνθρωποι να μην μπορούν να καταλάβουν οργανικές θέσεις; Αυτό ακριβώς εξυπηρετεί η αναθεώρηση του άρθρου 103 παράγραφοι 2, 3, 5 και 8. Και σχετική με τον τρόπο λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης, αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ανάγκες του πολίτη από τις δομές της δημόσιας διοίκησης, είναι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για αναθεώρηση του άρθρου 104, όπου ζητούμε να γίνει προσθήκη στην παράγραφο 3 και αναρίθμηση. Δηλαδή, με βάση αυτήν την προσθήκη «οι υπάλληλοι υποχρεούνται να υπηρετούν έγκαιρα και αποτελεσματικά τους πολίτες και υπέχουν προσωπική ευθύνη για παράνομη υπαίτια συμπεριφορά».
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η πολιτική εξουσία, οι εντολοδόχοι του Ελληνικού Λαού, οι Κυβερνήσεις, που κυβερνούν, δυσκολεύονται πολύ να ελέγξουν τις δομές της διοίκησης οι οποίες αυτονομούνται και καθίστανται εστίες τελμάτων, αναποτελεσματικότητας, εκμαυλισμού και διαφθοράς. Αυτή είναι η αλήθεια.
Κοιτάξτε τις Εκθέσεις του Συνηγόρου του Πολίτη. Ομιλεί για συγκεκριμένες υπηρεσίες από χρόνο σε χρόνο, όπου έχουμε τα λιμνάζοντα ύδατα της αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς. Εδώ, λοιπόν, προτείνουμε να προχωρήσουμε και να διαμορφώσουμε ένα νέο πλαίσιο, με βάση το οποίο ο δημόσιος λειτουργός θα έχει προσωπική ευθύνη για την παράνομη υπαίτια συμπεριφορά, για να αισθάνεται και αυτός ότι τη στιγμή που καλείται να αντιμετωπίσει μία πράξη, μία διαδικασία, ένα θέμα που αφορά τον πολίτη, μπορεί να αναζητηθούν και προσωπικές ευθύνες από τον ίδιο για παράνομη υπαίτια συμπεριφορά.
Σε ό,τι αφορά την όγδοη ενότητα, το άρθρο 101 Α με το οποίο προτείνουμε ότι με ειδικό νόμο μπορεί να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Επιτροπή Ανταγωνισμού, έχω να πω τα εξής: Παρακολούθησα τους προβληματισμούς των συναδέλφων. Είναι αλήθεια ότι το έχουμε παρακάνει με τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές. Και να σας πω και μία προσωπική μου άποψη. Θεωρώ ότι οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές αποτελούν την έμμεση θεσμική ομολογία του πολιτικού κόσμου ότι αποδέχεται τις σκιές, που προβάλλουν ορισμένοι επάνω του για κακή διαχείριση, για γκρίζες σκέψεις στον τρόπο διακυβέρνησης της Χώρας και για μειωμένη ηθική νομιμοποίηση. Αυτήν την τάση να βγάζουμε την ευθύνη διακυβέρνησης του Τόπου από πάνω μας και να την τοποθετούμε στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, σε όλα τα επίπεδα, μπορεί να την αντιληφθώ σε μία, δύο, τρεις περιπτώσεις, αλλά αυτή η συνεχιζόμενη τάση, η οποία καλλιεργείται προς κάθε κατεύθυνση, νομίζω ότι πρέπει να μας απασχολήσει κάποια στιγμή.
Εγώ έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στον εντολοδόχο του Ελληνικού Λαού που θα πάει να απολογηθεί και στο πιο απομεμακρυσμένο καφενείο της επικράτειας, του οποίου η ζωή είναι στο μικροσκόπιο -γιατί είναι η ζωή των αντιπροσώπων του Έθνους στο μικροσκόπιο- από τον «Χ» τεχνοκράτη. Θα πρέπει να συζητήσουμε, κάποια στιγμή, στην Ελλάδα και για το μύθο του ανεξάρτητου και ουδέτερου τεχνοκράτη, ο οποίος υποτίθεται ότι δεν έχει απόψεις, δεν έχει ιδεολογική προέλευση, δεν έχει πολιτικές και κομματικές και προσωπικές και υπηρεσιακές και συγγένειες συμφερόντων προς κάποιες κατευθύνσεις. Θεωρούμε ότι επικρέμαται, ότι μετεωρείται στο ελληνικό κοινωνικό μόρφωμα και ότι είναι αυτός προς τον οποίο πρέπει να προσβλέπουμε όλοι, για να δίνουμε λύσεις.
Τα έχουμε δοκιμάσει. Ορθώς τα δοκιμάσαμε. Ξέρω ότι είναι μία τάση, που έχει επικρατήσει σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να τα συζητήσουμε, από την αρχή. Μέσα στα πλαίσια των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών, που λειτουργούν –και πρέπει να πούμε ότι ορισμένες λειτουργούν και αποδίδουν, μεταξύ αυτών και ο Συνήγορος του Πολίτη- εμείς προτείνουμε τη δυνατότητα με ειδικό νόμο να γίνει υπαγωγή, στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, της Ρ.Α.Ε., που, ούτως ή άλλως, λειτουργεί και της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Στέκομαι, ειδικά, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία τραυματίστηκε πριν από λίγο καιρό από συγκεκριμένα περιστατικά, γιατί η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε όλα τα προηγμένα κράτη, που υπάρχει η αρχή της ελεύθερης οικονομίας, έχει μεγάλο και σημαντικό έργο. Πάει η εποχή των αγορανομικών παραβάσεων και των αγορανομικών περιορισμών. Αυτό που μπορεί να προασπίσει το συμφέρον του καταναλωτή είναι η σωστή λειτουργία του ανταγωνισμού και σωστή λειτουργία του ανταγωνισμού σημαίνει μία Επιτροπή, που θα λειτουργεί με δίκαιο τρόπο, εξοπλισμένη θεσμικά και λειτουργικά και υπηρεσιακά, που θα μπορεί να επιβάλει την τήρηση των αρχών του ανταγωνισμού προς όλες τις κατευθύνσεις.
