3. Εισήγηση του Γενικού Αγορητού του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς Φωτίου Κουβέλη
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΓΟΡΗΤΗ ΤΟΥ ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΥΒΕΛΗ
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α παραμένει στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, διότι θεωρούμε ότι μεταξύ των άλλων για τα οποία έδωσε εντολή ο ελληνικός λαός, είναι και η εξέλιξη της αναθεωρητικής διαδικασίας. Παραμένουμε στην αναθεωρητική διαδικασία του Συντάγματος με τις θέσεις μας και όπως αυτές αναδείχθηκαν και προσδιορίστηκαν στην προηγούμενη φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος.
Η ανεπάρκεια και η υποβαθμισμένη λειτουργία του πολιτεύματος δεν συνιστούν μόνο πρόβλημα δημοκρατίας, αλλά και μεγάλο εμπόδιο για την ανάπτυξη της χώρας. Είναι αναγκαία η ριζική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος και η διεύρυνση της λειτουργίας του με νέους θεσμούς, προκειμένου να ενισχυθεί η δημοκρατία, η αποκέντρωση, η περιφερειακή συγκρότηση, αλλά και η ανάπτυξη σε νέα πεδία κοινωνικής δραστηριότητας.
Το πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης, με τις συγκεκριμένες δομές του, είναι ανίκανο να υπηρετήσει τον επί της ουσίας εκσυγχρονισμό του κράτους. Χρειάζονται βαθειές μεταρρυθμιστικές τομές, προκειμένου να υπάρξει αποκέντρωση των εξουσιών, ριζική ανακατανομή των εξουσιών, κυρίως μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και των αντιπροσωπευτικών οργάνων της πολιτείας, αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι της πολιτικής, αλλά και συμμετοχή των πολιτών στην ασκούμενη πολιτική μέσω αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Υπάρχει υπερτροφία της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής εξουσίας: Η Βουλή, εν τέλει, το κατ’ εξοχήν εκφραστικό όργανο της λαϊκής κυριαρχίας, βρίσκεται σε σχέση παρακολουθηματική προς την εκτελεστική εξουσία.
Κατά συνέπεια, θα μπορούσε η αναθεώρηση του Συντάγματος να προσδώσει στη Βουλή, νέες αρμοδιότητες και εξουσίες, έτσι ώστε η Βουλή να αποκτήσει στοιχεία κυβερνώσας Βουλής. Και αυτό είναι μείζον πολιτικό ζήτημα. Η Βουλή έχει παρακολουθηματική σχέση έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Λειτουργεί επί της ουσίας «αφυδατωμένα» και περιορίζεται στο να επικυρώνει κάθε φορά τις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Και αυτό είναι ένα ζήτημα διαχρονικό, είναι ένα ζήτημα το οποίο, αν δεν αντιμετωπιστεί, η υπάρχουσα κατάσταση, προϊόντος του χρόνου, θα προσβάλλει ακόμα περισσότερο τη λαϊκή κυριαρχία με ό,τι εμπεριέχει η έκφραση «λαϊκή κυριαρχία».
Κατά συνέπεια, θα μπορούσε η αναθεώρηση του Συντάγματος να αποτελέσει δυνατότητα να υπάρξουν οι θεσμικές αλλαγές, που θα εκσυγχρονίζουν το πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης του τόπου και θα αναζωογονούν τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι μόνο θεσμικό. Είναι πολιτικό και θεσμικό και η αντιμετώπισή του πρέπει να γίνεται και στα δύο επίπεδα. Υπάρχουν συνταγματικές ρυθμίσεις όσο και επιταγές, οι οποίες δεν παράγουν το αποτέλεσμα, που θέλησε ο συντακτικός νομοθέτης. Και αναφέρομαι σε διατάξεις, που έχουν σχέση, κυρίως, με τα κοινωνικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α υπερασπίζεται το άρθρο 24 του Συντάγματος και τη μη αναθεώρησή του, αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Επίσης, υπερασπίζεται τη μη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, αναφορικά με την επιχειρούμενη αποδόμηση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, όσο γενικότερα και του δημόσιου χώρου, δεν σημαίνει ότι απομακρυνόμαστε από την παραδοχή ότι ο δημόσιος χώρος έχει ανάγκη να στηριχθεί, να αναβαθμιστεί και να εκσυγχρονιστεί, σε πολλαπλά επίπεδα.
Η αναθεωρητική διαδικασία καλείται να αντιμετωπίσει και άλλης τάξεως ζητήματα. Για παράδειγμα, την εκχώρηση αρμοδιοτήτων και εξουσιών σε υπερεθνικά όργανα, στα οποία μετέχει η Ελλάδα.
Δεν θα αναφερθώ στο λεγόμενο «συνταγματικό πατριωτισμό», διότι θα χρειαζόταν μεγάλη συζήτηση για το τι εμπεριέχει η έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού». Θα υπερασπιστώ, όμως, την άποψη ότι το Σύνταγμά μας πρέπει αμετακίνητα να λειτουργεί προστατευτικά για τα κοινωνικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες και ότι δεν θα πρέπει αρμοδιότητες, που αναφέρονται σε αυτά τα κρίσιμα μεγέθη, να εκχωρούνται, και μάλιστα με συνταγματική ρύθμιση, στα υπερεθνικά όργανα στα οποία μετέχει η Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικό, το γεγονός ότι, εν ομοφωνία, το 2001 η Βουλή των Ελλήνων απεφάσισε τη λεγόμενη διαφάνεια στο χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και, σχεδόν εν ομοφωνία, προέβη στη ρύθμιση του άρθρου 14, παράγραφος 9 του Συντάγματος, καθιερώνοντας το λεγόμενο ασυμβίβαστο μεταξύ ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και δικαιωμάτων, που απορρέουν από σχέσεις προμηθειών, εκτέλεσης έργων και προσφοράς υπηρεσιών στο δημόσιο.
Το άρθρο 14, παράγραφος 9 του Συντάγματος αφυδατώθηκε πλήρως. Δεν ισχύει η συγκεκριμένη διάταξη και ο σχετικός εκτελεστικός νόμος, δεν έχει ούτε και το ελάχιστο στοιχείο επαφής με τη ρύθμιση του άρθρου 14, παράγραφος 9 του Συντάγματος, κάτω από επιταγές και πιέσεις παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Κυβέρνηση δεν επέλεξε το δρόμο της προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για να υπερασπιστεί την υπόθεση της διαφάνειας, η οποία αναφέρεται στον πυρήνα των δικαιωμάτων της χώρας μας, ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία δεν επιτρέπεται να επηρεάζονται από αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία μετέχουμε.
