5. Εισήγηση του Ειδικού Εισηγητού της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Γκιουλέκα
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑ (Α΄ ΕΝΟΤΗΤΑ)
Είναι γνωστό από την πολιτική μας ιστορία ότι τα ελληνικά Συντάγματα υπήρξαν πάντοτε πρωτοποριακά. Κορυφαίο, σε αυτήν την πρωτοπορία το Σύνταγμα του 1975, το οποίο είναι το μακροβιότερο και αποδείχθηκε και το πιο δημοκρατικό. Αυτό το οποίο διαπιστώνω και θα ήθελα να το θέσω υπ’ όψιν της Επιτροπής και των λοιπών εκπροσώπων των Κομμάτων, είναι το εξής: Ένα χαρακτηριστικό των ελληνικών Συνταγμάτων είναι ότι αυτά ήταν, σχεδόν όλα, απολύτως τυπικά. Ήταν Συντάγματα, τα οποία περιείχαν λιτές διατάξεις, πολύ προσεκτικά διατυπωμένες. Και αυτό, ακριβώς, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο και ο κίνδυνος, να μην περιληφθούν κάποιες περιπτώσεις. Φθάσαμε, όμως, από το ένα άκρο, δηλαδή από την τυπικότητα αυτών των ελληνικών Συνταγμάτων στο άλλο. Περιορίζομαι, κυρίως, στο Σύνταγμα του 1975, γιατί αυτό είναι το ισχύον Σύνταγμα και αυτό συζητούμε τώρα για την αναθεώρησή του, σε κάποιες συγκεκριμένες διατάξεις. Το αυστηρά τυπικό Σύνταγμα του 1975, το οποίο, με τις αναθεωρήσεις που έγιναν, γέμισε από ρυθμίσεις γενικές, περιγραφικές, περιπτωσιολογικές. Θα αναφέρω την περίπτωση του άρθρου 14 με τον «Βασικό Μέτοχο». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να υπάρχουν τρομερά ερμηνευτικά προβλήματα, εάν κάποιες περιπτώσεις υπάγονται ή όχι στη ρύθμιση της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης, κάτι το οποίο είναι πολύ επικίνδυνο, διότι δημιουργεί ερμηνευτικά προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί ο Καταστατικός Χάρτης της χώρας για το κύρος και την ποιότητά του, να τίθεται υπό συνεχή αμφισβήτηση, σχετικά με το τι περιλαμβάνει ή όχι κάθε διάταξή του.
Αντίθετα, μια λιτή –επαναλαμβάνω- και γενικού περιεχομένου διάταξη, βοηθά αφ’ ενός μεν το Σύνταγμα να παραμένει ο υπερκείμενος νόμος και, από την άλλη πλευρά, ο εκτελεστικός νομοθέτης, η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή, και η νομοθετική εξουσία να συμπεριλαμβάνει τις όποιες περιπτώσεις θεωρεί ότι είναι χρήσιμο να το πράξει στους εκτελεστικούς του Συντάγματος νόμους. Το ίδιο θέμα το είδαμε πολύ χαρακτηριστικά και στην περίπτωση της συνταγματικής διατάξεως περί του ασυμβιβάστου. Όταν έγινε η σχετική συζήτηση στη Βουλή –και δεν μιλάω για την Αναθεώρηση του 2001- δεν ήμουν Βουλευτής, διότι είχα χάσει τη βουλευτική μου έδρα, μετά τις εκλογές του 2000. Ανατρέχοντας στα Πρακτικά, είδα μια σειρά από προβληματισμούς και συζητήσεις, οι οποίες δεν κατέληξαν πουθενά. Αποτέλεσμα ήταν μια διάταξη, η οποία μένει μετέωρη, διότι δεν υπάρχει ο εκτελεστικός νόμος, ο οποίος θα την εξειδικεύσει. Και σήμερα ερχόμαστε να συζητήσουμε την αναθεώρηση μιας τέτοιας διάταξης, χωρίς καν αυτή η διάταξη να έχει ουσιαστικά υπηρετηθεί από τον αντιστοιχούντα εκτελεστικό νόμο.