Θα σας μιλήσω για τη «Μέκκα» του καπιταλισμού, τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου βλέπετε ότι, επανειλημμένως, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, έχουν κληθεί αστέρες του παγκοσμίου καπιταλιστικού στερεώματος, όπως ο Bill Gates και άλλοι. Και έχουν επιβληθεί θηριώδη πρόστιμα, ενώ έχει γίνει παραπομπή και στις αμερικανικές δικαστικές αρχές. Αυτή είναι η αλήθεια. Έτσι λειτουργούν τα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη. Δεν βλέπω, γιατί η Ελλάδα πρέπει να υστερεί ή να αναπτύσσει έναν καπιταλισμό της βαλκανικής περιφέρειας. Εγώ θεωρώ την Ελλάδα μητρόπολη και κέντρο αναφοράς στην Ευρώπη και αυτό πρέπει να το κάνουμε, κατοχυρώνοντας αυτές τις αρχές.
Κλείνοντας, θα αναφερθώ στο θέμα του «Ελληνισμού της Διασποράς». Ναι, πρέπει να εισαχθεί, πρέπει να γίνει δεκτή αυτή η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, διότι ο όρος «Ελληνισμός της Διασποράς», επιτρέψτε μου να πω ότι ανταποκρίνεται σε μία ευρύτερη οντότητα, σε ένα ευρύτερο μόρφωμα και ταυτόχρονα ανταποκρίνεται σε ένα όρο, που, από τα ελληνικά, έχει υιοθετηθεί και από όλες τις γλώσσες, από όλες τις διαλέκτους και σε όλες τις αναφορές του διεθνούς δικαίου. Όταν οι Εβραίοι, για παράδειγμα, ένα άλλο έθνος που βρίσκεται σε συνθήκες διασποράς, αναφέρονται στα δικά τους ζητήματα λένε «the Jewish diaspora». Ο όρος είναι δόκιμος, είναι αποδεκτός και πρέπει να τον υιοθετήσουμε και να επισημάνουμε την πολύ μεγάλη σημασία που έχει για την ελληνική πολιτεία όχι μόνο η διατήρηση, αλλά και η ενίσχυση των δεσμών και η μέριμνα για όλες τις συνθήκες διαβίωσης, ανάπτυξης και προόδου του «Ελληνισμού της Διασποράς».
Σε ό,τι αφορά το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο οποίο έκανε ειδικότερη αναφορά ο Εισηγητής του ΛΑ.Ο.Σ., θεωρώ ότι, από την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, το θέμα αυτό θεωρείται αυτονόητο. Όταν αναφέρουμε στην πρότασή μας ότι το κράτος μεριμνά για τη ζωή του Ελληνισμού της Διασποράς, αντιλαμβάνεστε ότι η ζωή δεν μπορεί να υφίσταται, χωρίς την διακρίβωση και την εγγύηση και την κατοχύρωση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εάν θέλετε, όμως, εμφαντικά να επανεισαγάγουμε τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς ή συνεκφορές, εγώ προσωπικά δεν θα ήμουν αντίθετος.
Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι, ειδικά για τον Ελληνισμό της Διασποράς –εγώ συμβαίνει να προέρχομαι από δύο μεταναστευτικές οικογένειες και από τη μία πλευρά και από την άλλη, ορεινός κατά τα άλλα, αλλά λάτρης του Αιγαίου και των νησιωτικών περιοχών- θέλω να σας πω ότι θεωρώ –και κάποια στιγμή πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για αυτά τα θέματα πέραν της Επιτροπής Αναθεωρήσεως- ότι σε επίπεδο αντιμετώπισης των προβλημάτων του «Ελληνισμού της Διασποράς» λίγα έχουμε κάνει. Τα Συμβούλια του Αποδήμου Ελληνισμού έχουν λειτουργήσει, είναι σημαντικοί θεσμοί, αλλά στην πράξη το αντίκρυσμα είναι πενιχρό.
Ας πάρουμε παράδειγμα από τον τρόπο με τον οποίο έχει συγκροτηθεί ο Εβραϊσμός της Διασποράς, ας ακολουθήσουμε αυτό το δημιουργικό παράδειγμα και δεν θα βγούμε χαμένοι. Ας αποφασίσουμε και ας έχουμε κατά νου, πάντα, ότι είμαστε ένα έθνος ένδεκα-ενδεκάμισι περίπου εκατομμυρίων ψυχών και, την ίδια στιγμή, πάνω από δεκαπέντε εκατομμύρια Ελλήνων και Ελληνίδων πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς, βρίσκονται εκτός των ελληνικών συνόρων στις τέσσερις άκρες της γης. Κατά συνέπεια, τα θέματα του «Ελληνισμού της Διασποράς», ως πολιτική της ελληνικής συντεταγμένης Πολιτείας, πρέπει να αναβαθμιστούν, άμεσα, το συντομότερο δυνατόν.
853