Τα ζητήματα των ατομικών ελευθεριών και αυτά, ενώ προσδιορίζονται με ένα συγκεκριμένο και σαφή τρόπο από το Σύνταγμά μας, ετεροκαθορίζονται από κοινοτικές οδηγίες και αποφάσεις του συμβουλίου των Υπουργών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έρχεται, εκ των υστέρων, η Βουλή να «συμμορφωθεί» -συμμορφώνεται, βέβαια, κατά πλειοψηφία- με εκείνα που αποφασίζονται από τα συμβούλια των Υπουργών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα για θέματα –επαναλαμβάνω- όπου η συνταγματική ρύθμιση, η ρύθμιση του ελληνικού Συντάγματος είναι σαφής, συγκεκριμένη και μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση.
Με αυτές τις θέσεις ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. προσέρχεται στην αναθεωρητική διαδικασία.
Είναι γνωστές οι προτάσεις που καταθέσαμε στην προηγούμενη περίοδο, όταν και πάλι συζητούσε η Βουλή των Ελλήνων την αναθεώρηση του Συντάγματος. Πιστεύουμε ότι, και με την παρούσα σύνθεση, η Επιτροπή είναι δυνατόν να υιοθετήσει ρυθμίσεις, που θα εξυπηρετούν το συμφέρον των Ελλήνων πολιτών. Χαρακτηριστική η περίπτωση της καθιέρωσης του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος. Και τούτο σε τίποτα δεν εμποδίζεται από την παρούσα σύνθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος.
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 9 του Συντάγματος, η υπόμνηση είναι αναγκαία. Όταν ψηφίζαμε, εν ομοφωνία, στην αναθεωρητική διαδικασία του έτους 2001, τη διάταξη του άρθρου 14, παράγραφος 9 του Συντάγματος, το πράτταμε -το έπραττε η Βουλή- υπό το κράτος της παραδοχής ότι η χειραγώγηση της πολιτικής από τα ποικιλώνυμα κέντρα εξουσίας, τα οποία εκφράζονται με τη δυναμική πολλών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ήταν υπαρκτό μέγεθος. Ο συντακτικός νομοθέτης δεν ενεφανίσθη, ως κεραυνός εν αιθρία, να καθιερώσει τη διάταξη του άρθρου 14, παράγραφος 9. Το έπραξε, διότι ήθελε και στο επίπεδο του Συντάγματος, με διάταξη, δηλαδή, συνταγματικής περιωπής, να απομακρύνει τον επηρεασμό της πολιτικής από τη χειραγώγηση και την κηδεμονία των ποικιλώνυμων οικονομικών κέντρων, τα οποία ασκούσαν και εξακολουθούν να ασκούν τη δική τους πολιτική, προφανώς, όχι για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού, αλλά προδήλως για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Γι’ αυτό ο συντακτικός νομοθέτης καθιέρωσε, τη διάταξη του άρθρου 14, παράγραφος 9 του Συντάγματος.
Εν συνεχεία, άρχισαν οι πιέσεις αναφορικά με τον εκτελεστικό νόμο, ο οποίος είχε εκδοθεί. Πιέσεις παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα κατά παράβαση κρίσιμων νομοθετικών μεγεθών, σύμφωνα με οποία τα ζητήματα της διαφάνειας αφορούν στην εσωτερική έννομη τάξη και δεν είναι δυνατόν να παρεμβαίνει σε αυτά, με την οποιαδήποτε δικαιολογία και εκδοχή, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην προκειμένη περίπτωση, «εφευρέθηκε», από παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ελεύθερος ανταγωνισμός, για να πλήξει το καίριο ζήτημα της διαφάνειας, που ανάγεται στη σφαίρα άλλου αγαθού. Μετά από πιέσεις, υπεχώρησε η Κυβέρνηση και έφερε ένα νεότερο νόμο, ο οποίος βρίσκεται σε τεράστια απόσταση από τη ρύθμιση του άρθρου 14, παράγραφος 9. Δεν επέλεξε η Κυβέρνηση να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προκειμένου να υπερασπισθεί τον εκτελεστικό νόμο. Σήμερα η κυβερνητική Πλειοψηφία προτείνει την αναθεώρηση της διατάξεως του άρθρου 14, παράγραφος 9 του Συντάγματος, για να εναρμονισθεί το Σύνταγμα προς τον νόμο και όχι ο νόμος προς το Σύνταγμα.
Σε ό,τι έχει σχέση με το άρθρο 17 του Συντάγματος: Δεν χρειάζεται η αναφορά στην πνευματική δημιουργία, διότι, ούτως ή άλλως, η ρύθμιση, που υπάρχει, με το συγκεκριμένο άρθρο και όπως αυτό έχει, καλύπτει και την πνευματική δημιουργία.
Αναφορικά, επίσης, με το άρθρο 17 του Συντάγματος, είναι υπαρκτό το πρόβλημα να κηρύσσονται απαλλοτριώσεις, να δεσμεύονται ακίνητα, πλην όμως να μη συντελείται, σε εύλογο χρόνο, η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, με αποτέλεσμα έτσι, να αφυδατώνει και να βλάπτει δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών. Δεν χρειάζεται, όμως, συνταγματική ρύθμιση. Χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση, έτσι ώστε με σαφήνεια να οριστεί ο λεγόμενος «εύλογος χρόνος». Φορτώνεται το Σύνταγμα με περιττές διατάξεις, με διατάξεις και ρυθμίσεις που είναι της αρμοδιότητας του κοινού νομοθέτη και όχι του συντακτικού νομοθέτη. Πέραν τούτου, με την διατύπωση, η οποία προτείνεται, είναι δυνατόν να καταστραφεί και κάθε χωροταξικός σχεδιασμός.
Αναφορικά με το άρθρο 20 του Συντάγματος: Προτείνεται η αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος προς την κατεύθυνση –έτσι γράφει η πρόταση- της ρητής κατοχύρωσης και του δικαιώματος στην προσωρινή δικαστική προστασία. Δεν χρειάζεται συνταγματική ρύθμιση για την καθιέρωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία αφ’ ενός μεν υπάρχει, αφ’ ετέρου δε αν η ρύθμιση, που γίνεται από τον κοινό νόμο δεν είναι επαρκής, ο κοινός νομοθέτης να ανακαθορίσει την προσωρινή δικαστική προστασία, αποτελεσματικότερα και συστηματικότερα.