Αντίθετα, ένα τυπικό Σύνταγμα, το οποίο μένει σε μία γενική περιγραφή των διαφόρων θεμάτων που ρυθμίζει, μας οδηγεί στην ασφαλή οδό να επιτρέπουμε στον κοινό νομοθέτη, πλέον, να ρυθμίζει με εκτελεστικούς νόμους ή με τους υπόλοιπους νόμους τις επιμέρους περιπτώσεις.
Γι’ αυτόν το λόγο, εγώ θα ήθελα να θέσω υπ’ όψιν όλων των συναδέλφων και, κυρίως, των εκπροσώπων των λοιπών Κομμάτων την επισήμανση να περιοριστούμε σε τυπικού περιεχομένου γενικές διατάξεις και όχι σε περιπτωσιολογικές διατάξεις, που αντί να λύσουν θα δημιουργήσουν περαιτέρω προβλήματα. Αυτή είναι μια γενική επί της αρχής παρατήρησή μου.
Επιχειρούμε την Τρίτη, κατά σειρά, Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975. Βεβαίως, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Αναθεωρήσεις τόσο του 1981 όσο και του 2001 ουσιαστικά δεν μετέβαλαν τον πυρήνα αυτού του Συντάγματος και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Βεβαίως, έγιναν κάποιες αλλαγές, οι οποίες κρίθηκαν απαραίτητες και αναγκαίες, ωστόσο οι αλλαγές αυτές, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος τους, δεν απέφεραν τα αναμενόμενα, τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Από την άλλη πλευρά προέκυψαν κάποιες ανάγκες για αλλαγές, οι οποίες όμως, έως σήμερα δεν έγιναν. Ιδεοληψίες του παρελθόντος, δυστυχώς, μας οδήγησαν να κρύβουμε με το δάκτυλό μας το δάσος, βλέποντας μόνο το δέντρο. Έτσι, λοιπόν, πολλές διατάξεις παρέμειναν στην αρχική τους μορφή. Αναφέρομαι σε μια βασική διάταξη, την διάταξη του άρθρου 16, που περέμεινε ως έχει, ενώ τα μη κρατικά ξένα πανεπιστήμια εισήλθαν στη χώρα «από το παράθυρο», χωρίς, μάλιστα, και την επαρκή νομοθεσία, χωρίς να υπάρχει το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για τον έλεγχο των παρεχομένων υπηρεσιών αυτών των πανεπιστημίων ή αυτών των κολλεγίων, που λειτουργούν με διάφορες μορφές στη χώρα μας, στην Ελλάδα. Είχαμε επισημάνει, από την Περίοδο του 2001, την ανάγκη να προχωρήσουμε σε αναθεώρηση και αυτής της διατάξεως, δυστυχώς, όμως, τότε δεν εισακουστήκαμε, όταν εμείς βρισκόμασταν στα έδρανα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Σήμερα, λοιπόν, επτά –ουσιαστικά- χρόνια μετά από την Αναθεώρηση του 2001, αυτή η κορυφαία πολιτική και συνταγματική κοινοβουλευτική διαδικασία έρχεται να συμπληρώσει, να καλύψει τα κενά που δημιουργήθηκαν -αν το θέλετε- να υπηρετήσει αυτές τις νέες ανάγκες. Πολλά άρθρα είναι ουσιαστικά ανενεργά σε ένα μεγάλο μέρος τους, ή σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα. Επίσης, υπάρχουν πλείστα όσα προβλήματα που αφορούν στο δημόσιο βίο και στη δημόσια διοίκηση, που πρέπει να ρυθμιστούν. Και όλα αυτά διότι είναι ανάγκη πραγματικά να αναβαθμίσουμε τον κοινοβουλευτισμό, το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα. Παίρνοντας αφορμή από το άρθρο περί ασυμβιβάστου των βουλευτών, θα έλεγα ότι είναι μια μεγάλη ευκαιρία να συζητήσουμε και αυτό το θέμα, πριν μπω στα ειδικότερα άρθρα αυτής της συγκεκριμένης ενότητας. Πράγματι, με αυτόν τον τρόπο, με τη ρύθμιση, δηλαδή, που έγινε το 2001, αποκλείονται από την πολιτική, σε ένα μεγάλο μέρος, ικανοί και επιτυχημένοι συμπολίτες μας από διάφορους επαγγελματικούς χώρους, ακριβώς γιατί υπάρχουν αυτές οι δεσμεύσεις.
