4. Εισήγηση του Γενικού Αγορητού του Λαϊκού Ορθοδόξου Συναγερμού Αθανασίου Πλεύρη.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΓΟΡΗΤΗ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΛΕΥΡΗ
Ι. ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ
Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι η κορυφαία στιγμή του κοινοβουλευτικού έργου και θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, που να ενισχύει τον Καταστατικό Χάρτη της Πατρίδας μας στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Η συμμετοχή του Λαϊκού Ορθοδόξου Συναγερμού στην αναθεωρητική διαδικασία έλαβε χώρα με το σεβασμό,που αρμόζει σε αυτήν την κορυφαία κοινοβουλευτική στιγμή και προσπαθήσαμε, με κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων να συμβάλουμε στην όλη προβληματική. Γενικά επί των αναθεωρήσεων του Συντάγματος κρίνουμε ότι ο συντακτικός νομοθέτης θα πρέπει να είναι προσεκτικός και στις διατυπώσεις και στις τροποποιήσεις, ώστε να αποφεύγονται προβληματικές ερμηνείες.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν θα πρέπει να λαμβάνει χώρα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καθιστώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Σύνταγμά μας τελείως ευμετάβλητο και προσδίδοντας σε αυτό χαρακτηριστικά απλού νόμου, με συνεχείς αναθεωρήσεις. Δεν έχουν περάσει ούτε επτά έτη από την προηγούμενη αναθεώρηση και το Νομοθετικό Σώμα έρχεται να αναθεωρήσει διατάξεις, που αναθεωρήθηκαν το 2001 (π.χ. άρθρα 14 και 57) καταδεικνύοντας, με αυτόν τον τρόπο, ότι η προηγούμενη αναθεώρηση υπήρξε, σε ορισμένες διατάξεις, τουλάχιστον, άστοχη.
Περαιτέρω, καθίσταται σαφές ότι, πολύ σύντομα, θα χρειαστεί να υπάρξει νέα αναθεωρητική διαδικασία, από τη στιγμή που, όπως διεφάνη και από την Επιτροπή Αναθεώρησης, η «σύμπλευση» των δυνάμεων που απαιτούνται για την αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών περιορίζεται σε λίγες ήσσονος σημασίας – εάν τέτοιος χαρακτηρισμός ταιριάζει σε άρθρα του Συντάγματος- διατάξεις, με άμεση συνέπεια να χρειαστεί μια άμεση νεώτερη αναθεώρηση και να καθυστερήσουν τυχόν σημαντικές αλλαγές στο Σύνταγμα, τουλάχιστον κατά μια 5ετία.
Αυτή η εξέλιξη οφείλει να προβληματίσει εντόνως το Σώμα. Δεν μπορεί αναθεώρηση να γίνεται για 3 ή 4 άρθρα, με χαρακτήρα πρωτίστως πανηγυρικό. Η αναθεώρηση οφείλει να επικεντρώνεται σε καίριες διατάξεις, που, πραγματικά, χρήζουν επεξεργασίας, βάσει των εξελίξεων των καιρών. Συνεπώς, είναι έντονη η ανησυχία του Λαϊκού Ορθοδόξου Συναγερμού ότι πρακτικά οδηγούμαστε σε μια περιορισμένη αναθεώρηση και δημιουργείται εύλογα ο προβληματισμός, μήπως θα ήταν προτιμότερο να έληγε η παρούσα αναθεωρητική διαδικασία, ώστε να μπορούσαμε να ξεκινούσαμε απ’ αρχής την αναθεώρηση.
Μια πραγματική αναθεώρηση, που θα οδηγούσε σε λύσεις και πραγματικές ουσιαστικές αλλαγές στο Σύνταγμα και όχι μια αναθεώρηση που, εκ προοιμίου, θα προανήγγειλε την ανάγκη μιας νεώτερης, λόγω αδυναμίας συγκέντρωσης της αυξημένης πλειοψηφίας.
Παράλληλα με την ανάγκη για περιορισμένες και όχι συχνές (χρονικά) αναθεωρητικές διαδικασίες θα πρέπει το Σύνταγμα, ως Καταστατικός Χάρτης, να περιέχει γενικές διατάξεις, αφήνοντας τον απλό νομοθέτη να προβεί στις επιμέρους νομοθετικές παρεμβάσεις, που θα αποδώσουν τις συνταγματικές επιταγές. Δεν είναι δυνατόν το Σύνταγμα να λειτουργεί ως απλός νόμος και να προσπαθεί να επιλύει πάσης φύσεως διαφορές και αντικείμενα. Μια τέτοια τακτική ενέχει τον κίνδυνο αποδυνάμωσης των συνταγματικών επιταγών και καθιστά αναπόφευκτη τη συνεχή αναθεώρησή του, τη στιγμή που οι συνθήκες αλλάζουν και ένα υπεραναλυτικό Σύνταγμα δεν μπορεί να εμπεδώσει το πνεύμα και τις ανάγκες της εποχής.
Αντιθέτως οι γενικές διατάξεις, που θα αφορούν στην κατοχύρωση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και στην οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, με πυλώνες το εθνικό συμφέρον, την ελευθερία δράσεως του ατόμου και την εμπέδωση του κοινωνικού κράτους είναι πάντοτε επίκαιρες και ενέχουν χαρακτήρα κατευθυντηρίων γραμμών προς τον απλό νομοθέτη, ώστε να διασφαλίζεται το εθνικό κράτος στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, η προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, με γνώμονα την ελευθερία του ατόμου και το κράτος δικαίου και κοινωνικής συνοχής.
Περαιτέρω, ως Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, θεωρούμε ότι το Σύνταγμα θα πρέπει να διατηρεί την κυρίαρχη παρουσία του στο σύγχρονο κόσμο. Γεννάται πολλές φορές το ερώτημα, εάν τα Συντάγματα των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερισχύουν του ευρωπαϊκού δικαίου ή τούμπαλιν. Η απάντηση από την πλευρά των Συνταγματολόγων είναι απλή: Το ελληνικό Σύνταγμα είναι στην κορυφή της δικαιϊκής ιεραρχίας και υπερισχύει πάσης φύσεως νομοθετικών κειμένων (ευρωπαϊκό δίκαιο, διεθνές δίκαιο, οδηγίες, διεθνείς συνθήκες κ.λπ.).
Δεν δίνεται, ωστόσο, η ίδια απάντηση από τους διεθνολόγους και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει τα Συντάγματα των κρατών – μελών με «αδιαφορία», ως ένα ουσιαστικά απλό εθιμικό δίκαιο, που δεν επηρεάζουν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) και την τήρηση των εκάστοτε Οδηγιών. Μάλιστα η παράλογη εμμονή επιβολής στα κράτη – μέλη μιας Ευρωσυνθήκης, Ευρωσυντάγματος -ή όπως αλλιώς αυτό θα λέγεται- επιδιώκει την πλήρη υποτέλεια των εθνικών συνταγμάτων σε ένα μόρφωμα ευρωπαϊκής εμπνεύσεως, που θα δύναται να επιβάλει στα εθνικά κράτη τις επιθυμίες των εμπνευστών του, που απέχουν παρασάγγας από το συμφέρον των εθνών και λαών της Ευρώπης.
Μέσα σε όλο αυτό το διαμορφωμένο πλαίσιο παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Κανείς δεν αμφισβητεί -διότι δε γίνεται- την υπεροχή του ελληνικού Συντάγματος, αλλά όλοι προσπαθούν να προσαρμόσουν τις επιταγές του ελληνικού Συντάγματος στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.). Έτσι συχνά στην Επιτροπή Αναθεώρησης ακούστηκαν οι φωνές ότι στο συγκεκριμένο θέμα το Ε.Δ.Δ.Α. απεφάνθη το τάδε και το Δ.Ε.Κ. το δείνα, σαν να οφείλουμε να δεχθούμε τις όποιες αποφάνσεις των οργάνων του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου, ως ανώτερες των συνταγματικών επιταγών και να αναθεωρήσουμε τις τελευταίες.
