6. Εισήγηση του Ειδικού Εισηγητού της Νέας Δημοκρατίας Ιωάννου Μπούγα
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΠΟΥΓΑ (Β΄ ΕΝΟΤΗΤΑ)
Αρθρα 16 παρ. 1, 5, 6, 7, 8 και προσθήκη και 111 παρ. 2
Η επένδυση στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της οικονομίας και την τόνωση της απασχόλησης, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε κάθε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ από τη μια πλευρά παραδοσιακοί τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας πιέζονται έντονα από τον ανταγωνισμό των αναδυόμενων οικονομιών, ιδίως της Ασίας, λόγω του φθηνού εργατικού κόστους που οι τελευταίες προσφέρουν, από την άλλη πλευρά, ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό των νέων θέσεων εργασίας στην Ένωση προέρχεται, άμεσα ή έμμεσα, από την ανάπτυξη της έρευνας και της τεχνολογίας αιχμής (π.χ. πληροφορική, επικοινωνίες).
Ο χώρος αυτός αποτελεί, επομένως, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ευρώπης για την επίτευξη πλήρους απασχόλησης και ευημερίας, γεγονός που ώθησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας (23-24.03.2000) να θέσει ως στόχο την ανάδειξη της Ευρώπης ως ισχυρότερης οικονομίας της γνώσης του 21ου αιώνα. Προκειμένου οι εισερχόμενοι στην αγορά εργασίας να διαθέτουν υψηλό επίπεδο κατάρτισης, που θα επιτρέπει την ενεργό συμμετοχή τους στη νέα οικονομία της γνώσης και τη διεκδίκηση υψηλά αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης, είναι απαραίτητη η μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να ανταποκριθεί στο σχεδιασμό αυτό, όπως επανειλημμένως έχει επισημανθεί σε σχετικές Ευρωπαϊκές Διασκέψεις: της Λισσαβώνας, της Μπολόνιας, της Πράγας, του Βερολίνου.
Από το 2004, η βελτίωση της ανώτατης εκπαίδευσης και η προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό περιβάλλον αναδείχθηκαν σε στρατηγική κυβερνητική επιλογή, προκειμένου το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο να ανακτήσει τη δύναμή του παραγωγής νέας γνώσης και συμβολής στην ανάπτυξη, στην απασχόληση, στην ατομική και συλλογική πρόοδο, απαλλασσόμενο από την ομηρία του εφησυχασμού και της αδράνειας, που υπονομεύει την ποιότητα των σπουδών, την αξία των πτυχίων και, εν τέλει, τις εργασιακές προοπτικές των αποφοίτων του. Αριστεία, κύρος, άμιλλα, ποιότητα, διαφάνεια, αξιοκρατία, προσαρμοστικότητα, διεθνής προσανατολισμός, κοινωνική λογοδοσία είναι οι έννοιες, που ενέπνευσαν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης, κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο.
Στο διάστημα αυτό ψηφίστηκαν, μεταξύ άλλων, οι νόμοι για την αξιολόγηση της ανώτατης εκπαίδευσης και το σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων (3374/05), την ίδρυση του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος (ν.3391/05), την προαγωγή της ποιότητας της ανώτατης τεχνολογικής εκπαίδευσης και την καθιέρωση κοινών και διακρατικών μεταπτυχιακών προγραμμάτων (ν.3404/05), τη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ν.3549/07), την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου έρευνας και τεχνολογίας (ν.3653/08).