Ειδικότερα, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής και συγκεκριμένα στην πρώτη ενότητα του Συντάγματος και στα άρθρα, που έχω την τιμή να είμαι ειδικός αγορητής, 14 παρ. 1, 17, 20 παρ.1, 22 παρ1, είναι η ακόλουθη:
Για το άρθρο 14, παράγραφος 9, περί βασικού μετόχου, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, συζητήθηκαν πάρα πολλά και μάλιστα προκλήθηκε και σάλος, όταν στην προηγούμενη Βουλή επιχειρήθηκε, με νόμο, να ρυθμιστεί αυτό το ζήτημα, με όλες εκείνες τις παρεμβάσεις, που υπήρξαν, από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θα έλεγα, όμως, ότι η Ιστορία μας υποχρεώνει να θυμηθούμε πολύ γρήγορα την ακολουθία των γεγονότων. Πολύ πριν γίνει η Νέα Δημοκρατία Κυβέρνηση, το 2003, αμφισβητήθηκε, το πρώτον -και αμφισβητήθηκε ευθέως από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την περίφημη αποστολή του Αλεξάντερ Ζάου- η συνταγματική μας διάταξη. Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε ότι η τότε κυβέρνηση δεν έκανε καν τον κόπο να υπερασπιστεί τον Καταστατικό Χάρτη της χώρας, κάτι το οποίο ανέλαβε η παρούσα Κυβέρνηση, η Νέα Δημοκρατία.
Βεβαίως, ανατρέχοντας στα Πρακτικά των συνεδριάσεων και της προηγούμενης Βουλής, που συζητούσε τότε τα υπό αναθεώρηση άρθρα, όσο και της Αναθεωρητικής Βουλής του 2001, είδα το εξής εκπληκτικό: Στελέχη του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ομολογούσαν περίπου ότι η τότε Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 2001, εσύρθη υπό την πίεση της Νέας Δημοκρατίας, στη ρύθμιση, τη συγκεκριμένη ρύθμιση του άρθρου 14 παράγραφος 9.
Αν είναι δυνατόν, μέσα στο Κοινοβούλιο, να ομολογείται κάτι τέτοιο, δηλαδή, ότι είναι δυνατόν να υπάρχει μία Κυβέρνηση τόσο αδύνατη, που να σύρεται υπό την πίεση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για να νομοθετήσει και, μάλιστα, στο Σύνταγμα της Χώρας, για ένα τέτοιο ευαίσθητο ζήτημα.
Στην προκειμένη περίπτωση προσπαθούμε να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο, να κάνουμε ακόμη πιο διακριτούς τους ρόλους ανάμεσα στην πολιτική, τα οικονομικά συμφέροντα, ανάμεσα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σε όλα αυτά που δημιουργούν τις εστίες της διαπλοκής. Προσπαθούμε, δηλαδή, επιχειρούμε να ελαχιστοποιήσουμε αυτές τις εστίες, να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο της διαπλοκής.
Παράλληλα, επιδιώκουμε και την ουσιαστική κατοχύρωση και της διαφάνειας, αλλά και της πολυφωνίας των Μέσων Ενημέρωσης. Επιχειρούμε, δηλαδή, να βρούμε ένα modus vivendi με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να ξεπερασθούν οι περαιτέρω δυσχέρειες εφαρμογής της παρούσης διατάξεως, αλλά και να ρυθμιστούν τα αφορώντα και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Περιορίζομαι να αναφερθώ στην κατοχή της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά –που είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα- μέσω της συγκέντρωσης του ελέγχου περισσοτέρων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης από άτομα, που έχουν και τις ασυμβίβαστες ιδιότητες του ιδιοκτήτη, του διευθύνοντος συμβούλου, του βασικού μετόχου εταιρειών, νομικών προσώπων, που ασκούν κατασκευαστική δραστηριότητα ή συνάπτουν συμβάσεις με το κράτος.