Ως Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, διαφωνούμε πλήρως με μια σιωπηρή κατάλυση διατάξεων του Συντάγματος στο όνομα μιας Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, που, στο πνεύμα και στη δομή της, επιθυμεί να μετατρέψει τα εθνικά κράτη σε νομαρχίες. Συνεπώς, θα πρέπει ξεκάθαρα να συμφωνήσουμε στο αυτονόητο, την απόλυτη υπεροχή του ελληνικού Συντάγματος και να επαναδιαπραγματευθούμε την όποια διατύπωση του άρθρου 28 (η ανάλυση θα γίνει κατωτέρω), ώστε να μην αποδυναμώνονται οι συνταγματικές επιταγές έναντι των επιταγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ολοκληρώνοντας αυτήν την εισαγωγή επί της αναθεώρησης του Συντάγματος, δηλώνουμε ότι, σεβόμενοι την διαδικασία, συμμετέχουμε στη διαμόρφωση των προτάσεων, η περαιτέρω, ωστόσο, στάση μας θα αποφασιστεί με πολιτικά κριτήρια και με γνώμονα, εάν λαμβάνει χώρα μια πραγματική αναθεώρηση επιτακτικής σημασίας ή, τελικώς, αφήνουμε άλυτα σημαντικά προβλήματα, που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε πολύ σύντομα. Ίσως, η έναρξη μιας νέας αναθεωρητικής διαδικασίας, που θα επανεξέταζε και τον ρόλο και τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι οποίες περιορίστηκάν τραγικά το 1986, αλλά και όλες τις προκλήσεις, που παρουσιάζονται σήμερα, θα ήταν γονιμότερη από μια αναθεώρηση, που, απλώς, πρέπει να ολοκληρωθεί, επειδή ξεκίνησε.
ΙΙ. ΕΙΔΙΚΩΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΩΝ ΑΡΘΡΩΝ
1. Αρθρο 14 παρ. 9
Το άρθρο 14 παρ. 9, όπως ήταν διατυπωμένο, προκαλούσε υπέρμετρο περιορισμό στην ελευθερία της οικονομίας και του ανταγωνισμού, ενώ δεν υπηρετούσε το βασικό του σκοπό, που ήταν η διαφάνεια στα Μ.Μ.Ε. και η αδυναμία εξάρτησης του πολιτικού κόσμου από την υπερσυγκέντρωση αυτών. Θεωρούμε ότι στο Σύνταγμα θα πρέπει να υπάρχει γενική διατύπωση, που να επιτάσσει τη διαφάνεια, πολυφωνία και πολυμέρεια στα Μ.Μ.Ε. και ειδικός νόμος να καλύπτει τα όποια κενά αναπτύσσονται.
Τα τρία πρώτα εδάφια της παρ. 9 μπορούν να εξυπηρετήσουν αυτήν την αναγκαιότητα και, για αυτόν τον λόγο, προτείναμε στην Επιτροπή την ακόλουθη διατύπωση: «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η οικονομική κατάσταση και τα μέσα χρηματοδότησης των Μέσων Ενημέρωσης πρέπει να γίνονται γνωστά, όπως νόμος ορίζει. Νόμος προβλέπει τα μέτρα και τους περιορισμούς, που είναι αναγκαίοι για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση. Απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσοτέρων ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής, όπως νόμος ορίζει.»
Η τελική πρόταση της Πλειοψηφίας παραμένει, κατά την άποψή μας, προβληματική. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση παραμένει η φιλοσοφία του ασυμβιβάστου του βασικού μετόχου σε επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης με αυτήν του βασικού μετόχου σε επιχειρήσεις, που αναλαμβάνουν δημόσια έργα, με την επισήμανση, «εφόσον κριθεί ότι μέσω αυτών ασκείται αθέμιτη επιρροή». Είναι, όμως, δυνατόν κάτι τέτοιο να ρυθμίζεται από το Σύνταγμα; Προφανώς, εάν ασκείται αθέμιτη επιρροή, πλήττεται ο υγιής ανταγωνισμός και, βάσει αυτού, υπάρχουν κυρώσεις και έλεγχος. Δεν υπάρχει κανένας δικαιολογητικός λόγος αυτής της ρύθμισης και γεννάται ο κίνδυνος τελικώς ποτέ να μη λειτουργήσει, διότι είναι σχεδόν αδύνατον να διαπιστωθεί η «αθέμιτη επιρροή».
Θεωρούμε ότι η συνοπτική διατύπωση, που προτείνουμε, μπορεί να θωρακίσει την πολυφωνία, αμεροληψία και πολυμέρεια στα Μ.Μ.Ε. και όλες οι τυχόν δυσλειτουργίες της δεσπόζουσας θέσης και του Βασικού Μετόχου ρυθμίζονται επαρκώς από τις Αρχές του υγιούς ανταγωνισμού στην Ελεύθερη Οικονομία και, σε κάθε περίπτωση, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας του απλού και όχι του Συντακτικού Νομοθέτη. Ακόμη και η λογική της απαγόρευσης συγκέντρωσης Μέσων Ενημέρωσης όπως τίθεται με το σκεπτικό της δεσπόζουσας θέσης είναι προβληματική για τον ακόλουθο λόγο: Πολύ μεγαλύτερη επιρροή μπορεί να ασκεί ο ιδιοκτήτης τηλεοπτικού σταθμού με 30% τηλεθέαση από ιδιοκτήτη τηλεοπτικού σταθμού με 1% τηλεθέαση και ταυτοχρόνως ιδιοκτήτη ραδιοφωνικού σταθμού με μηδαμινή ακροαματικότητα. Οπότε και το θέμα της συγκέντρωσης, με αναφορά στην δεσπόζουσα θέση, είναι προβληματικό.
2. Αρθρο 16 παρ. 1,5,6,7,8 και Προσθήκη
Το άρθρο 16 αποτέλεσε και στην προηγούμενη Βουλή μείζον θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης (μαζί με το άρθρο 24) και ενδεχομένως τη βασικότερη αναθεωρητέα διάταξη, που αφορά στη δυνατότητα ύπαρξης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός πιστεύει στη δυνατότητα υπάρξεως ιδιωτικών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και τούτο διότι δεν θεωρούμε την Ανώτατη Εκπαίδευση ως αντικείμενο κρατικού μονοπωλίου, πράγμα που συνιστά περιορισμό της ελευθερίας δράσης και επιλογής, που δικαιούνται οι νέοι, σχετικά με την εκπαίδευση.
Με τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια σταματά άλλωστε η φυγή των Ελλήνων φοιτητών στο Εξωτερικό. Σήμερα υπολογίζεται ότι άνω των 40.000 Ελλήνων φοιτούν στο Εξωτερικό, συχνά και σε Χώρες, που το ακαδημαϊκό τους επίπεδο είναι πολύ κατώτερο του ελληνικού. Μάλιστα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν ο καθείς σπουδάσει σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί άνευ ουσιαστικώς κάποιας προϋποθέσεως να εργαστεί στην Ελλάδα, χωρίς τον παραμικρό έλεγχο του ελληνικού Κράτους, πλην τυπικών προϋποθέσεων. Η εμμονή διατήρησης ενός συστήματος, που αναγκάζει τους Έλληνες φοιτητές στο όνομα μιας δημόσιας παιδείας να ξενιτευτούν είναι φενάκη.
Στόχος μας πρέπει να είναι πρωτίστως η ουσιαστική αναβάθμιση του δημοσίου Πανεπιστημίου, που, οπωσδήποτε, δεν επιτυγχάνεται με τη σημερινή μορφή του, τόσο σε επίπεδο δομικών λειτουργιών, όσο και στο επίπεδο προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της δημόσιας περιουσίας. Τα τελευταία έτη, γινόμαστε μάρτυρες απαραδέκτων καταστάσεων σε Α.Ε.Ι., που μαρτυρούν το έλλειμμα στη χρηστή διοίκηση δημοσίου χρήματος, την ανοχή εκνόμων καταστάσεων, την καταστροφή πανεπιστημιακής περιουσίας και την εν γένει υποβάθμιση της Ανωτάτης Εκπαίδευσης. Βασικός στόχος μας λοιπόν είναι η αναβάθμιση του δημοσίου Πανεπιστημίου, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του μέλλοντος.