Ειδικά με την τροποποίηση του νόμου-πλαισίου 1268/82 για τη δομή και τη λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εισάγονται σημαντικές καινοτομίες για την αναβάθμιση του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου:
Ενισχύεται η αυτοδιοίκηση, η νομιμότητα και η διαφάνεια της λειτουργίας των Α.Ε.Ι.: Ο διορισμός των εκλεγόμενων μελών Δ.Ε.Π. ανατίθεται στους Πρυτάνεις. Καθίσταται υποχρεωτική η κατάρτιση του εσωτερικού κανονισμού κάθε ιδρύματος, θεμελιώδους προϋπόθεσης της αρχής της νομιμότητας και του δημοκρατικού εσωτερικού βίου των πανεπιστημίων. Θεσμοθετείται ο τετραετής ακαδημαϊκός αναπτυξιακός προγραμματισμός. Εμπεδώνεται η οικονομική αυτοδιοίκηση των Α.Ε.Ι. με δυνατότητες, όπως η μεταφορά πόρων από κωδικό σε κωδικό ή από έτος σε έτος και η υπαγωγή των δαπανών σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά όχι σκοπιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Θεσμοθετείται η διαφάνεια των πράξεων των Α.Ε.Ι. με την ανάρτησή τους στο διαδίκτυο και η κοινωνική τους λογοδοσία, με την υποβολή ετησίας εκθέσεως προς τη Βουλή των Ελλήνων.
Αντιμετωπίζονται φαινόμενα συναλλαγής ή ευνοιοκρατίας σε βάρος της ακαδημαϊκής κοινότητας, με τη διεύρυνση των εκλεκτορικών σωμάτων ανάδειξης, τόσο των πρυτανικών αρχών, όσο και των νέων μελών Δ.Ε.Π.. Εισάγεται η καθολική συμμετοχή των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές, ενώ, κατά την εκλογή νέων μελών Δ.Ε.Π., συμμετέχουν σε ποσοστό έως 30% μέλη Δ.Ε.Π. από άλλα τμήματα του ίδιου ή άλλων ιδρυμάτων. Επίσης, προβλέπεται η δημιουργία νέων και αυτοτελών γνωστικών αντικειμένων μελών Δ.Ε.Π., ώστε να μην υπάρχουν οι φωτογραφικές διατάξεις στις εκλογές των μελών Δ.Ε.Π..
Θεσμοθετείται η δημιουργία υπηρεσιών συμβουλευτικής και στήριξης των φοιτητών σε ακαδημαϊκό και ψυχολογικό επίπεδο, ενώ θεσπίζεται οικονομική ενίσχυση των φοιτητών είτε με ανταποδοτικές υποτροφίες είτε με άτοκα δάνεια και καλούς όρους αποπληρωμής, δυνατότητες, που απολαμβάνουν οι φοιτητές, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Καθορίζεται όριο της ανώτατης διάρκειας των σπουδών, αλλά και ελάχιστη διάρκεια του ακαδημαϊκού εξαμήνου, ώστε να προσαρμοστούν τα Α.Ε.Ι. στις διαδικασίες καθιέρωσης ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης. Προβλέπονται, βέβαια, ειδικές πρόνοιες για τους εργαζόμενους φοιτητές και δυνατότητα διακοπής και παράτασης των σπουδών, ενώ δίδεται, επίσης, η δυνατότητα επιλογής από τους ίδιους τους φοιτητές των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, τα οποία εξακολουθούν να διανέμονται δωρεάν.
Αποσαφηνίζεται η κατοχύρωση του ακαδημαϊκού ασύλου για την προάσπιση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και του δικαιώματος στη γνώση και τη μάθηση, αντί της καταχρηστικής του εκμετάλλευσης για βανδαλισμούς και άλλες παράνομες πράξεις.
Δίδεται η δυνατότητα οργάνωσης ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών σε προπτυχιακό, μεταπτυχιακό ή διδακτορικό επίπεδο, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η εξωστρέφεια των πανεπιστημίων, οι διεθνείς συνεργασίες και η κινητικότητα διδακτικού προσωπικού και φοιτητών.
Οι ανωτέρω πρόνοιες καταδεικνύουν, αφενός τον καινοτομικό χαρακτήρα του ν.3549/07 και αφετέρου την σταθερή βούληση της Κυβέρνησης για την ανάπτυξη του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου στην κατεύθυνση της δωρεάν παροχής ποιοτικής ανώτατης εκπαίδευσης σε όλους τους νέους ανθρώπους της χώρας, προκειμένου, με επαρκή επιστημονικά εφόδια και με πτυχία κύρους στα χέρια τους, να διεκδικήσουν την επαγγελματική τους αποκατάσταση.