Οφείλουμε, λοιπόν, να κάνουμε πιο σαφείς και πιο ξεκάθαρους τους τρόπους ελέγχου και τις προϋποθέσεις για έναν υγιή ανταγωνισμό στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης. Παρόμοιοι προβληματισμοί υπήρξαν σε πολλές Χώρες - Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εδώ θα κάνω μία γενική παρατήρηση: Μπορεί να παρατηρηθεί ότι υπήρξε, κατ’ αρχήν μία τάση χαλάρωσης των κανόνων που αφορούν στη συγκέντρωση των Μ.Μ.Ε., ιδίως, λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, που επιτρέπει την αύξηση του αριθμού των κατόχων σχετικών αδειών.
Παραδείγματος χάριν, στη Γαλλία σχετικά με την κατοχή περισσοτέρων αδειών ανά Μέσο, επιτρέπεται η κατοχή από το ίδιο πρόσωπο επτά αντί πέντε -έως πρότινος- αδειών παροχής υπηρεσιών επίγειας ψηφιακής. Στην Ισπανία καταργήθηκε ο περιορισμός, σχετικά με την κατοχή ως και του 49% του μετοχικού κεφαλαίου μιας αδειούχου εταιρείας. Πάντως, στα περισσότερα κράτη το κριτήριο, σχετικά με τη συγκέντρωση, δεν είναι άλλο από την κατοχή της δεσπόζουσας θέσης.
Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι είναι πολύ επίκαιρη η ρήση της Επιτρόπου, κυρίας Βίβιαν Ρέντινγκ, όταν απέρριψε κάθε πρωτοβουλία ρύθμισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση της συγκέντρωσης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και προέτρεψε για νομοθετικές πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο. Όπως είπε χαρακτηριστικά σ’ αυτό το στάδιο δεν υπάρχει one size fits all, δηλαδή λύση για την πρόληψη από μία κεντρική αρχή. Ο έλεγχος της συγκέντρωσης στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης αποτελεί προτεραιότητα, όπως είπαμε, των περισσοτέρων Κρατών - Μελών. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις, όπου το ζήτημα των συγκεντρώσεων δεν οργανώνεται με αυστηρότερους νόμους και αφήνεται στο γενικότερο νόμο περί ανταγωνισμού. Το ζήτημα της συγκέντρωσης τις περισσότερες φορές οργανώνεται από τον περί ραδιοτηλεόρασης νόμο, κάτι, που ισχύει και στην πατρίδα μας με το νόμο, που ψηφίστηκε, πρόσφατα. Η συγκέντρωση προσδιορίζεται –για να δούμε έτσι τι συμβαίνει και στις υπόλοιπες Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης- επί τη βάσει πολλών κριτηρίων.
Σε άλλες χώρες, όπως στην Αυστρία, υπάρχει το μερίδιο της αγοράς. Σε άλλες χώρες υπάρχει η γεωγραφική αλληλοκάλυψη, όπως στην Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο ή ο συνδυασμός κάποιων κριτηρίων, όπως συμβαίνει στην Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία και διαφόρων δεικτών, όπως ισχύει στην Ολλανδία.
Αυτό το οποίο προτείνουμε από τη δική μας πλευρά, στο άρθρο 14 παράγραφος 9, είναι να προστεθεί κατ’ αρχήν αυτό, που όλοι συζητούμε, αλλά πρέπει να προβλεφθεί και ρητώς μέσα στο Σύνταγμα. Ότι, δηλαδή, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης οργανώνονται και λειτουργούν, σύμφωνα με τους κανόνες του ελεύθερου υγιούς ανταγωνισμού.
Επίσης, να προστεθεί στην, ήδη, ισχύουσα διάταξη του άρθρου 14, στη διάταξη της παραγράφου 9, ότι είναι ασυμβίβαστες οι ιδιότητες του ιδιοκτήτη, του διευθυντικού στελέχους, του βασικού μετόχου επιχειρήσεων, που ασκούν τη δραστηριότητα στο χώρο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, με αντίστοιχες ιδιότητες προσώπου σε επιχειρήσεις που συνάπτουν συμβάσεις με το δημόσιο ή αναλαμβάνουν δημόσια έργα. Πότε όμως; Αν αποδεικνύεται ότι οι ιδιότητες αυτές πράγματι, ασκούν αθέμιτη επιρροή στη διαδικασία ανάθεσης των δημοσίων έργων. Νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο πρέπει να διευκρινίσουμε και να αφήσουμε από εκεί και πέρα τον κοινό νομοθέτη να προβλέψει όλα τα υπόλοιπα.