Όσον αφορά στο άρθρο 22 του Συντάγματος: Το κοινωνικό κράτος δεν αρκεί να διακηρύσσεται. Το κοινωνικό κράτος πρέπει να προκύπτει, ως το αποτέλεσμα συγκεκριμένης και οργανωμένης πολιτικής. Τι θα μπορούσε, όμως, να περιληφθεί στο άρθρο 22 του Συντάγματος; Μια διάταξη, για την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην αξιοπρεπή διαβίωση και μάλιστα με τρόπο, ο οποίος θα καθιστά αγώγιμο το δικαίωμα του κάθε πολίτη για αξιοπρεπή διαβίωση, με αντίστοιχες υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους.
Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, σε αξιοπρεπή διαβίωση δεν λειτουργεί αποτρεπτικά διεκδικήσεων και περαιτέρω αυξήσεων σε αποδοχές και συντάξεις. Σε τίποτα δεν θα εμποδίζεται ο νομοθέτης, όταν υπάρχει καθιερωμένο το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, να ρυθμίζει προς τα πάνω τις αποδοχές από μισθούς και συντάξεις. Και το επιχείρημα ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μπορεί να λειτουργήσει περιοριστικά των κοινωνικών αγώνων για τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, νομίζω ότι είναι, τουλάχιστον, αβάσιμο.
Διεκτραγωδείται η κατάσταση της ανώτατης εκπαίδευσης. Είναι υπαρκτή η συμφωνία για ορισμένες διαπιστώσεις, αναφορικά με το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης στο χώρο των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Το ερώτημα, όμως, είναι εμπόδισε το άρθρο 16 του Συντάγματος, ως έχει, να αναβαθμιστεί η ανώτατη εκπαίδευση ή η εκπαίδευση ως προς το σύνολο των βαθμίδων της; Εμπόδισε, το άρθρο 16 του Συντάγματος, να μην έχουμε τη λυκειακή βαθμίδα, ως προπαρασκευαστήριο εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και όχι ως μία βαθμίδα εκπαίδευσης, που θα παρέχει ουσιαστική γνώση και ουσιαστική παιδεία; Προφανώς όχι.
Δεν μπορώ να αντιληφθώ, τι σχέση έχει το άρθρο 16 του Συντάγματος και η επιχειρούμενη αναθεώρησή του, σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, με όλα εκείνα, τα οποία περιγράφονται και αναφέρονται για να στηρίξουν την πρόταση για την παρουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτό δεν το αντιλαμβάνομαι. Εκείνο το οποίο αντιλαμβάνομαι, αλλά διαφωνώ μαζί του, είναι η καθαρότητα της πρότασης ότι διεκδικούν κάποιοι να υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια με ποικίλες επωνυμίες, ενώσεις μη κερδοσκοπικές, ιδιωτικά πανεπιστήμια υπαγόμενα στον κρατικό έλεγχο κ.ο.κ.. Τα άλλα, αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, επιχειρήματα αβάσιμα, μη συνδεόμενα με τον πυρήνα της πρότασης όλων εκείνων, που διεκδικούν την παρουσία των ιδιωτικών πανεπιστημίων στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.
Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας είναι πάρα πολύ συγκεκριμένη και το συγκεκριμένο, αναδεικνύεται από αυτό, που καταγράφεται, επισήμως στα Πρακτικά της Βουλής. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας διεκδικεί η ανώτατη εκπαίδευση να μην παρέχεται αποκλειστικά από το δημόσιο.
Κρατική εποπτεία: Όταν θα δοθεί η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικού πανεπιστημίου, η κρατική εποπτεία εκ των πραγμάτων σχετικοποιείται. Δανείζομαι και αξιοποιώ συγκριτικά στοιχεία, από χώρες στις οποίες λειτουργούν ιδιωτικά πανεπιστήμια. Το δημόσιο, δηλαδή το κράτος, μπορεί να θέτει ένα επίπεδο ελαχίστων προϋποθέσεων, αλλά, από εκεί και πέρα και μάλιστα στο όνομα του αυτοδιοίκητου, δεν μπορεί να παρεμβαίνει στη διαμόρφωση ούτε καν του εκπαιδευτικού προγράμματος, από ένα επίπεδο και πάνω.
Έχει ακουστεί το επιχείρημα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πιέζει, με διαφόρους τρόπους, για να δοθεί η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Είναι αβάσιμο. Άλλωστε, τα ζητήματα της παιδείας ανήκουν στην αποκλειστική ρύθμιση του κάθε κράτους-μέλους της Ένωσης. Δεν μπορεί να παρέμβει καμμία ευρωπαϊκή ένωση και να μας υποχρεώσει να επιτρέπουμε την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, έστω και υπό τον τίτλο «μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο».
Υπάρχει επιχείρημα, το οποίο καταγράφεται και στην πρόταση της Νέας Δημοκρατίας: Να αντιμετωπίσουμε τη φοιτητική μετανάστευση. Είναι ένα επιχείρημα, το οποίο, μάλιστα, οφείλω να αναγνωρίσω ότι βρίσκει και ευήκοα ώτα μέσα στην ελληνική κοινωνία, διότι, πράγματι, πάρα πολλά παιδιά βρίσκονται στο εξωτερικό για σπουδές, επειδή δεν μπόρεσαν να εισέλθουν στα δικά μας ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αλλά και αυτό το επιχείρημα δεν έχει βασιμότητα, διότι η φοιτητική μετανάστευση, πρέπει να αντιμετωπίζεται με την αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος. Γιατί οι άλλες χώρες, δεν έχουν φοιτητική μετανάστευση; Γιατί δεν έχουν φοιτητική μετανάστευση, την ώρα, μάλιστα, που έχουν εξαιρετικά αυστηρά πανεπιστήμια; Διότι έχουν διαμορφώσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που καθιστά ευκολότερη την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση. Όλα αυτά, μπορεί να τα αντιμετωπίσει η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος και να τα αντιμετωπίσει με ένα τρόπο, που θα ανταποκρίνεται στη σύγχρονη διεκδίκηση η παιδεία να είναι το συνεχώς επενδυόμενο κεφάλαιο, με απόδοση και με μία απόδοση σε πολλαπλά επίπεδα.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από εξαιρετικά υπεύθυνη θέση καταψηφίζει την προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και η καταψήφιση αφορά στο σύνολο του άρθρου 16. Το πράττουμε, από υπεύθυνη θέση. Δεν θέλουμε να υπερασπιστούμε τα κακώς κείμενα. Τα κακώς κείμενα μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε, με αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος. Τα κακώς κείμενα μπορούμε να τα ανατρέψουμε μ’ έναν σύγχρονο νόμο-πλαίσιο, διότι ο νόμος-πλαίσιο, που ψηφίστηκε από την κυβερνητική Πλειοψηφία, δεν είναι εκείνος, ο οποίος αντιστοιχεί στις ανάγκες του σημερινού ελληνικού πανεπιστημίου.