Το προγραμματικό αυτό πλαίσιο για την προαγωγή της παιδείας στη χώρα επιδιώκουμε, ως Νέα Δημοκρατία, να συμπληρώσουμε με την προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Εισηγούμαστε, κατ’ αρχάς, την προσθήκη νέου εδαφίου στην παρ.1 του άρθρου αυτού, προκειμένου να υπογραμμισθεί ότι η παρεχόμενη παιδεία πρέπει να ανταποκρίνεται στις αξίες του ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η προσθήκη αυτή δεν έχει διακηρυκτικό, αλλά δεσμευτικό χαρακτήρα και υπενθυμίζει την αναγκαιότητα της μέριμνας όχι μόνον για την ανάπτυξη της παιδείας σε νέες, καινοτόμες κατευθύνσεις, αλλά και για τη μετάδοση στη νέα γενιά της μακράς μας πνευματικής παράδοσης. Όταν ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός αναζητεί την έμπνευση και τις καταβολές του στις πνευματικές παρακαταθήκες, που κληρονόμησε από την Ελλάδα και τη Ρώμη, η σύγχρονη ελληνική κοινωνία οφείλει να είναι συνειδητός φορέας κι όχι βουβός θυρωρός της πολιτισμικής της κληρονομιάς. Στις ιστορικές μας περγαμηνές, στις πνευματικές μας παρακαταθήκες, βρίσκεται η ουσία της εθνικής μας συνέχειας μέσα στο χρόνο, βρίσκεται η ουσία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ως κοινότητας αξιών. Η συνείδηση της συνέχειας αυτής και της κοινής προσήλωσης στις ανθρωπιστικές, πρώτα απ’ όλα, αξίες, είναι θεμελιώδες στοιχείο της διάπλασης και της αυτοπεποίθησης των νέων Ελλήνων, των νέων Ευρωπαίων.
Περαιτέρω, εκκινώντας από τη μόνιμη έγνοια για την ποιότητα της εκπαίδευσης συνολικά και το κύρος των πανεπιστημιακών πτυχίων ειδικά, προτείνουμε την προσθήκη νέας παραγράφου (παράγραφος 10), η οποία θα ορίζει ότι η διασφάλιση της ποιότητας της παιδείας, που παρέχεται σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Προτείνουμε, επίσης, με την ίδια παράγραφο, την συνταγματική αποτύπωση της υποχρέωσης υποβολής όλων των φορέων της ανώτατης εκπαίδευσης (δημοσίας ή μη) και ειδικότερα του κάθε κατηγορίας διδακτικού προσωπικού τους σε διαρκή αξιολόγηση του έργου τους, σύμφωνα με ειδικό νόμο.
Η μεταρρύθμιση, η κίνηση, η ανταπόκριση στα κελεύσματα της ευρωπαϊκής εμπειρίας και της διεθνούς συγκυρίας, η προαγωγή της ποιότητας, η ενθάρρυνση της εξωστρέφειας και η επιδίωξη της αριστείας είναι επιλογές, που ακολουθεί η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και που μπορούν να διασφαλίσουν την επιτυχή πορεία του δημοσίου πανεπιστημίου στο μέλλον.
Αντίθετα, η επιλογή της μακαριότητας και της απομόνωσης από ένα διεθνές περιβάλλον, που μεταβάλλεται ταχύτατα, η ράθυμη τελμάτωση σε παρωχημένες αντιλήψεις, η φοβική αντίδραση έναντι κάθε προσπάθειας αλλαγής και η καταχρηστική εμμονή σε συμπεριφορές, που δεν τιμούν τις δημοκρατικές μας παραδόσεις, είναι βέβαιο ότι δεν θα οδηγούσαν παρά στον εκφυλισμό και την απαξίωση του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου.