Στο άρθρο 17, περί πνευματικής ιδιοκτησίας, γίνεται αναφορά, για πρώτη φορά σε αυτή την κορυφαία πολιτική διαδικασία, και στα ζητήματα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Θα ήθελα να θυμίσω ότι ο ν. 2121 του 1993, που ρυθμίζει τα της πνευματικής ιδιοκτησίας, ψηφίστηκε όταν τότε ήταν Υπουργός Πολιτισμού, η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, σημερινή Υπουργός των Εξωτερικών, από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία εδέχθη, περίπου, εβδομήντα τροπολογίες, που προτάθηκαν από το χώρο της Αντιπολίτευσης και ο νόμος ψηφίστηκε ομοφώνως.
Έτσι εκσυγχρονίστηκε το νομοθετικό μας πλαίσιο και προσαρμόσθηκε με τα νομοθετικά πλαίσια άλλων κρατών. Ως τότε, η Ελλάδα ήταν περίπου το «μαύρο πρόβατο» στα ζητήματα της πνευματικής ιδιοκτησίας και, πολλές φορές, δεχόμασταν πιέσεις από ξένα κράτη και, κυρίως, από τις οργανωμένες ενώσεις των πνευματικών δημιουργών, οι οποίες ισχυρίζονταν ότι Ελλάδα είναι ο «Παράδεισος», όπου ανθεί το φαινόμενο της κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας. Έτσι, λοιπόν, με το ν. 2121/93 έγινε ένα πολύ σημαντικό βήμα.
Από την άλλη πλευρά ακούστηκαν αιτιάσεις ότι δεν υπάρχει κάποια αναγκαιότητα να περιλαμβάνεται στο Σύνταγμά μας, ρητώς, ο όρος της πνευματικής ιδιοκτησίας ή, καλύτερα, να περιλαμβάνεται ρητώς η ανάγκη προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η δική μας άποψη είναι, τελείως, αντίθετη. Και είναι, τελείως, αντίθετη για ένα πολύ βασικό λόγο. Πρώτον, γιατί η πνευματική ιδιοκτησία είναι άυλο αγαθό και, με την έννοια αυτή, γίνεται πολύ εύκολα αντικείμενο κλοπής. Βεβαίως, τους λόγους αυτούς τους ενισχύουμε, πέρα από τα δικά μας επιχειρήματα, και με επιχειρήματα τα οποία ίσχυσαν σε πολλές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις. Θυμίζω ότι στην περίφημη Ευρωπαϊκή Συνθήκη του Συντάγματος, τη Συνταγματική Συνθήκη της Ευρώπης, στο άρθρο 77 II, στην παράγραφο 2, περιλαμβάνεται, ρητώς, η αναφορά στην ανάγκη προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, κάτι το οποίο συμβαίνει και στην Ευρωπαϊκή Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο άρθρο 17 παράγραφος 2, όπου αναφέρεται επί λέξει ότι «η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται».
Και θυμίζω, επίσης, ανατρέχοντας στα Πρακτικά των συζητήσεων για το Σύνταγμα του 1975, ότι, στην έννοια της συνταγματικώς προστατευομένης ιδιοκτησίας, σημειώνουν, τότε, ότι πρέπει να νοηθεί και η πνευματική ιδιοκτησία, η πνευματική και καλλιτεχνική κληρονομιά. Όποιος ανατρέξει μπορεί να τα βρει στα Πρακτικά της Επιτροπής.
Επίσης, και στη νομολογία και των ελληνικών και των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ρητώς έχει γίνει αποδεκτό ότι η πνευματική ιδιοκτησία αποτελεί ατομικό δικαίωμα και πρέπει να προστατεύεται αναλόγως και από το Σύνταγμα. Και βεβαίως, κάτι τέτοιο το δέχεται, όπως είπα, και η δική μας νομοθεσία. Έτσι, λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό να περιληφθεί στο άρθρο 17 -κι εμείς προτείνουμε να προστεθεί στο εδάφιο, που αναφέρεται στην προστασία της ιδιοκτησίας- η προσθήκη ότι στην έννοια της ιδιοκτησίας περιλαμβάνεται και η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Κι αυτή η ρητή αναφορά θα απεμπλέξει το δικαϊικό μας σύστημα και την έννομη τάξη από πολλά προβλήματα, που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν.