Αναφέρομαι στο άρθρο 29 του Συντάγματος και ειδικότερα στην παράγραφο 2, την οποία προτείνει η Νέα Δημοκρατία προς αναθεώρηση, κατά το περιεχόμενο της πρότασης, που έχει καταθέσει.
Θεωρώ ότι υπάρχει επάρκεια της σημερινής διάταξης του άρθρου 29 και δεν χρειάζεται καμμία τροποποίηση. Εκείνο, που χρειάζεται είναι η εφαρμογή του νόμου, διότι όντως γίνεται ένας έλεγχος του λεγομένου «πόθεν έσχες», αλλά, δεν είναι ουσιαστικός.
Ο έλεγχος δεν είναι ουσιαστικός. Όπως δεν είναι ουσιαστικός και ο έλεγχος, ο οποίος γίνεται και για τα οικονομικά των κομμάτων. Επομένως, δεν χρειάζεται καμμία παραπομπή του ελέγχου στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Και το υποστηρίζουμε, όχι γιατί είμαστε αντίθετοι με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως στην οικεία διάταξη του Συντάγματος διεξοδικά θα αναφερθούμε. Το υποστηρίζουμε, διότι η συγκεκριμένη ρύθμιση του άρθρου 29 του Συντάγματος έχει επάρκεια και το μόνο το οποίο επιβάλλεται είναι η ορθή εφαρμογή του νόμου.
Ο έλεγχος αφορά στο «έσχες», δεν αφορά στο «πόθεν». Εκείνο το οποίο επιβάλλεται είναι η ορθή εφαρμογή του νόμου.
Και πάλι η υποκρισία παρούσα. Η συνταγματική διάταξη, η υπάρχουσα, του άρθρου 29, προβλέπει και έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα όλων εκείνων, που παραβιάζουν την νομοθεσία και υπερβαίνουν και το όριο των εκλογικών δαπανών. Έχει γίνει, ποτέ, κανένας ουσιαστικός έλεγχος; Όταν διαπιστώνεται πακτωλός χρημάτων, μεταφρασμένος σε έντυπα, σε μηνύματα, άμεσα ή έμμεσα, βέβαια, και αυτά τα χρήματα δεν έχουν καμμία αντιστοιχία με οικονομικές δυνατότητες κάποιων πολιτικών παραγόντων, ποιός τα έχει ελέγξει όλα αυτά; Όλα αυτά δεν χρειάζονται καμμία συνταγματική ρύθμιση για να αντιμετωπιστούν. Χρειάζονται πολιτική βούληση και χρειάζονται ρυθμίσεις στο επίπεδο της απλής, της κοινής νομοθεσίας και όχι στο επίπεδο του Συντάγματος.
Αναφορικά με το άρθρο 57 του Συντάγματος: Απέτυχε η προηγούμενη ρύθμιση. Απλώς, να θυμίσω σε ποιά στιγμή ήλθε το απόλυτο ασυμβίβαστο. Την εποχή εκείνη, υπήρχε ορυμαγδός, αναφορικά με ζητήματα πολιτικής αδιαφάνειας και αδιαφάνειας πολιτικών συμπεριφορών. Και τότε, για να υπάρξει μία απάντηση προς μία διαμαρτυρόμενη και καταγγέλλουσα κοινή γνώμη επελέγη η ρύθμιση του άρθρου 57 του Συντάγματος, για την καθιέρωση του απόλυτου ασυμβιβάστου. Και ήταν πάρα πολλές οι φωνές, που υποστήριζαν και έλεγαν «προσέξτε η καθιέρωση αυτή του απολύτου ασυμβιβάστου, θα οδηγήσει στη Βουλή των ανεπάγγελτων, στη Βουλή των γόνων πλουσίων οικογενειών, στη Βουλή των γόνων πολιτικών οικογενειών, στη Βουλή η οποία δεν θα είναι αντιπροσωπευτική της κοινωνίας». Εκείνο που χρειάζεται είναι η επαναφορά των πραγμάτων στην, πριν από το 2001, συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 57. Πράγματι, υπάρχουν επιμέρους ενέργειες και δραστηριότητες, σε σχέση με το επαγγελματικό ασυμβίβαστο, που μπορούν, στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, να αντιμετωπιστούν, όπως είχαν αντιμετωπιστεί στο παρελθόν.
Επομένως, αυτό το οποίο έγινε το 2001 πρέπει να διορθωθεί, πρέπει να αντιμετωπιστεί. Περιπτώσεις, που, πράγματι, πρέπει να αντιμετωπιστούν και να ρυθμιστούν ως ασυμβίβαστες ενέργειες στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητας, μπορεί ο κοινός νομοθέτης επαναλαμβάνω, εξαιρετικότατα να αντιμετωπίσει.
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 62 του Συντάγματος: Δεν χρειάζεται, αναφορικά με τη βουλευτική ασυλία, καμμιά αναθεώρηση της σχετικής διάταξης. Έχει επάρκεια η διάταξη. Απλώς, το ζήτημα της ορθής εφαρμογής της τίθεται. Και είναι ακριβές αυτό, το οποίο ακούστηκε, ότι τα τελευταία χρόνια, πράγματι, η Βουλή έχει περιορίσει τη μη άρση μόνο για πράξεις, οι οποίες αφορούν στην πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή, για τον οποίο ζητείται η άρση της ασυλίας του ή και για περιπτώσεις, που υπάρχει επιλογή προσβολής της βουλευτικής ιδιότητας του Βουλευτή. Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο.