Ταυτόχρονα προς την έμπρακτη υποστήριξη της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, προκειμένου αυτή να αναδειχθεί αντάξια των προσδοκιών της ελληνικής κοινωνίας, η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να αντιμετωπίσει, με την παρούσα πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, εξελίξεις, που έχουν εμφανισθεί τόσο στο εγχώριο όσο και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και σχετίζονται με τη δραστηριότητα μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Με την προτεινόμενη προσθήκη νέας παραγράφου (νέα παράγραφος 8) στο άρθρο 16, εισάγεται η δυνατότητα παροχής της ανώτατης εκπαίδευσης και από μη κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα «υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους και τις προϋποθέσεις που θα ορίσει ειδικός νόμος». Τα προσόντα δε των διδασκόντων σε αυτά προβλέπεται να είναι αντίστοιχα με εκείνα των διδασκόντων στα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ταυτόχρονα, διευκρινίζεται ότι οι πρόνοιες της παρ.5 και των τριών πρώτων εδαφίων της παρ.6 αφορούν στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση και τους καθηγητές των δημοσίων Α.Ε.Ι. αντιστοίχως, ενώ από την υφιστάμενη παρ.8, η οποία αναριθμείται σε παρ.9, αφαιρείται το δεύτερο εδάφιο, σχετικά με την απαγόρευση σύστασης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες.
Στο ίδιο πνεύμα προτείνεται και η συνταγματική κατοχύρωση της δυνατότητας παροχής επαγγελματικής και κάθε άλλης ειδικής εκπαίδευσης όχι μόνον από το κράτος αλλά και από μη κρατικούς φορείς, με την τροποποίηση της παρ.7.
Στόχος της πρότασης για τα μη κρατικά Α.Ε.Ι. δεν είναι η ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως ορισμένοι σκόπιμα ισχυρίζονται, προκειμένου να στρεψοδικήσουν και να προκαλέσουν αναστάτωση στην φοιτητική κοινότητα, αλλά η πρόβλεψη της δυνατότητας, απλώς, λειτουργίας και μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, παράλληλα προς τα δημόσια ιδρύματα, η ρύθμιση μιας νέας πραγματικότητας που διαμορφώνεται στην Ελλάδα και την Ευρώπη από την αυξανόμενη ζήτηση εκ μέρους των νέων ανθρώπων για πανεπιστημιακές σπουδές, που ανταποκρίνονται στις δικές τους ανάγκες, επιδιώξεις και περιστάσεις. Η πρόταση αυτή είναι δικαιοπολιτικά ορθή για τους ακόλουθους λόγους:
α) Η άρνηση της λειτουργίας μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σημαίνει αποστέρηση των νέων ανθρώπων από μια εναλλακτική δυνατότητα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατά παράβαση, μάλιστα, της θεμελιώδους διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Θα ήταν ευκταίο να υπήρχε η δυνατότητα των δημοσίων πανεπιστημίων να ανταποκριθούν πλήρως στην υφιστάμενη ζήτηση, ώστε κάθε νέος να φοιτά στη σχολή που επιθυμεί, πρακτικά, όμως, αυτό δεν είναι εφικτό πουθενά. Επομένως, γιατί να στερείται ένας νέος, στην Ελλάδα, της δυνατότητας να σπουδάσει στον τόπο του αυτό που επιθυμεί, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να μεταβεί και να διαμείνει επί μακρόν στο εξωτερικό;
β) Η λειτουργία μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στη χώρα μας συνεπάγεται, επίσης, τη δημιουργία νέων δυνατοτήτων αξιοποίησης του εγχώριου επιστημονικού δυναμικού, εξοικονόμηση συναλλάγματος από τον περιορισμό της «φοιτητικής μετανάστευσης», παραμονή και εργασία στη χώρα μας νέων επιστημόνων, οικονομική ελάφρυνση της ελληνικής οικογένειας, που, συχνά, βαρύνεται, σήμερα, με τη συντήρηση ενός ή και περισσότερων παιδιών, που φοιτούν στο εξωτερικό. Η «φοιτητική μετανάστευση» δεν αφορά τα παιδιά ευπόρων οικογενειών, που ούτως ή άλλως θα επιλέξουν ένα πανεπιστήμιο υψηλού κύρους του εξωτερικού, αλλά δεκάδες χιλιάδες ελληνικές οικογένειες, χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, που, μη έχοντας εναλλακτική επιλογή, στέλλουν τα παιδιά τους για σπουδές στο εξωτερικό.