Για τη σημερινή τραγική κατάσταση των Ελληνικών Πανεπιστημίων, πέραν από την απουσία επαρκούς υλικοτεχνικής ενδυνάμωσης από την Πολιτεία, ευθύνεται και μια διαστρεβλωμένη αντίληψη του ασύλου, που επιτρέπει σε εξωπανεπιστημιακά αναρχικά στοιχεία να εκμεταλλεύονται τους πανεπιστημιακούς αγώνες και κυριολεκτικά να διατηρούν το ακαδημαϊκό επίπεδο τραγικά χαμηλό, επιδιώκοντας τη διάλυση των Σχολών και την επιβολή της ανομίας και αναρχίας στα εκπαιδευτικά δρώμενα. Η Πολιτεία παρατηρεί τη χαοτική αυτή κατάσταση μακρόθεν, αδιαφορώντας για την κατάρρευση του πανεπιστημιακού γίγνεσθαι και τη συνεχή υποβάθμιση της Ανωτάτης Εκπαίδευσης. Συνεπώς, ρητώς θα πρέπει να αναφέρεται στο άρθρο 16 η μέριμνα του κράτους για την ανεμπόδιστη λειτουργία του Πανεπιστημίου.
Η Ανώτατη Εκπαίδευση μπορεί να παρέχεται και από ιδιώτες, με αυστηρότατες προϋποθέσεις, ως προς τον έλεγχο, τη λειτουργία, την επιλογή ακαδημαϊκού προσωπικού και την εν γένει ύπαρξή τους από το κράτος. Παράλληλα θα πρέπει συγκεκριμένο ποσοστό θέσεων φοιτητών (15% κατά την άποψή μας) να παρέχεται στο Κράτος, το οποίο θα τις παραδίδει ως υποτροφίες σε αριστούχους Έλληνες μαθητές, με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ιδιωτική πρωτοβουλία θα συνάδει με το κοινωνικό κράτος και θα παρέχεται η δυνατότητα σε νέους Έλληνες με χαμηλό οικονομικό εισόδημα να έχουν πραγματικά ίσες ευκαιρίες στην επιστημονική και επαγγελματική ανέλιξη. Άλλωστε τα ιδιωτικά σχολεία ουδόλως έβλαψαν την Παιδεία και κάνουν χρήση αυτών και πολλοί πολέμιοι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Παράλληλα, η αναφορά στο άρθρο 16 ότι η τέχνη, η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία αποτελούν θεμελιώδεις αξίες του ελληνικού πολιτισμού μόνο ως θετική μπορεί να κριθεί. Συνεπώς, προτείναμε την ακόλουθη αναθεώρηση του άρθρου 16 και θεωρούμε απαραίτητο για τη συναίνεσή μας στην όποια αναθεώρηση τη ρητή αναφορά ότι ποσοστό των θέσεων των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα παραδίδονται από το κράτος σε μαθητές από πληττόμενα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
Παρ. 1: Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία ως θεμελιώδεις αξίες του ελληνικού πολιτισμού είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα και τους Νόμους.
Παρ. 5: Η δημόσια ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, το οποίο μεριμνά για την ανεμπόδιστη λειτουργία τους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση τωνδημοσίων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Ειδικός νόμος ορίζει όσα αφορούν τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των σπουδαστών σε αυτούς.
Παρ. 6: Οι καθηγητές των δημοσίων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων.
Οι καθηγητές των δημοσίων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν, προτού λήξει, σύμφωνα με τον νόμο, ο χρόνος υπηρεσίας τους, παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφός 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου, που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει.
Νόμος ορίζει το όριο ηλικίας των καθηγητών όλων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Έως ότου εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει το ακαδημαϊκό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους.
Παρ. 7: Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως νόμος ορίζει.
Παρ. 8: Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σε αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους.
Επιτρέπεται η ίδρυση ανωτάτων σχολών και από ιδιώτες. Η εποπτεία και έλεγχος της ίδρυσης, της λειτουργίας και του ακαδημαϊκού επιπέδου ασκείται αποκλειστικώς από το Κράτος, όπως νόμος ορίζει. Στις ανώτατες σχολές που ιδρύονται από ιδιώτες παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος το 15% των θέσεων των φοιτητών στο Κράτος, το οποίο τις παρέχει σε αριστούχους Έλληνες μαθητές με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα, όπως νόμος ορίζει.
3. Αρθρο 17 παρ. 1 και Προσθήκη
Κρίνουμε παντελώς περιττή την όποια αναφορά της πνευματικής διάστασης της ιδιοκτησίας στο Σύνταγμα, καθώς αφ’ ενός κάτι τέτοιο είναι θέμα ερμηνείας του όρου «ιδιοκτησία», όπως αυτή κρίνεται στη νομολογία και αφ’ ετέρου υπάρχει ο κίνδυνος υπέρμετρης ανάπτυξης υποχρεώσεων και εννοιών. Ήδη το καθεστώς του νόμου περί της πνευματικής ιδιοκτησίας, επιθυμία των Η.Π.Α για την εξυπηρέτηση των μεγαθηρίων της δισκογραφίας, αλλά και οι πρακτικές τύπου Α.Ε.Π.Ι., όπου τίθενται δυσβάστακτα πρόστιμα σε μικρές επιχειρήσεις, σε περίπτερα, ακόμη και σε στάνη βοσκών !!! προκαλεί έντονους προβληματισμούς στην εν γένει επιχειρηματικότητα. Τυχόν συνταγματική κατοχύρωση θα δυσχέραινε τα όποια προβλήματα.
Συνεπώς είμαστε αντίθετοι στην όποια αναφορά της πνευματικής διάστασης της ιδιοκτησίας στο Σύνταγμα, όταν δεν υπάρχει αναφορά ούτε στα ενοχικά δικαιώματα. Το άρθρο 17, καθορίζοντας διαδικασία απαλλοτριώσεως, αφορά στα εμπράγματα και όχι σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Η όποια, λοιπόν, αναφορά πέραν από επικίνδυνη είναι και δικαιοπολιτικώς προβληματική.
Ως προς το θέμα των απαλλοτριώσεων, κατ’ εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας και για την αποφυγή τυχόν προβλημάτων προτείναμε την ακόλουθη προσθήκη: Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις απαλλοτριώσεων, ακόμη και όσων κηρύσσονται κατ’ εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας. Η θέση αυτή συνάδει με το περιεχόμενο της προτεινόμενης ρύθμισης και μας βρίσκει σύμφωνους.
Θετικό, βέβαια, θα ήταν πέραν από τις απαλλοτριώσεις, που κηρύσσονται κατ’ εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας, να ακολουθείτο η διαδικασία του άρθρου 17 σε όλες τις απαλλοτριώσεις, διότι είναι παράλογο να δεσμεύεται υπέρμετρα η ιδιοκτησία των πολιτών για περίπου 10 έτη. Η παρούσα ρύθμιση μπορεί να λύσει τα όποια προβλήματα αναπτύσσονταν από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που δεν περιελάμβανε στις απαλλοτριώσεις του άρθρου 17, όσες κηρύσσονταν κατ’ εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας (Βλέπε ενδεικτικά Σ.τ.Ε. 3117/04, Σ.τ.Ε. 2556/05).
4. Αρθρο 20 παρ. 1
Δεν θεωρούμε απαραίτητη την ειδική αναφορά στην προσωρινή δικαστική προστασία. Η απλή αναφορά της εννόμου προστασίας αρκεί και δεν είναι δυνατόν από το Σύνταγμα να ρυθμίζονται και να κατοχυρώνονται η προσωρινή διαταγή και τα ασφαλιστικά μέτρα!!!! Αναφορικώς με την ανάγκη ευλόγου χρόνου παροχής της, ώστε να μην προσβάλλονται τα άρθρα της Ε.Σ.Δ.Α. και να μη χάνει το νόημά της η απονομή της δικαιοσύνης, η αναφορά στο Σύνταγμα θα ήταν χρήσιμη, αλλά πολύ πιο ουσιαστικό θα ήταν να τεθούν οι υλικοτεχνικές αυτές υποδομές για την πραγμάτωσή της.