Συναφώς, υπάρχει ένα ζήτημα, το οποίο έχει προκύψει με ένταση ιδιαίτερα την τελευταία τετραετία. Πράξεις οι οποίες καλύπτονται από τη βουλευτική ασυλία οδηγούνται να κριθούν στα δικαστήρια, όχι στα ποινικά, αλλά στα πολιτικά δικαστήρια, με τη γνωστή μέθοδο και διαδικασία της αστικής αδικοπραξίας. Και εδώ νομίζω, ότι υπάρχει ένα ζήτημα, που πρέπει να αντιμετωπιστεί, διότι σχετικοποιείται η ασυλία του Βουλευτή, όταν συντρέχουν λόγοι να υπάρχει ασυλία, από την ώρα που υπάρχει η δυνατότητα να προσφύγει κάποιος εναντίον του Βουλευτή για πράξη, η οποία εκρίθη ότι καλύπτεται από τη βουλευτική ασυλία στα πολιτικά δικαστήρια και να ζητήσει την καταδίκη του σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Αλλά και αυτό νομίζω ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας και δεν χρειάζεται καμμιά αναθεώρηση του άρθρου 62.
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 58 του Συντάγματος και την αναθεώρησή του: είμεθα αντίθετοι. Είμαστε αντίθετοι, διότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητές του, δεν πρέπει να αντικατασταθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος γίνεται σε μία στιγμή, όπου το φαινόμενο του θερμοκηπίου απειλεί τον πλανήτη. Αναδεικνύει, ως βέβαιη και βάσιμη, την παραδοχή ότι ούτε ο πλανήτης είναι αθάνατος, πολύ δε περισσότερο δεν είναι αθάνατη η Ελλάδα και το περιβάλλον της, αν λάβουμε υπ’όψιν και συνυπολογίσουμε ότι το περιβάλλον της χώρας μας συστηματικά έχει λεηλατηθεί, έχει προσβληθεί μέσα από λάθη και παραλείψεις ή ακόμη και από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές που υπηρετούσαν συγκεκριμένη, επίσης, αντίληψη για το μοντέλο ανάπτυξης αυτής της χώρας.
Μιλάμε σε μια χρονική στιγμή, όπου απουσιάζει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης των υδάτων, ένα, επίσης, ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης των απορριμμάτων, αλλά και ένα ολοκληρωμένο, ακόμη, σχέδιο αντιμετώπισης των ρύπων, που καθιστούν κάθε μέρα και περισσότερο βεβαρημένο και επικίνδυνο το περιβάλλον της χώρας μας.
Η προτεινόμενη, εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος θέλει να συνδυάσει τη δήθεν προστασία του περιβάλλοντος με τους χωροταξικούς και πολεοδομικούς σχεδιασμούς. Πρόκειται για μια ομολογημένη πολιτική, όπως αυτή άλλωστε καταγράφεται και στη σχετική έκθεση των προτεινόντων Βουλευτών που ανήκουν στη Νέα Δημοκρατία.
Όμως, το ερώτημα έχει τεθεί: Γιατί εμποδίζει, το άρθρο 24 του Συντάγματος τους χωροταξικούς και πολεοδομικούς σχεδιασμούς;
Ενδεχομένως εκείνο που εμποδίζει –και όντως το εμποδίζει, όταν ορθά εφαρμόζεται το άρθρο 24 του Συντάγματος, γιατί δεν εφαρμόζεται διαχρονικά ορθά το άρθρο 24 του Συντάγματος -είναι ότι αυτοί οι χωροταξικοί και πολεοδομικοί σχεδιασμοί εμποδίζονται, όταν περιφρονούν την προστασία του περιβάλλοντος.
Αν αναθεωρηθεί το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως δρομολογείται με τις συγκεκριμένες προτάσεις, θα δικαιολογείται, απόλυτα, ο ισχυρισμός ότι ανοίγεται ευρύτατος δρόμος για την περαιτέρω προσβολή του περιβάλλοντος. Καταπατητές θα επιβραβευθούν, εφόσον είχαν την πρόνοια να σβήσουν έγκαιρα τα σχετικά ίχνη, με εμπρησμούς και αποψίλωση. Οικοδομικοί συνεταιρισμοί, που την εποχή, κυρίως, της δικτατορίας είχαν αγοράσει φθηνή δασική γη για οικοπεδοποίηση, αλλά τους σταμάτησε η Μεταπολίτευση και το Σύνταγμα του ’75 επίσης, θα επιβραβευθούν. Εταιρείες, οι οποίες έχουν διαμορφώσει μια ολόκληρη σχεδιασμένη κατάσταση για την οίκηση διαφόρων περιοχών και διακηρύσσουν τις φιλοδοξίες τους για ένα εκατομμύριο πολυτελείς κατοικίες για ιδιωτικούς σκοπούς στα πλέον ελκυστικά σημεία της χώρας, και αυτές θα διευκολυνθούν, με αποτέλεσμα να έχουμε βαρύτατη περαιτέρω προσβολή του περιβάλλοντος.
Επιχειρείται, μια ψευτοδιάκριση μεταξύ δασικών εκτάσεων και δασών. Όμως, αυτή η άποψη, που διατυπώνεται, άλλοτε γνησίως και άλλοτε προσχηματικά, δεν λαμβάνει υπόψη της ότι η χλωρίδα αυτού του τόπου διαμορφώνεται, συνολικότερα, με μια κυμαινόμενη χλωρίδα, έτσι ώστε να είναι εξαιρετικά δυσχερής η διάκριση ανάμεσα στις δύο εκτάσεις, δηλαδή, στη δασική και στη δασώδη.
Ο καθορισμός αφετηριακού σημείου, για τον χαρακτηρισμό, του έτους 1975 περιορίζει σημαντικότατα την προστασία του περιβάλλοντος. Στην προηγούμενη διαδικασία, και όχι στην παρούσα, υπήρξαν μύδροι εναντίον του Συμβουλίου της Επικρατείας και, ιδιαίτερα, εναντίον του πέμπτου τμήματος του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου.
Είναι ακριβές ότι, σε κάποιες οριακές καταστάσεις, το πέμπτο τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας υπήρξε υπεράγαν αυστηρό και θα έλεγα και σχολαστικό. Ξέρετε, όμως, γιατί το έπραξε; Και ορθώς το έπραξε. Διότι έβλεπε την επέλαση της κεντρικής εξουσίας, με τις διάφορες διοικητικές πράξεις της να θέλει να προσβάλει - και προσέβαλε - το περιβάλλον. Διαμόρφωσε, όμως, το Συμβούλιο της Επικρατείας μία νομολογία εξαιρετικά σημαντική, η οποία, πράγματι, λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως κυματοθραύστης των επιθέσεων ενός κύματος, που θέλει, στην κυριολεξία, να αδικήσει, να ισοπεδώσει, σε κάποιες περιπτώσεις, το δάσος και να διευκολύνει, κάποιους που περιφρονούν το κατά τη γνώμη μου αναπαλλοτρίωτο μέγεθος, που λέγεται περιβάλλον και προστασία του περιβάλλοντος.