Παραμένοντας στο άρθρο 17, θα ήθελα πολύ γρήγορα να σημειώσω και την ανάγκη μιας ακόμη προσθήκης, δηλαδή της ρητής πρόβλεψης ότι το άρθρο 17 εφαρμόζεται και στην περίπτωση των απαλλοτριώσεων, που κηρύσσονται από την πολεοδομική νομοθεσία. Η εως σήμερα πρακτική, δυστυχώς, δείχνει ότι οι χρόνοι, οι οποίοι προβλέπονται από το δικονομικό μας δίκαιο, του ενός ή του ενάμιση χρόνου, τελικώς, ποτέ δεν τηρούνται. Αντιθέτως, ο πολίτης ουσιαστικά βλέπει να φαλκιδεύεται το δικαίωμά του μέσα από τις πρακτικές, που ακολουθούνται, και να μην μπορεί να προασπίσει ουσιαστικά το δικαίωμά του της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένο. Τί εννοώ; Εννοώ ότι κάθε Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης αρκεί και μόνο να χαρακτηρίσει ένα ακίνητο, που αποτελεί ιδιοκτησία Έλληνα πολίτη, χωρίς να έχει τα χρήματα για να το αποζημιώσει, προκειμένου κάποτε να το χρησιμοποιήσει. Αποτέλεσμα είναι να οδηγούμαστε στην ανενεργό, ουσιαστικά, εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου, όσον αφορά στα ζητήματα των απαλλοτριώσεων. Αυτοί είναι οι λόγοι, που μας οδηγούν να προτείνουμε στη συγκεκριμένη Επιτροπή -και θα προτείνουμε και μεθαύριο στην Ολομέλεια- προσθήκη στο άρθρο 17, ότι το άρθρο αυτό εφαρμόζεται, εν προκειμένω και στις περιπτώσεις των απαλλοτριώσεων, κατ’ εφαρμογήν της πολεοδομικής νομοθεσίας.
Στο άρθρο 20 παράγραφος 1, για τη δυνατότητα δηλαδή της δικαστικής προστασίας και τη δυνατότητα της προσωρινής δικαστικής προστασίας, πρέπει να πω ότι πέραν από τα προβλεπόμενα στο δίκαιό μας, έχουμε δει ότι, στην πράξη, δυστυχώς, πολλές φορές καταστρατηγείται η έννοια της παροχής της έννομης προστασίας και, κυρίως, της προσωρινής προστασίας. Γι’ αυτό προτείνουμε ότι, στο άρθρο 20 παράγραφος 1, θα πρέπει να προστεθεί ένα δεύτερο εδάφιο, όπου να αναφέρεται ότι το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια καλύπτει και το δικαίωμα στην προσωρινή δικαστική προστασία, η οποία πρέπει να παρέχεται μέσα σε ένα εύλογο, σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι μια ρητή αναφορά και είμαστε αναγκασμένοι, από τα διδάγματα της απονομής της δικαιοσύνης, να το προτείνουμε και να το περιλάβουμε στον Καταστατικό Χάρτη της Χώρας.
Τέλος, το άρθρο 22, αναφέρεται στην κοινωνική συνοχή και αξιοπρεπή διαβίωση του Έλληνα πολίτη. Για πρώτη φορά, η Νέα Δημοκρατία από τον καιρό, που ευρίσκετο στα έδρανα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είχε υπογραμμίσει την ανάγκη ενός εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης του Έλληνα πολίτη ή, αλλιώς, την ανάγκη ενός ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος. Στο άρθρο 22 προτείνουμε να προστεθεί ένα δεύτερο εδάφιο, που να αναφέρεται στην υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, μέσω ενός εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης ή μέσω ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Είναι κάτι το οποίο προσθέτει, αν το θέλετε, ουσιαστικά μια επίταση, που εδώ απαιτείται να περιληφθεί στο Σύνταγμα, ότι το κράτος δεν αρκεί μόνον να φροντίζει για την κοινωνική συνοχή, αλλά πρέπει να εξασφαλίζει και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα στον κάθε πολίτη.
729