Διαφορετικά, η αναφορά μόνη θα είναι μια απλή ευχή. Συνεπώς προτείναμε την ακόλουθη διατύπωση: Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια μέσα σε εύλογο χρόνο και μπορεί να αναπτύσσει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει. Η διατύπωση, φυσικά, δεν περιλμβάνει την όποια αναφορά σε δικαιώματα προσωρινής δικαστικής προστασίας, που είναι θέμα του Α.Κ. να ρυθμιστούν.
5. Αρθρο 22 παρ. 1
Η διατύπωση του άρθρου είναι επαρκής για την προστασία της εργασίας των πολιτών και συνεπώς θεωρούμε άστοχη την όποια αναθεώρησή του. Τυχόν αναφορά σε κοινωνική συνοχή, αποκλειομένου του εθνικού στοιχείου, δύναται να προκαλέσει σοβαρές δυσχέρειες και παρερμηνείες. Η δε εξασφάλιση«εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης» είναι θέμα πολιτικής βούλησης και επιθυμίας της πολιτείας να διασφαλίσει επαρκώς τα δικαιώματα των εργαζομένων (αστικού και αγροτικού πληθυσμού), πράγμα, που έρχεται σε πλήρη διάσταση με την ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης και μόνο ως ευχολόγιο μπορεί να ερμηνευτεί.
Το άρθρο 22, ως έχει, επιτρέπει και προστατεύει την εργασία, επιβάλλει στο κράτος τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και επιβάλλει την ηθική και υλική εξύψωση του αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Η εξασφάλιση εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης τελικώς θα ερμηνευτεί στο ότι το Κράτος περιορίζεται σε αυτό το μίνιμουμ αξιοπρεπούς διαβίωσης, διαστρεβλώνοντας την έννοια του άρθρου 22, που στοχεύει στην υγιή υλική και ηθική εξύψωση των εργαζομένων και όχι σε απλή διαβίωση.
6. Αρθρο 24, άρθρο 24 Α και άρθρο 117 παρ. 3,4
Το άρθρο 24 αποτέλεσε το δεύτερο ακανθώδες άρθρο της συνταγματικής αναθεώρησης και σε αυτό συνέτεινε, πέραν από την πολιτική αντιπαράθεση, η καταστροφική λαίλαπα του προηγουμένου καλοκαιριού, που απέδειξε την έλλειψη σεβασμού προς το περιβάλλον από τυχοδιώκτες, που σπεύδουν να καρπωθούν εφήμερα οφέλη. Ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, έντονα προβληματισμένος για την οικολογική καταστροφή, με την είσοδό του στο Εθνικό Κοινοβούλιο κατέθεσε Πρόταση Νόμου για την υποχρεωτική διδασκαλία μαθήματος περιβαλλοντικής αγωγής στα σχολεία, πρόταση που δυστυχώς δεν έτυχε της αποδοχής των λοιπών Δυνάμεων του Κοινοβουλίου.
Θεωρούμε ότι η σφυρηλάτηση περιβαλλοντικής συνείδησης μέσω της παιδείας είναι μονόδρομος για την ανάπτυξη ενός υγιούς οικολογικού κινήματος, όχι κομματικά χρωματισμένου, που θα επιβάλει στην πολιτεία την ανάγκη προάσπισης του περιβάλλοντος. Σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης και στις Σκανδιναβικές, η έντονα ανεπτυγμένη οικολογική συνείδηση, αποκτήθηκε μέσω της παιδείας και της επικοινωνιακής πολιτικής και σήμερα σε αυτές τις Χώρες οι κυβερνήσεις σέβονται το περιβάλλον και νομοθετούν με γνώμονα την προστασία του, διότι γνωρίζουν ότι τυχόν οικολογικώς επιλήψιμη στρατηγική θα μεταφραστεί σε δυσβάστακτο πολιτικό κόστος. Συνεπώς, το πρώτο και ισχυρότερο θεμέλιο βρίσκεται στην παιδεία.
Παράλληλα δεν συμφωνούμε με μια προσέγγιση των δασών και των δασικών εκτάσεων σαν να πρόκειται για είδος μουσείου. Αποδεδειγμένα ο,τιδήποτε αντιμετωπίστηκε ως μουσειακό έκθεμα μοιραία, αργά ή γρήγορα, οδηγήθηκε στην αφάνεια. Τα δάση μας θα μπορέσουν να σωθούν και να αναπτυχθούν μόνο εάν τύχουν υγιούς αξιοποίησης, που με γνώμονα την οικολογική ισορροπία θα φέρει σε επαφή τους πολίτες με τη Φύση. Σήμερα, προτιμούμε μια πολιτική που το δάσος είναι απόμακρο από τον πολίτη και αυτός δεν αναπτύσσει το ψυχικό δέσιμο με το περιβάλλον που θα τον κινητοποιήσει να αγωνιστεί για το περιβάλλον.
Τα κράτη της κεντρικής Ευρώπης που είδαν τη δυναμική παρουσία και όχι τη μουσειακή αντιμετώπιση των δασών όπως η Ελβετία, σίγουρα δεν έχασαν. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία 50 έτη, υπήρξε κυριολεκτικά βιασμός των δασών και δασικών εκτάσεων της Πατρίδας μας, πράγμα που οδήγησε στη σημερινή άναρχη δόμηση, με τεράστιο αριθμό αυθαιρέτων κτισμάτων.
Η πολιτική των Κομμάτων της Αριστεράς, που εμμένουν στις αεροφωτογραφίες του 1940 για το τι είναι δάσος, αυτομάτως οδηγεί σε αδιέξοδο, καθώς, από τη μια πλευρά αναφερόμαστε σε εκτάσεις που, σήμερα, έχουν πλήρως καταπατηθεί, από την άλλη δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε σε κατεδάφιση των αυθαιρέτων, διότι τότε θα οδηγούσαμε πάνω από 2.000.000 ανθρώπους στο δρόμο. Η πολιτική του να μη βλέπεις το πρόβλημα δεν οδηγεί σε λύσεις, αλλά σε διόγκωσή του, καθώς τα δάση συνεχώς καταστρέφονται και τα αυθαίρετα πληθαίνουν.
Η αρχική πρόταση της Πλειοψηφίας αναφερόταν σε δασικές εκτάσεις, που είχαν τον χαρακτηρισμό, το 1975, και τελικώς προτείνεται ως ημερομηνία η 1.1.1961, ημερομηνία, που πρότεινε ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός και φυσικά μεγάλο μέρος βουλευτών της Πλειοψηφίας. Αυτήν την ημερομηνία τη θεωρούμε ασφαλές κριτήριο, καθώς περιλαμβάνει και την άναρχη δόμηση των δεκαετιών ‘60 και ‘70.
Με την περαιτέρω αναθεώρηση του άρθρου 24 προτείνεται η εξής διατύπωση: «Κατ’ εξαίρεση, η χωροταξική και πολεοδομική αναδιάρθρωση της χώρας για την εξασφάλιση καλυτέρων όρων διαβίωσης αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος, που επιτρέπει τη μεταβολή του προορισμού μόνο δασικών εκτάσεων. Νόμος ορίζει τα ειδικότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». Με αυτήν τη διάταξη επιχειρείται να γίνει ερμηνεία του όρου «δημόσιο συμφέρον» υπό την έννοια ότι σε αυτό εντάσσονται και η χωροταξική και πολεοδομική αναδιάρθρωση της χώρας για την εξασφάλιση καλυτέρων όρων διαβίωσης και κατά κάποιον τρόπο εκβιάζεται και η νομολογία των δικαστηρίων ως προς την ανάλυση του όρου «δημόσιο συμφέρον».