Εμείς προειδοποιούμε ότι πρέπει, σε συνδυασμό με την προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 24, να έχουμε κατά νου ότι προτείνεται και η ίδρυση ενός συνταγματικού δικαστηρίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι όποιες επιλογές του Συμβουλίου της Επικρατείας διαμορφωμένες στο επίπεδο της νομολογίας θα είναι εξαιρετικά ευχερές να ανατραπούν, με τη λειτουργία του συνταγματικού δικαστηρίου, το οποίο θα αποτελεί στοιχείο εγκατάστασης ενός δικαιοπολιτικού συγκεντρωτισμού και δυνάμει ενός δικαιοπολιτικού αυταρχισμού.
Με τη συγκεκριμένη πρόταση εγκαταλείπεται η αρχή της αειφορίας και επιδιώκεται η αντικατάστασή της με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, έννοιας καθόλου τυχαίας και καθόλου τυχαία η πρόταση για την αντικατάσταση της αρχής της αειφορίας, με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Δηλαδή, έχουμε μία αναστροφή της επιλογής προστασίας των αγαθών. Η αναστροφή αυτή, ακριβώς είναι εκείνη, η οποία μαρτυρά τις προθέσεις, που σημαίνουν εγκατάλειψη της αειφορίας, η οποία αειφορία ως αρχή, που θα πρέπει, βεβαίως, συγκεκριμένα να εκφράζεται, αναφέρεται και στις παρούσες, αλλά, κυρίως, στις μέλλουσες γενεές, οι οποίες, αν συνεχιστεί η υπάρχουσα κατάσταση, θα κληρονομήσουν ένα κατεστραμμένο περιβάλλον, ένα περιβάλλον, το οποίο δεν θα έχει σχέση με τις ανάγκες του ανθρώπου. Κανένας λόγος δεν δικαιολογεί και, κατ’ ελάχιστον, την αναθεώρηση του άρθρου 24 και γι’ αυτό καταψηφίζει ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς τη σχετική πρόταση.
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος, η χώρα μπορεί να προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, εφόσον δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και εφόσον γίνεται με βάση τις αρχές τις ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, αναφερόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου 28, θέλει την τροποποίηση του περιεχομένου αυτής της παραγράφου και υποστηρίζει, η Νέα Δημοκρατία, σύμφωνα με το γραπτό κείμενο, ότι «προκειμένου να αποσαφηνιστεί η δυνατότητα της συνδρομής της παραπάνω προϋπόθεσης για τη συμμετοχή της χώρας μας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», προτείνεται η σχετική αναδιατύπωση της ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 28. Δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο της πρότασης που κατατίθεται από τη Νέα Δημοκρατία. Κατά συνέπεια, όχι μόνο ανιχνεύεται, αλλά βεβαιώνεται ότι θέλει να σχετικοποιήσει την πλειοψηφία, την ώρα που νομίζω ότι δημοκρατική ανάγκη όσο και αίτημα είναι η χώρα να αποφαίνεται με δημοψηφίσματα για ζητήματα, που αναφέρονται στην εθνική της ανεξαρτησία, στην εθνική της κυριαρχία και βεβαίως, για ζητήματα, που συνδέονται με τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σ’ ό,τι αφορά το άρθρο 78 του Συντάγματος: Ανεξάρτητα από το χαρακτήρα των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου για τον οποίο, πράγματι, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε γενικότερα και να υποστηρίξουμε την άποψη ότι είναι πολλές οι φορές, κατά τις οποίες οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου δεν δόθηκαν και δεν δίνονται με βάση και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Με το δεδομένο ότι υπάρχει η διαδικασία των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους, θα ήταν προτιμότερο ένας ειδικός τυπικός νόμος κάθε φορά να ρυθμίζει το σχετικό θέμα. Είναι προτιμότερο να έχουμε ένα νόμο ελεγχόμενο από τη Βουλή, αναφορικά με τη χορήγηση εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους, παρά να μείνουμε σ’ αυτήν την αδιαφανή διαδικασία, ακριβέστερα στη διαδικασία η οποία δεν ελέγχεται από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και η οποία αφορά στην παροχή εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους. Προσεγγίζουμε με ενδιαφέρον την πρόταση που γίνεται, διότι είναι προτιμότερο να έχουμε ένα νόμο, που θα υπόκειται στη βάσανο του Ελληνικού Κοινοβουλίου, παρά να έχουμε παροχή εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους, χωρίς να το γνωρίζει η Βουλή.
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 79 του Συντάγματος, για τη συζήτηση και τη ψήφιση του προϋπολογισμού: Ανεξάρτητα από το χαρακτήρα του εκάστοτε κρατικού προϋπολογισμού, ένας χαρακτήρας ο οποίος κρίνεται με βάση την πολιτική αξιολόγηση, που ο καθένας κάνει κάθε φορά, είναι αναγκαίο αυτός ο προϋπολογισμός να υπόκειται πραγματικά στον έλεγχο και στη διαδικασία αναθεώρησης των κονδυλίων από τη Βουλή των Ελλήνων. Η σχετική διαδικασία, η οποία χρόνια είναι καθιερωμένη, αναφορικά με τη ψήφιση του προϋπολογισμού δεν υπηρετεί την ουσιαστική παρουσία του Ελληνικού Κοινοβουλίου για ένα νομοθέτημα, το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Πρέπει να αναθεωρηθεί το άρθρο 79 του Συντάγματος. Ο προϋπολογισμός να κατατίθεται, εν σχεδίω, πριν από πέντε ή και έξι μήνες, να λειτουργεί ειδική υπηρεσία –αναλυτικά έχουμε καταθέσει τη σχετική πρόταση στη Βουλή των Ελλήνων- και να μπορούν οι Βουλευτές και όχι μόνο οι Βουλευτές, αλλά και κοινωνικοί φορείς να λαμβάνουν γνώση της πρότασης που κατατίθεται, εν σχεδίω, για τον κρατικό προϋπολογισμό. Και αφού ο κρατικός προϋπολογισμός θα υπόκειται σε ένα έλεγχο δημοσίου διαλόγου, να έρχεται μετά στη Βουλή και να υπάρχει η δυνατότητα της Βουλής να αλλάζει, να ανακαθορίζει, να μετακινεί κονδύλια. Αυτό θα είναι μία ουσιαστική διαδικασία, διότι δεν μπορώ να αντιληφθώ να υπάρχουν τριακόσιοι Βουλευτές και να μην έχει κάποιος από αυτούς ή κάποιοι από αυτούς δίκιο αναφορικά με τον ανακαθορισμό κάποιων κονδυλίων.