γ) Με την υιοθέτηση εθνικών ρυθμίσεων για τη λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων προλαμβάνουμε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση, που μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της υποχρέωσής μας να αναγνωρίζουμε τα επαγγελματικά δικαιώματα αποφοίτων ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των εν Ελλάδι παραρτημάτων τους (Οδηγία 89/48/ΕΟΚ, Οδηγία 36/2005 κ.α.).
Προσδιορίζουμε εμείς τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών Α.Ε.Ι. και δεν αφήνουμε τα πράγματα να εξελιχθούν εκτός ορίων και κανόνων. Διαφορετικά θα μείνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να διαμορφωθεί αύριο ένα άναρχο τοπίο στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.
Προστατεύουμε, ταυτόχρονα, τους φοιτητές των δημοσίων πανεπιστημίων από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, που θα υποστούν αύριο, όταν εξέλθουν στον κόσμο της απασχόλησης, από τους αποφοίτους πάσης φύσεως ιδρυμάτων, τμημάτων, παραρτημάτων ή όπως αλλοιώς λέγονται, τα οποία, χωρίς καμιά εποπτεία από το ΥΠΕΠΘ, θα διανέμουν πτυχία με υποχρεωτικώς αναγνωριζόμενα και στην Ελλάδα επαγγελματικά δικαιώματα, με μόνη προϋπόθεση την αναγνώρισή τους στη χώρα προέλευσης του οικείου, «μητρικού» πανεπιστημίου.
Για όλους αυτούς τους εντελώς πρακτικούς λόγους είναι επιβεβλημένη η υιοθέτηση ενός εθνικού πλαισίου λειτουργίας των μη κρατικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο να εκκινεί από την προτεινόμενη συνταγματική διάταξη, να εξειδικεύεται από τον εκτελεστικό της νόμο και να εξατομικεύεται, κατόπιν, με την αδειοδότηση εκάστου μη κρατικού πανεπιστημιακού ιδρύματος.
Με αυτόν τον τρόπο, λειτουργώντας στο πλαίσιο και αξιοποιώντας τις δυνατότητες αλλά και τις ασφαλιστικές δικλείδες του ευρωπαϊκού δικαίου, μπορούμε να θέσουμε αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας στη χώρα μας μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, να διασφαλίσουμε το υψηλό επίπεδο των παρεχόμενων σπουδών και άλλα, σοβαρά ζητήματα, όπως: α) Οι φορείς που θα μπορούν να ιδρύσουν πανεπιστημιακά τμήματα, ιδίως στην περίπτωση αλλοδαπών νομικών προσώπων, να μην υπηρετούν στόχους ή συμφέροντα αποδοκιμαζόμενα από την ελληνική έννομη τάξη, β) Η σχέση κρατικών και μη κρατικών πανεπιστημίων να οριοθετείται με σαφήνεια, ώστε να αποφευχθεί η παράλληλη απασχόληση του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή συμπεριφορά, δυνάμενη να αποβεί σε βάρος του επιπέδου και της ποιότητας σπουδών των δημοσίων πανεπιστημίων.
Επιπροσθέτως, υπογραμμίζεται ότι η ιδιαιτερότητα του δημοσίου πανεπιστημίου, ως επιτελούντος δημόσια αποστολή και παρέχοντος δωρεάν φοίτηση, στέγαση και σίτιση, το διαφοροποιεί, ήδη, επαρκώς από οποιοδήποτε μη κρατικό πανεπιστήμιο, ώστε να μην είναι δυνατόν να εγερθεί εκ μέρους του τελευταίου αξίωση οιουδήποτε είδους κρατικής χρηματοδότησης, κατ’ επίκληση της χρηματοδότησης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Τέλος, η πρότασή μας για την τροποποίηση του άρθρου 16 περιλαμβάνει την προσθήκη παραγράφου (παράγραφος 11), με την οποία η ενίσχυση του εθελοντισμού αναγορεύεται σε αντικείμενο ειδικής φροντίδας του κράτους. Η συμπερίληψη της διάταξης αυτής στο Σύνταγμα, αφενός αναγνωρίζει και αφετέρου επιτείνει τη σπουδαιότητα του εθελοντισμού, παροτρύνοντας την πολιτεία να λάβει θετικά μέτρα για την ενθάρρυνσή του. Με τον ν.3390/05 έχει, ήδη, δημιουργηθεί, υπό μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού, ο Οργανισμός Εθελοντισμού «Έργο Πολιτών», ακριβώς για να ενθαρρυνθεί θεσμικά η ευαισθητοποίηση των πολιτών, η συμμετοχή, η κοινωνική αρωγή και δράση, που τονώνει την ψυχική ενότητα και συλλογική συνείδηση της κοινωνίας.