Ήδη, η ισχύουσα διατύπωση επιτρέπει τη μεταβολή εκτάσεων δασικών ή και δασών, εάν υπάρχει δημόσιο συμφέρον. Η τυχόν, λοιπόν, εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος αναφορικά με την πολεοδομική και χωροταξική αναδιοργάνωση της Χώρας για να μην οδηγήσει σε παρερμηνείες πέρα από την εξασφάλιση καλυτέρων όρων διαβίωσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και τη μη διάρρηξη της οικολογικής ισορροπίας, πράγμα που δεν συμβαίνει και μας αναγκάζει να βλέπουμε με προβληματισμό τη διάταξη, παρόλο που θα την υπερψηφίσουμε, διότι δύναται να λύσει πολλά προβλήματα. Άλλωστε εξαιρεί ρητώς τα δάση και αναφέρεται μόνο σε δασικές εκτάσεις.
Στα θετικά, ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε το ότι γίνεται μνεία για την ανάγκη θέσπισης νόμου για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Στο άρθρο 117 παρ. 3 δίπλα στο εδάφιο, που αναφέρεται στην υποχρεωτική κήρυξη αναδασωτέων των δασών και δασικών εκτάσεων που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιές προτείνεται η προσθήκη εδαφίου, ως εξής: «Νόμος ορίζει τις ποινικές, πειθαρχικές και χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των απαγορεύσεων και υποχρεώσεων του προηγουμένου εδαφίου». Το εδάφιο αυτό, αν και περιττό, υπό την έννοια ότι υπάρχει νομικό πλαίσιο, οπωσδήποτε είναι ενδυναμωτικό της προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων από τυχόν καταπατήσεις.
Τέλος, αναφορικώς με τις διατάξεις για το περιβάλλον, προτείνεται η προσθήκη του άρθρου 24 Α για την προστασία των ζώων. Η διάταξη αυτή που αποτέλεσε πρόταση βουλευτών, αρχικά αναφερόταν σε προσθήκη στο άρθρο 5 του Συντάγματος, κατά την εκτίμησή μας ατυχώς, καθώς το άρθρο 5 αναφέρεται στην προσωπικότητα. Η πρόβλεψη στο Σύνταγμα της προστασίας των ζώων με αναφορά σε ιδιαίτερο άρθρο, πλησίον του άρθρου 24 για το περιβάλλον είναι θετική, ωστόσο κρίνουμε ότι εκτός της προστασίας των οικοσίτων ζώων θα έπρεπε να υπάρξει πλήρης διατύπωση, που θα οδηγούσε σε προστασία της πανίδας, εν γένει και όχι αποσπασματικά, όπως και της προστασίας των ζώων, που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα.
7. Αρθρο 28 παρ. 3
Το άρθρο 28 αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη συμμετοχή της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για το πώς επιθυμούμε αυτή τη συμμετοχή. Σήμερα η τάση είναι προς μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που μπορεί να συνεπάγεται μείωση της εθνικής κυριαρχίας και εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Ελλάδα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το φαινόμενο αυτό το είδαμε έντονα στο Ευρωσύνταγμα και τώρα στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη, που ουσιαστικώς οδηγούν προς κατάργηση των εθνικών κρατών. Η εκχώρηση αυτή, με τη σημερινή διατύπωση του άρθρου 28 παρ. 3, μπορεί να λάβει χώρα με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα στην εκάστοτε, ακόμη και ισχνή πλειοψηφία, να εκχωρεί εθνικά μας δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η στάση μας θα πρέπει να ενέχει και κάποιον σκεπτικισμό και να μη μας οδηγεί, άκριτα, σε περιορισμούς της εθνικής μας κυριαρχίας, η οποία ενδέχεται να δυναμιτίζει και την ίδια τη μορφή του πολιτεύματος, το οποίο στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία, η οποία πλήττεται με την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας μπορεί να λάβει χώρα μόνο με δημοψήφισμα, όπως και η περαιτέρω διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ήδη, από το άρθρο 28 παρ. 2 δίνεται η δυνατότητα παροχής αρμοδιοτήτων με αυξημένη πλειοψηφία τριών πέμπτων. Δεν είναι δυνατόν η μείωση της εθνικής κυριαρχίας να λαμβάνει χώρα με απλή πλειοψηφία. Συνεπώς, προτείναμε την ακόλουθη διατύπωση, θεωρώντας επιπλέον περιττή την ερμηνευτική δήλωση:
3. Η Ελλάδα προβαίνει μόνο με δημοψήφισμα σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας. Η θέση της Ελλάδος σε οποιαδήποτε περαιτέρω διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα προκύπτει με δημοψήφισμα.
Θεωρούμε ότι σε θέματα διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας καμία κοινοβουλευτική Πλειοψηφία δεν δύναται να αποφασίσει, πέραν από την άμεση συμμετοχή του Λαού, μέσω δημοψηφίσματος. Από την εισαγωγή μου, ήδη, αναφέρθηκα στο ότι ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός παρακολουθεί τέτοιας φύσεως παραχωρήσεις και περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας με υπέρμετρο σκεπτικισμό, καθώς επιθυμούμε ένα ισχυρό εθνικό κράτος, που δεν περιορίζει την κυριαρχία του και ένα ελληνικό Σύνταγμα, που υπερισχύει οποιασδήποτε άλλης μορφής δικαίου. Το δημοψήφισμα είναι μονόδρομος για την αποφυγή τυχόν συμβιβασμών.
8. Αρθρο 29 παρ. 2
Στόχος του άρθρου 29 παρ. 2 είναι η διαφάνεια στη λειτουργία των Κομμάτων και τις εκλογικές δαπάνες και ο περιορισμός των τελευταίων, ώστε όλα τα Κόμματα και όλοι οι υποψήφιοι να έχουν, αναλογικώς, ίσες ευκαιρίες στην εκλογική διαδικασία. Στην πράξη καθίσταται σχεδόν αδύνατος ο όποιος έλεγχος, τουλάχιστον των εκλογικών δαπανών, καθώς οι όποιες χορηγίες σε υποψηφίους ή Κόμματα από ιδιώτες είναι συνήθως άδηλες και κατ’ επέκταση και ένα μεγάλο μέρος των εκλογικών δαπανών, που διενεργείται άνευ παραστατικών, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου.
Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη αποτελεί ουσιαστικώς ευχολόγιο και αδυνατεί να επιτελέσει το σκοπό της, εάν δεν υπάρξει ο αντίστοιχος ουσιαστικός ελεγκτικός μηχανισμός. Ως Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, θεωρούμε πρωτίστως απαραίτητη τη διαφάνεια των ιδιωτικών χορηγιών – προσφορών και το όριο αυτών για την αποφυγή εξαρτήσεων κομμάτων – υποψηφίων – επιχειρηματιών. Η θεωρητική διατύπωση του άρθρου 29 παρ. 2 εμπεριέχει το όλο πνεύμα της διαφάνειας, απουσιάζει, ωστόσο, η ουσιαστική πρακτική εφαρμογή, καθώς ο όποιος έλεγχος είναι τυπικός (έλεγχος παραστατικών) και όχι ουσιαστικός (αναζήτηση άδηλων πόρων). Θεωρούμε, λοιπόν, ότι θα πρέπει να υπάρξει ένας πιο αποτελεσματικός εκτελεστικός νόμος, στα πλαίσια του ουσιαστικού ελέγχου.
Η διατύπωση του άρθρου 29 παρ. 2 κρίνεται επαρκής και δεν χρήζει αναθεωρήσεως, ακόμη και ως προς τη μεταφορά του ελέγχου από τη Βουλή στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Δεν είναι δυνατόν να μεταφέρουμε την ευθύνη στα δικαστήρια για την τυχόν δική μας αδυναμία, ως Βουλή, να ελέγξουμε τυχόν μαύρα οικονομικά ταμεία. Ο έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο σε μια εποχή που η δικαιοσύνη έχει πρόβλημα ταχύτητας εκδίκασης θα οδηγούσε, δυστυχώς, σε μια απλή τυπική ελεγκτική διαδικασία και όχι στον γνήσιο έλεγχο τυχόν άδηλων πόρων. Εκτελεστικός νόμος δύναται στα πλαίσια του εδαφίου 4 της παραγράφου 2 του άρθρου 29 να συγκροτήσει ειδικό όργανο στα πλαίσια της Βουλής με συμμετοχή ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, το οποίο θα είναι έτσι δομημένο, που και ουσιαστικό και αμερόληπτο έλεγχο θα μπορεί να διενεργεί.