Η διαδικασία, η οποία ισχύει αναφορικά με την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού δεν τιμά ούτε τη σημαντικότητα του σχετικού νομοθετήματος, αλλά ούτε και τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, το οποίο έχει αυστηρά παρακολουθηματική σχέση προς την πρόταση της εκάστοτε κυβέρνησης, για τον κάθε φορά φερόμενο για ψήφιση κρατικό προϋπολογισμό.
Στο πλαίσιο αναθεώρησης του άρθρου 79 του Συντάγματος, θα ήταν χρήσιμο να υπάρξει και ρύθμιση αναφορικά με την αμαρτωλή ιστορία των ειδικών λογαριασμών. Οι ειδικοί λογαριασμοί δεν πρέπει να υπάρχουν. Τα όσα συνιστούν διαδικασίες αδιαφάνειας έχουν σχέση και με την αμαρτωλή υπόθεση των ειδικών λογαριασμών.
Η επισήμανση είναι επαναλαμβανόμενη, εδώ και χρόνια, ότι ο διορισμός της ηγεσίας του Δικαστικού Σώματος από την εκάστοτε Εκτελεστική Εξουσία αποτελεί έναν ομφάλιο λώρο, που συνδέει, στρεβλωτικά, την Εκτελεστική Εξουσία με την ανεξάρτητη Δικαστική Εξουσία και αυτός ο ομφάλιος λώρος πολλές φορές, μέσα στη διαδρομή των ετών, απεδείχθη ότι λειτούργησε και ως ιμάντας μεταφοράς απόψεων από το χώρο της Εκτελεστικής Εξουσίας στο χώρο της δικαιοσύνης. Και πρέπει να αποκοπεί αυτός ο ομφάλιος λώρος, με συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση. Με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να ορίζεται και με καμμία εκδοχή η ηγεσία του δικαστικού σώματος από την εκάστοτε κυβέρνηση. Η ηγεσία του Δικαστικού Σώματος πρέπει να εκλέγεται από ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο τον κύριο λόγο θα έχουν οι ίδιοι οι δικαστές. Και μάλιστα, αυτή η εκλογή να αφορά συγκεκριμένη, περιορισμένη χρονική διάρκεια, διότι όταν αναφερόμαστε στην ηγεσία του Δικαστικού Σώματος είναι προφανές ότι πρέπει να αναφερόμεθα σε διοικητικά καθήκοντα κυρίως, αυτής της ηγεσίας και όχι δικαιοδοτικά.
Επομένως, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα βήμα καλύτερο από ό,τι μέχρι σήμερα προβλέπει η συνταγματική τάξη, δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα με την κατηγορηματικότητα, που πρέπει να αντιμετωπισθεί. Και αυτή η κατηγορηματικότητα, επιβάλλεται από το γεγονός, ότι η δικαστική εξουσία με την ηγεσία της, σε κρίσιμα θέματα, υπηρέτησε επιλογές της Εκτελεστικής Εξουσίας και δεν υπερασπίστηκε το χαρακτήρα της δικαιοσύνης ως της τρίτης ανεξάρτητης συντεταγμένης εξουσίας.
Με αυτές τις παραδοχές, ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν συμφωνεί με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας και υποστηρίζει ότι ο συντακτικός νομοθέτης πρέπει, με σαφήνεια, να υιοθετήσει την πρόταση, που συστηματικά και επανειλημμένα, διατυπώνουμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Σε ό,τι αφορά το Συνταγματικό Δικαστήριο, διότι αποτελεί την κεντρική αναφορά και σε σχέση με άλλες διατάξεις που συζητάμε στο πλαίσιο αυτής της ενότητας: Ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων έχει εξαιρετικά επιτύχει στη χώρα μας. Ακούω να αφορίζεται ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας από κάποιους, χωρίς, όμως, να κατατίθενται συγκεκριμένα παραδείγματα, τα οποία θα ήταν δυνατόν να πείσουν ότι αυτός ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας έχει δημιουργήσει προβλήματα, που αφορούν, είτε στο περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων, είτε στις χρονικές καθυστερήσεις. Δεν γνωρίζω να υπάρχουν τέτοιες χρονικές καθυστερήσεις, οι οποίες να μπορούν να δικαιολογήσουν, από μόνες τους, την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Άλλωστε, σε κρίσιμα θέματα αντιθέτων αποφάσεων μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ήδη η συνταγματική πρόβλεψη λύει το πρόβλημα. Επιλαμβάνεται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 και τις όποιες διαφωνίες και αντιθέσεις μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου τις επιλύει.
Υποστήριξα και χρησιμοποίησα τον όρο ότι πρόκειται για ένα δικαιοπολιτικό συγκεντρωτισμό, όσο και αυταρχισμό, που απειλεί το χώρο της δικαιοσύνης, από την ώρα που θα ιδρυθεί το Συνταγματικό Δικαστήριο. Υπερασπίζομαι αυτήν την άποψη και σήμερα, διότι ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, με την περιορισμένη σύνθεση, μάλιστα, που προτείνεται, είναι δυνατόν να διαμορφώνει αποφάσεις και πάλι υπό το κράτος των επιρροών της Εκτελεστικής Εξουσίας. Δεν χρειάζεται το Συνταγματικό Δικαστήριο. Η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 100 επιλύει όλα εκείνα τα ζητήματα, τα οποία προβάλλονται ως προβλήματα από κάποιους για να υπερασπισθούν την ανάγκη ίδρυσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Εμφιλοχωρεί στην πολιτική άποψη όχι όλων, αλλά κάποιων που εισηγούνται την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η επιλογή απόκρουσης αποφάσεων και επιλογών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ειδικότερα σε ό,τι έχει σχέση με ζητήματα, που αφορούν στο άρθρο 24 και συγκεκριμένα στην προστασία του περιβάλλοντος.