Με την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 16, κατά κύριο λόγο δε με την προσθήκη των παραγράφων, που αφορούν στην αξιολόγηση της ανώτατης εκπαίδευσης συνολικά και τη δυνατότητα λειτουργίας μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, επιχειρείται η ενσωμάτωση στο Σύνταγμα διατάξεων αναγκαίων για την ρύθμιση ζητημάτων που ανέδειξαν οι σύγχρονες τάσεις στην κοινωνία και την εκπαίδευση.
Ειδικά όσον αφορά στη λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων είναι ιδιαίτερα σημαντικό όλες οι πολιτικές δυνάμεις να κατανοήσουμε ότι το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε δεν είναι, εάν επιθυμούμε την ύπαρξή τους ή μη. Αυτό έχει, ήδη, απαντηθεί από την εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, από την δεσμευτική ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία. Το ερώτημα, που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι, εάν επιθυμούμε τη ρύθμιση του καθεστώτος λειτουργίας τους στη χώρα μας, ώστε όχι μόνον να αποφύγουμε τη διαμόρφωση μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης και την πρόκληση προστριβών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και να αξιοποιήσουμε τη δυνατότητα αυτή προς όφελος των νέων ανθρώπων, της οικονομίας, της κοινωνίας.
Βρισκόμαστε, επομένως, ενώπιον μιας απόφασης, που απαιτεί, εκ μέρους όλων μας, όχι την άτακτη οπισθοχώρηση σε προσχηματικές ιδεολογικές υπεκφυγές, αλλά την επίδειξη πρακτικού πνεύματος. Η συμφωνία δε των πολιτικών δυνάμεων στη διαρρύθμιση του καθεστώτος λειτουργίας των μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων είναι η προτιμότερη επιλογή, τόσο για εκείνους εξ ημών, που συμφωνούν, θεωρητικά, με την παρουσία τους, όσο και για εκείνους, που διαφωνούν. Για τους μεν πρώτους είναι αυτονόητο, γιατί η επιλογή αυτή είναι η προτιμότερη. Και για τους δεύτερους όμως ισχύει το ίδιο, διότι η θέσπιση ενός εθνικού θεσμικού πλαισίου λειτουργίας είναι πολύ προτιμότερη από την δραστηριοποίηση μη κρατικών Α.Ε.Ι., με μόνη την επίκληση των κοινοτικών ελευθεριών της παροχής υπηρεσιών, της εγκατάστασης και της κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της κοινότητας.
Με την προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, καλούμε τη Βουλή των Ελλήνων να ενθαρρύνει τις δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής εκπαιδευτικής και επιστημονικής κοινότητας, να δώσει εναλλακτικές επιλογές επιστημονικής κατάρτισης στους νέους και τις νέες της χώρας, να ανταποκριθεί, τέλος, με την ωριμότητα που οι κοινωνικές, εκπαιδευτικές και οικονομικές περιστάσεις επιβάλλουν, στη σύγχρονη πρόκληση διαμόρφωσης μιας δυναμικής οικονομίας της γνώσης για μια κοινωνία ευημερίας και αλληλεγγύης. Πρόκειται για ένα χρέος, που μας κληροδότησε η μακρά μας πνευματική παράδοση, ένα χρέος, που το οφείλουμε στη νέα γενιά.
767