Άλλωστε η προσθήκη της παραγράφου 3 με την αναφορά ότι «νόμος περί Κομμάτων καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για τη θέσπιση και την τήρηση των κανόνων εσωκομματικής δημοκρατίας» δεν είναι απλώς άστοχη, αλλά και επικίνδυνη καθώς επιτρέπει στην εκάστοτε Πλειοψηφία να ελέγχει την εσωκομματική διάρθρωση των Κομμάτων, πράγμα, που μας βρίσκει τελείως αντίθετους.
9. Αρθρο 57
Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο υπήρξε, κατά γενική ομολογία, η πιο άστοχη διάταξη της Αναθεώρησης του 2001, καθώς το πνεύμα και η εφαρμογή της απομάκρυνε υγιείς επαγγελματίες από το χώρο της πολιτικής, ενώ μεγάλωσε τον κίνδυνο εξάρτησης του βουλευτή από χρηματοδότες με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ουσιαστικά τιμώρησε και απέκλεισε από τη δυνατότητα του εκλέγεσθαι τους επιτυχημένους και επιφανείς επιστήμονες, επιχειρηματίες και λοιπούς εργαζομένους.
Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο, πρωτοτυπία του Έλληνα Συντακτικού Νομοθέτη, εκτός του ότι περιόρισε ανεπίτρεπτα το δικαίωμα στην εργασία των Ελλήνων Βουλευτών, δεν μπόρεσε, έστω και στο ελάχιστο, να ικανοποιήσει τη Ratio του Νόμου που είναι η ενεργός παρουσία του βουλευτή στο Κοινοβούλιο, καθώς η εικόνα του Ελληνικού Κοινοβουλίου σε επίπεδο παρουσιών παραμένει η αυτή με το καθεστώς πριν το 2001.
Βάσει της ανωτέρω διάταξης περί επαγγελματικού ασυμβιβάστου, υπάρχει κίνδυνος η πολιτική να μετατραπεί σε κλειστό κλάμπ γόνων πολιτικών οικογενειών ή ατόμων, που έχουν λύσει το βιοποριστικό τους, δεν θέλουν να εργαστούν και αναζητούν μια νομιμοποιητική διάταξη για αυτή τους την αεργία.
Ουσιαστική θα ήταν μια τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, με πραγματική μείωση της αποζημίωσης λόγω απουσιών και της πραγματικής συνεχούς παρουσίας του Βουλευτή σε Επιτροπές και Ολομέλεια, με όχι απλή προσυπογραφή του βιβλίου παρουσιών, όπως γίνεται σήμερα. Συνεπώς προτείναμε την πλήρη απάλειψη της παρ. 1 του άρθρου 57 από «Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα…» έως «…. των περιπτώσεων α έως δ της παραγράφου αυτής».
Η παρούσα διάταξη, όπως προτείνεται από την Πλειοψηφία, υπάρχει κίνδυνος να παρερμηνευτεί αναφορικώς με τις «προϋποθέσεις υπό τις οποίες βουλευτές μπορούν να ασκούν επάγγελμα» και τελικώς ο φόβος του επαγγελματικού ασυμβιβάστου να παραμείνει υπαρκτός. Η πλήρης απάλειψη των εδαφίων δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 57 είναι ορθότερη.
Παράλληλα προς την καλύτερη λειτουργία της νομοθετικής εξουσίας θα ήταν, εάν υπήρχε το ασυμβίβαστο των καθηκόντων Βουλευτή και Υπουργού, ώστε να υπάρχει πλήρης διάκριση της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας. Θα ήταν θετικό, εάν οι Υπουργοί τελούσαν σε αναστολή ως προς την βουλευτική τους ιδιότητα, για όσο διαρκούσε η υπουργική θητεία.
10. Αρθρο 58
Διαφωνούμε με την αναθεώρηση του άρθρου 58, καθώς τοποθετούμαστε με σκεπτικισμό απέναντι στη δημιουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ο παραπάνω θεσμός τυγχάνει επιτυχούς εφαρμογής σε Χώρες με παράδοση σε Συνταγματικά Δικαστήρια, (π.χ., BVerG στη Γερμανία), τα οποία ήταν, κυρίως, αναγκαιότητα μετά το πέρας του Β΄ παγκοσμίου πολέμου σε χώρες με ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο θεσμός αυτός είναι ξένος προς τον ελληνικό νομικό πολιτισμό και την όλη φιλοσοφία του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας.
Ο συνταγματικός έλεγχος σε όλα τα στάδια της δικαστικής κρίσης από το πιο χαμηλό μέχρι τα Ανώτατα Δικαστήρια και η ελευθερία του δικαστή στο σχηματισμό της δικανικής κρίσης, χωρίς εξάρτηση από τη νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων, η οποία δε λειτουργεί δεσμευτικά για το δικαστή, του επιτρέπει να υπηρετεί ακώλυτα το λειτούργημα του. Ένα πανίσχυρο Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να μετατραπεί σε πλήρη ελεγκτικό μηχανισμό του απλού δικαστή και, εν τέλει, να οδηγούμαστε σε βιομηχανική έκδοση αποφάσεων, βάσει της νομολογίας του.
11. Αρθρο 62
Είναι γεγονός ότι το άρθρο 62 δημιουργεί μια αδικαιολογήτως προνομιακή μεταχείριση των βουλευτών σε βάρος άλλων πολιτών, καθώς τους παρέχει ένα διευρυμένο ακαταδίωκτο, ακόμη και για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, που είναι παντελώς άσχετα με τη βουλευτική τους ιδιότητα. Η διατύπωση του άρθρου 62 θα έπρεπε να κινείται στο πνεύμα του άρθρου 61 που αναφέρεται στην έκφραση γνώμης του βουλευτή. Η άρνηση άρσης ασυλίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προνόμιο του βουλευτή, αλλά ως αναγκαιότητα για την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου, που διασφαλίζεται με την ακώλυτη άσκηση του λειτουργήματος του Βουλευτή.
Συνεπώς, η μη άρση θα έπρεπε να περιορίζεται σε λόγους, που αναφέρονται στα καθήκοντα του βουλευτή και όχι σε λοιπές εγκληματικές συμπεριφορές του τελευταίου, να αφορά σε διώξεις που έλαβαν χώρα όταν ο βουλευτής είχε την ιδιότητα και να μην επεκτείνεται σε διώξεις πριν ο Βουλευτής εκλεγεί και να περιορίζεται σε πλημμεληματικής και όχι κακουργηματικής φύσεως αδικήματα.
Παράλληλα, θα πρέπει, τάχιστα, να τροποποιηθεί ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών, που προκλητικά οδηγεί σε εξάλειψη ή παραγραφή όλων των αδικημάτων των Υπουργών. Στην πραγματικότητα διαφαίνεται από αυτόν το νόμο η βούληση του Σώματος ότι ποτέ και για οποιονδήποτε λόγο Υπουργός δεν μπορεί να καταδικαστεί, αφού η δυνατότητα εξάλειψης του αξιοποίνου μετά τη διενέργεια εκλογών καθιστά δυσχερεστάτη την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος Υπουργών. Νόμος, που σύμφωνα με την εισήγηση και του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, πάσχει συνταγματικότητας.
Ως Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, προτείναμε την ακόλουθη διατύπωση, η οποία στο πνεύμα και τη φιλοσοφία της συνάδει με την προτεινόμενη προς αναθεώρηση: «Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο Βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλον τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος, παρά μόνο για πράξεις που ασκήθηκε ποινική δίωξη πριν την ανακήρυξη του βουλευτή. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα Βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των Βουλευτών της νέας Βουλής.
Η Βουλή δύναται να αρνηθεί την άρση ασυλίας του Βουλευτή, μόνον εάν διαπιστώσει ότι η πράξη αφορά στα καθήκοντα του Βουλευτή ή η άρση ζητείται για πολιτικούς λόγους.
Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, εάν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες, αφότου η αίτηση του Εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής.
Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής.
Δεν απαιτείται άδεια για τα κακουργήματα».