Κατά φαινόμενο και κατά διακήρυξη, θα υφίσταται ο διάχυτος έλεγχος και όπως προτείνεται συναφώς από τη Νέα Δημοκρατία για τα κατώτερα δικαστήρια, όταν πάντοτε θα υπάρχει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο θα μπορεί να επιλαμβάνεται αμέσως και έτσι η νομολογία, χρήσιμο εργαλείο στην ερμηνεία του νόμου, θα διαμορφώνεται κυρίως, κατ’ εξοχήν και αποκλειστικά, από ένα περιορισμένο δικαστήριο, που είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η συγκεκριμένη πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έχει καμμία σχέση με το Συνταγματικό Δικαστήριο, που ισχύει και λειτουργεί στη Γαλλία. Σε ό,τι αφορά τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γερμανίας και της Ιταλίας, θυμηθείτε - και γι’ αυτό ανατρέξτε στην Ιστορία - για ποιούς λόγους ιδρύθηκαν. Ιδρύθηκαν για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα μιας κοινωνίας φασίζουσας με τους τότε συσχετισμούς, αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολιτική ήταν η επιλογή για την ίδρυση των Συνταγματικών Δικαστηρίων.
Πέραν αυτού, δεν υπάρχει μαρτυρία, η οποία να πείθει ότι είχαμε αποτυχία του διαχύτου ελέγχου της συνταγματικότητας στη χώρα μας, ενός θεσμού καταξιωμένου, ενός θεσμού ο οποίος λειτούργησε επιτυχώς, ενός θεσμού που, όχι λίγες φορές, ανέδειξε το δικαστή όλων των βαθμίδων της δικαιοσύνης, ως αποφασιστικό και αναγκαίο λειτουργό της τρίτης συντεταγμένης εξουσίας.
Δεν έχω πεισθεί από τα όσα κατατίθενται ως επιχειρήματα υπέρ του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Με αυτές τις παραδοχές, εμείς καταψηφίζουμε τη σχετική πρόταση για την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Σε συνάφεια με το άρθρο 100 του Συντάγματος και την πρόταση τροποποίησής του για την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, βρίσκεται και η πρόταση για την τροποποίηση του άρθρου 88 του Συντάγματος, που αφορά στις αποδοχές των δικαστών και έχει σχέση με το λεγόμενο Μισθοδικείο, ακριβέστερα με το Ειδικό Δικαστήριο. Δεν χρειάζεται Ειδικό Δικαστήριο για την κάθε φορά απόφαση, σε σχέση με τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών. Αντιθέτως, μεγαλύτερη διαφάνεια, μεγαλύτερος κοινωνικός έλεγχος των όποιων δικαστικών αποφάσεων, αναφορικά με τις αποδοχές των δικαστών, θα υπήρχε από την ώρα που η δικαιοσύνη, με τη συγκεκριμένη συντεταγμένη δομή της, θα έκρινε τα ζητήματα των αποδοχών των Δικαστών. Το πρόσφατο παράδειγμα, με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για τις αποδοχές των δικαστών, είναι χαρακτηριστικό και αναδεικνύει ζητήματα, τα οποία υπερασπίζονται την άποψη ότι θα έπρεπε οι υποθέσεις των αποδοχών των δικαστών να παραμείνουν να παραμείνουν στη συντεταγμένη δικαιοσύνη και με τις προβλεπόμενες δομές της.
Σε ό,τι αφορά την ίδρυση ειδικών τμημάτων, στα Δικαστήρια: Δεν χρειάζεται συνταγματική πρόβλεψη για την ίδρυση ειδικού τμήματος, που θα κρίνει τις συμβάσεις του δημοσίου στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή ειδικό τμήμα προβλεπόμενο από το Σύνταγμα, που θα λειτουργεί στο πλαίσιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου; Τα ίδια τα δικαστήρια, στο πλαίσιο της κανονιστικής διοικητικής αυτονομίας τους, μπορούν να ιδρύουν τμήματα, για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη λειτουργία τους. Φοβάμαι πάντοτε τα ειδικά τμήματα τα οποία ιδρύοντα για την εκδίκαση, αποκλειστικά συγκεκριμένων υποθέσεων. Εκεί, πάντοτε, διαμορφώνεται ένα πεδίο παρεμβάσεων, ένα πεδίο, που είναι δυνατόν η πολιτική μεροληψία να εμφιλοχωρεί και να ετεροκαθορίζει αρνητικά τις όποιες αποφάσεις αυτών των ειδικών τμημάτων. Και στο ζήτημα αυτό δεν έχουμε μαρτυρία, η οποία να αναδεικνύει ζητήματα δυσλειτουργίας, έτσι ώστε να οδηγείται η Νέα Δημοκρατία σήμερα στο να εισηγείται, σε αναντιστοιχία, με την πραγματικότητα, τη συνταγματική πρόβλεψη για την ίδρυση ειδικών τμημάτων, στα δύο αυτά ανώτατα δικαστήρια. Ενδεχομένως να υπήρχε ένα ζήτημα, αναφορικά με συγχύσεις που είναι δυνατόν να δημιουργούνται σε σχέση με το άρθρο 98, παράγραφος 1, εδάφιο β’ του Συντάγματος, αναφορικά με τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και αυτό, όμως, έχει επιλυθεί και δεν υπάρχει καμμία ανάγκη να τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρου 98, παράγραφος 1, εδάφιο β’ του Συντάγματος.
Η δικαιοσύνη, πράγματι, είναι αποφασιστικό μέγεθος, αποφασιστικός παράγοντας στην εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος. Μπορεί να είναι και μπορεί να το εξασφαλίσει αυτό, από την ώρα που θα υπηρετηθεί η πραγματική της ανεξαρτησία. Ένα στοιχείο υπηρεσίας προς την πραγματική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι η εγκατάλειψη της επιλογής να διορίζεται η ηγεσία του Δικαστικού Σώματος από την εκάστοτε Εκτελεστική Εξουσία, από την εκάστοτε κυβέρνηση. Διότι αυτή η ηγεσία, όταν διορίζεται από την Εκτελεστική Εξουσία, έχει την ικανότητα, και δυστυχώς, έχει και τις μεθόδους, με τις οποίες μπορεί να επηρεάζει το σύνολο των βαθμίδων της συντεταγμένης δικαιοσύνης.
Πρόσφατα παραδείγματα και παραδείγματα του απωτέρου παρελθόντος, αποδεικνύουν ότι αυτή η διορισμένη ηγεσία του δικαστικού σώματος επηρέασε τη δικαιοσύνη σε κρίσιμους τομείς και σε εξαιρετικά σημαντικά κοινωνικά γεγονότα, τα οποία απετέλεσαν στρεβλωμένα δικαιοπολιτικά μεγέθη.
768