12. Αρθρο 78
Με την προτεινόμενη διάταξη ρητώς θεσμοθετείται ότι «εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου προς τρίτους παρέχονται μόνο με ειδικό τυπικό νόμο».Εκφράζοντας τον ιδιαίτερο προβληματισμό μας για ποιο λόγο το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να εγγυάται υπέρ τρίτων, θεωρούμε θετικό αυτή η εγγύηση να γίνεται με νόμο και να επικυρώνεται από το Εθνικό Κοινοβούλιο.
13. Αρθρο 79 παρ. 1
Με την προτεινόμενη διάταξη δίνεται η δυνατότητα στη Βουλή να υποβάλει προτάσεις τροποποίησης επιμέρους κονδυλίων του Προϋπολογισμού, εφ’ όσον δεν υπάρχουν επιπτώσεις στο σύνολο των δαπανών και των εσόδων του κράτους. Πρόκειται για μια θετική διάταξη που επιτέλους προσδίδει στη νομοθετική εξουσία δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στα κονδύλια του Προϋπολογισμού, με διάλογο και συγκεκριμένες προτάσεις έναντι της σημερινής διαδικασίας απλής επικύρωσης ή καταψήφισης των προτάσεων της Κυβέρνησης.
14. Αρθρο 88 παρ. 2 εδ. γ΄ και δ΄
Η παρούσα διάταξη πραγματεύεται ένα σημαντικό θέμα που ταλάνισε την ελληνική κοινωνία με την εκδίκαση των διαφορών αναφορικώς με τους μισθούς και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών από Ειδικό Δικαστήριο (το κακώς επονομαζόμενο μισθοδικείο). Με την παρούσα διάταξη μεταφέρεται αυτός ο έλεγχος σε Συνταγματικό Δικαστήριο. Για λόγους, που θα αναλυθούν κατωτέρω, διαφωνούμε με την ύπαρξη Συνταγματικού Δικαστηρίου και άρα η ρύθμιση μας βρίσκει αντίθετους και προτείνουμε την επίλυση αυτών των διαφορών από ειδικώς διαμορφωμένη Επιτροπή της Βουλής, με την παρουσία και δικαστικών λειτουργών, ώστε να αποφευχθούν τα φαινόμενα, που βιώσαμε πρόσφατα, όπου δικαστές έκριναν τα αιτήματά τους.
Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η συγκεκριμένη απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, που προκάλεσε την ελληνική κοινωνία στηρίχθηκε σε λάθη της εκτελεστικής εξουσίας, που παρείχε παχυλούς μισθούς σε συγκεκριμένες θέσεις και δικαιολόγησε τις υψηλές αυξήσεις στο μισθό των δικαστικών. Συνεπώς, εάν η εκτελεστική εξουσία λειτουργούσε συνετά, δεν θα υπήρχαν αυτά τα φαινόμενα.
15. Αρθρο 90 παρ. 5
Με την προτεινόμενη διάταξη παραμένει το λανθασμένο προηγούμενο, όπου η ηγεσία της δικαστικής εξουσίας αποτελεί προνόμιο επιλογής της εκτελεστικής εξουσίας, αφού αυτή διορίζεται κατόπιν προτάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου. Υπάρχει, βέβαια, μια θετική εξέλιξη, καθώς η επιλογή στη θέση των Προέδρων γίνεται μεταξύ των Αντιπροέδρων και των Αντιπροέδρων μεταξύ των δέκα αρχαιοτέρων μελών των οικείων Δικαστηρίων, αλλά δεν κόβεται ο ομφάλιος λώρος, που εξαρτά την ηγεσία της δικαστικής εξουσίας από τις επιθυμίες της εκάστοτε Κυβερνήσεως.
Μοναδική λύση σε αυτό το άτοπο σύστημα θα ήταν, εάν η Δικαιοσύνη επέλεγε μόνη της, από τα όργανά της την ηγεσία της. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για διάκριση εξουσιών και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και η ηγεσία της να επιλέγεται από την Κυβέρνηση. Εάν, πραγματικά επιθυμούμε ανεξάρτητη Δικαιοσύνη τόσο η εκτελεστική όσο και η νομοθετική εξουσία δεν θα πρέπει να έχουν αρμοδιότητα στις αρχαιρεσίες της δικαστικής εξουσίας. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, απλώς, πλήττει το κύρος της Δικαιοσύνης και δεν της επιτρέπει να λειτουργήσει γόνιμα.
16. Αρθρο 95 παρ. 1 και άρθρο 98 παρ. 1 εδ. 2
Με τις συγκεκριμένες προτεινόμενες διαδικασίες επιδιώκεται η δημιουργία ειδικών τμημάτων για τον έλεγχο των συμβάσεων με αντισυμβαλλόμενο το δημόσιο. Κρίνεται θετική, αν και επικίνδυνη, η δημιουργία ειδικών τμημάτων με εξειδικευμένους δικαστές. Διατηρούμε, ωστόσο, τον προβληματισμό μας, εάν υπάρχει αναγκαιότητα συνταγματικής πρόβλεψης ή αρκεί η ρύθμιση από απλό νόμο ή τον κανονισμό των δικαστηρίων.
17. Αρθρο 100
Η δημιουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι αντίθετη με τον νομικό μας πολιτισμό και τη νομική μας παράδοση, όπως αναλύθηκε και στο άρθρο 58. Συνταγματικά Δικαστήρια αναπτύχθηκαν σε Χώρες μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λόγω των ολοκληρωτικών τους καθεστώτων. Βεβαίως στη Γερμανία το BverfG χαρακτηρίζεται από πολύ θετική νομολογία για την προάσπιση δικαιωμάτων.
Ωστόσο ως Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός επικροτούμε το διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, όπου ο απλός δικαστής δεν δεσμεύεται από διαμορφωμένη νομολογία και μπορεί με βάση τις γνώσεις, την εμπειρία του και την κρίση του να αποφανθεί διαφορετικά, αναφορικώς με την συνταγματική ερμηνεία. Το Συνταγματικό Δικαστήριο, με μαθηματική ακρίβεια, θα οδηγήσει σε βιομηχανία αποφάσεων, που θα περιορίσουν την ελευθερία κρίσης του δικαστή.
Παράλληλα τα όποια θετικά επιχειρήματα για τη δημιουργία ενός τέτοιου Δικαστηρίου επισκιάζονται από τη σύνθεση που προτείνει η παρούσα διάταξη. Μια σύνθεση εννέα μελών, όπου τρεις δικαστές επιλέγει η Κυβέρνηση, τρεις η Βουλή (άρα η πλειοψηφία) και τρεις οι Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Μια τέτοια σύνθεση δημιουργεί ένα Δικαστήριο, διορισμένο από την εκάστοτε Κυβέρνηση και επιτείνει την επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική, γεγονός που μας βρίσκει απολύτως αντίθετους.
18. Αρθρο 101 (Ερμηνευτική δήλωση)
Η αναθεώρηση του άρθρου 101 βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, καθώς ανάγει σε συνταγματική επιταγή την υποχρέωση του απλού νομοθέτη, όταν δρα κανονιστικά, να λαμβάνει υπ’ όψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών και ορεινών περιοχών, μεριμνώντας για τη βιώσιμη οικονομική τους ανάπτυξη. Βέβαια, μια απλή συνταγματική επιταγή δεν αρκεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη των ορεινών και νησιωτικών περιοχών. Δεν έφταιξε η απουσία συνταγματικής επιταγής, αλλά η έλλειψη πολιτικής βούλησης των τελευταίων 25 και πλέον ετών για υγιή ανάπτυξη της Περιφέρειας. Καλή η λήψη συνταγματικής μέριμνας, κάλλιστη, ωστόσο, η υλοποίησή της με την πραγματική αρωγή στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές και, πρωτίστως στις ακριτικές.
19. Αρθρο 101 Α
Με την παρούσα διάταξη επιδιώκεται να διευρυνθούν οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες Διοικητικές Αρχές με αυτήν της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η θέση του Λαϊκού Ορθοδόξου Συναγερμού απέναντι στις λεγόμενες και διορισμένες Ανεξάρτητες Αρχές είναι αρνητική. Οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν ομολογία του πολιτικού συστήματος ότι δεν μπορεί να προστατεύσει τον πολίτη και έχει ανακαλύψει αυτά τα διορισμένα όργανα, στα οποία εκχωρεί μέρος της εκτελεστικής εξουσίας (!) χωρίς να είναι αιρετά.
Οι διορισμένες αυτές λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές δεν περιορίζονται στο διαχειριστικό τους ρόλο, αλλά διεκδικούν μέρος της νομίμως εκλεγμένης νομοθετικής εξουσίας. Π.χ., ο Συνήγορος του Πολίτη, δεν περιορίζεται στα προβλήματα της γραφειοκρατίας αλλά κάνει μάθημα στο Κοινοβούλιο, πώς πρέπει να διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών λες και η κεντρική πολιτική σκηνή έχει ανάγκη μια ομάδα διδακτόρων, για το πώς θα χαράξει την εκπαιδευτική πολιτική.
Συχνά τα πορίσματα των Αρχών αυτών άλλοτε είναι προϊόν ιδεολογικής «τσίμπλας» και όχι επιστημονικής μελέτης και άλλοτε εξυπηρετούν την εκάστοτε Κυβέρνηση, όπως η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στο θέμα της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Η γιγάντωση αυτών των Αρχών ή η ενδυνάμωση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, της Κοινωνίας Πολιτών (όπως π.χ. στην προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 και αλλού) είναι εφευρήματα μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής ατζέντας, που προτιμά την αποδυνάμωση των αιρετών οργάνων και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων σε πανεπιστήμονες «Ανεξαρτήτων» Αρχών ή στο πεζοδρόμιο, πρακτική που μας βρίσκει αντίθετους.
20. Αρθρο 102 παρ. 1 εδ. δ΄
Προς τη θετική κατεύθυνση κινείται η παροχή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης της αρμοδιότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού, που αποτελούσε πάγιο αίτημα των Ο.Τ.Α. και δύναται να βοηθήσει στον καλύτερο πολεοδομικό σχεδιασμό.
21. Αρθρο 103 παρ. 9
Η παροχή δυνατότητας σε υπαλλήλους, που υπηρετούν στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου να ενταχθούν στην υπαλληλική ιεραρχία για την κάλυψη οργανικών σχέσεων, υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., αποκαθιστά την ανισότητα, που υπήρχε στους εργαζομένους μόνιμους και με ιδιωτική σύμβαση αορίστου χρόνου. Η διαδικασία πρόσληψης εργαζομένων στο Δημόσιο με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, οπωσδήποτε δεν έβλαψε τη λειτουργία του Δημοσίου και κανένας λόγος δεν συνηγορούσε στη διατήρηση αυτής της διάκρισης.
22. Αρθρο 104 παρ. 3
Η αναφορά στο Σύνταγμα ότι οι υπάλληλοι υποχρεούνται να υπηρετούν έγκαιρα και αποτελεσματικά τους πολίτες και ότι υπέχουν προσωπική ευθύνη για παράνομη υπαίτια συμπεριφορά κρίνεται περιττή, διότι ρυθμίζει το αυτονόητο, ότι, δηλαδή, ο υπάλληλος πρέπει να εξυπηρετεί τον πολίτη και αναφορικώς με την ευθύνη αποτελεί έργο του απλού νομοθέτη, ο οποίος ρυθμίζει το θέμα επαρκώς από τα άρθρα 104 – 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.
23. Αρθρο 108 παρ. 1 και 2
Ο Ελληνισμός της Διασποράς πρέπει να τυγχάνει της απολύτου προστασίας της Ελληνικής Πολιτείας όχι μόνο στο επίπεδο των σχέσεων και των δεσμών με τη Μητέρα - Πατρίδα, αλλά και στο πεδίο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως όπου υπάρχει εθνική ελληνική μειονότητα. Το ελληνικό κράτος, όπως μεριμνά για τα ανθρώπινα δικαιώματα όσων διαβιούν στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο θα πρέπει να ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα των Ελλήνων, όπου και αν βρίσκονται.
Σε μια εποχή όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι στο επίκεντρο και υπάρχουν Έλληνες στη Βόρειο Ήπειρο, Ίμβρο, Τένεδο, Κωνσταντινούπολη και αλλού, που αντιμετωπίζονται ως πολίτες δευτέρας κατηγορίας και δεν γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά τους δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται η Ελλάδα να μένει αμέτοχη. Συνεπώς, επικροτώντας την αλλαγή του όρου «Απόδημος Ελληνισμός» σε «Ελληνισμό της Διασποράς», ώστε να συμπεριλαμβάνονται και οι γηγενείς Έλληνες, που υποδουλώθηκαν στο παρελθόν και παρέμειναν στις Εστίες τους προτείναμε στην Επιτροπή και εμμένουμε στην ακόλουθη διατύπωση:
- Το κράτος μεριμνά για τη ζωή, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ελληνισμού της Διασποράς και τη διατήρηση των δεσμών με τη Μητέρα - Πατρίδα. Επίσης μεριμνά για την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική προαγωγή των Ελλήνων που εργάζονται έξω από την Επικράτεια. Οι ελληνικές εθνικές μειονότητες, οπουδήποτε βρίσκονται, τελούν υπό την προστασία του Κράτους.
Δυστυχώς η Επιτροπή δίστασε να συμπεριλάβει ρητώς την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ελληνικών εθνικών μειονοτήτων, όπου και αν βρίσκονται, στο Σύνταγμα.
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην αναθεωρητική διαδικασία προσπάθησε να είναι συνεπής στις προτάσεις του για τη δημιουργία ενός Συντάγματος, με πυλώνες το εθνικό συμφέρον, την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Επειδή δεν συμμετείχαμε στην προηγούμενη Βουλή δεν μπορέσαμε να συμβάλουμε στην προβληματική των αναθεωρητέων διατάξεων.
Θεωρούσαμε επιτακτική την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, ως ρυθμιστή του πολιτεύματος και τη δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων με τη συλλογή υπογραφών, ώστε να ενισχύεται η συμμετοχή του Λαού στα μείζονος σημασίας ζητήματα, που τον αφορούν. Μια πρακτική, που θα έδιδε, ευθέως, το δικαίωμα στον Λαό να αποφασίσει, πώς θέλει τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ονομασία των Σκοπίων, σε τυχόν Ευρωπαϊκή Συνθήκη και κρίσιμα κοινωνικά θέματα, όπως το ασφαλιστικό.
Η πρακτική των δημοψηφισμάτων, δυστυχώς, δεν φαίνεται να υιοθετείται από τα άλλα πολιτικά Κόμματα, τα οποία είτε δεν τα επιθυμούν (Ν.Δ. – ΠΑ.ΣΟ.Κ.) είτε τα θέλουν, μόνο, όταν συμφωνεί η κοινή γνώμη μαζί τους (ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Κ.Κ.Ε.). Εμείς, συνεπείς στις θέσεις μας, επιθυμούμε διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και ενίσχυση του θεσμού των Δημοψηφισμάτων είτε το αποτέλεσμά τους συνάδει με τις ιδέες μας είτε όχι.
Κλείνοντας, θεωρούμε ότι η παρούσα αναθεώρηση, είτε ολοκληρωθεί, είτε όχι, λόγω των αναγκών, με μαθηματική ακρίβεια δεν θα είναι καινοτόμος και θα αναγκάσει σύντομα τον Συντακτικό Νομοθέτη να κινήσει νέα αναθεωρητική διαδικασία. Συνεπώς, ίσως θα ήταν προτιμότερο από το να ολοκληρώναμε μια εκ προοιμίου δυσλειτουργική αναθεώρηση να εκκινούσαμε τη συζήτηση από την αρχή για μια νέα ουσιαστική καινοτόμο αναθεώρηση, με γνώμονα, πάντα, το εθνικό συμφέρον, την ελευθερία του ατόμου, την κοινωνική δικαιοσύνη και την υπεροχή του ελληνικού Συντάγματος έναντι των πάσης φύσεως νομοθετικών κειμένων.
773